Ώρα να τους τα ψάλουμε
Ώρα να τους τα ψάλουμε, κόντρα και στο λήθαργο και στη μαστούρα.
Υπάρχει μια έκφραση που ακόμα επιζεί, έστω κι επειδή κάποιοι παλιότεροι την επαναλαμβάνουμε όταν οργιζόμαστε και δε θέλουμε να ακουγόμαστε σαν υστερική πολτοποιημένη διαδικτυακή μάζα. «Να στα ψάλω ή να μη στα ψάλω;». Καθώς φέτος στη δολοφονικά κορονόπληκτη χρονιά δεν υπάρχουν κάλαντα, ας αρχίσουμε την επόμενη, ακόμα κι αν είναι ουρά της φετινής από απειλές, αρρώστια, φτώχεια και φόβο, να τα ψέλνουμε. Σ’ αυτούς που πρέπει. Όχι βέβαια τα κάλαντα. Αρχίζοντας από τον καθρέφτη με την ερώτηση, γιατί αφήσαμε τα πράγματα να φτάσουν ως εδώ.
Η θωράκιση, ο προγραμματισμός, η ιεράρχηση των διεκδικήσεων, η σύμπηξη ομάδων δράσης δεν μπορεί να καταργούνται ή να υποβαθμίζονται σε έκτακτες συνθήκες ή ακόμα και στο χάος μιας πανδημίας. Την ίδια ώρα, που δικαίως κατηγορούμε την όποια κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί τον κορονοϊό κυνικά ως άλλοθι κι ευκαιρία για να περάσει τα προ πολλού σχεδιασμένα αντιλαϊκά της μέτρα και τις στυγνές πλουτοκρατικές της επιλογές, μοιάζει σε πολλούς χώρους να χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ακριβώς επιχείρημα για χαλάρωση της συγκροτημένης αντίστασης. Και δε μιλάω για το ΚΚΕ, που σχεδόν εξάντλησε δυνάμεις και ιδέες για να μη λείψει σχεδόν από πουθενά. Κι έτσι περίπου το ένα τρίτο των Ελλήνων να θεωρεί ζωτική και αναγκαία την παρουσία του. Στη ζωή του και τη Βουλή του. Μιλάω για τον καθένα ή την καθεμία από τους διπλανούς μας, που αφήσαμε να παγιδευτούν στην αντίδραση την εύπεπτη της ατομικής ευθύνης, που τους πέταξε η κυρίαρχη τάξη στα μούτρα. Κι έτσι, πίσω απ’ αυτήν την αντίδραση χάθηκε και η υποκειμενική ευθύνη. Στη δουλειά, στο συνδικάτο, στο χωράφι, στην αγορά, στο γραφείο, στο πανεπιστήμιο, στο σπίτι και το σχολείο.
Αυτή είναι μια σχεδόν ανεπαίσθητη απόχρωση του γκρίζου των ημερών, συχνά παραλυτική. Και μάλιστα για το σχεδιασμό της επόμενης μέρας. Το γράφω γιατί συναντώ ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, διαταξικά, που κοιτάνε το μέλλον, θεωρώντας ατομική ευθύνη την επιβίωσή τους και αγνοώντας την υποκειμενική ευθύνη της συνύπαρξης που ‘ναι συνυφασμένη με τη ζωή. Προς τα έξω φαίνεται όχι απλώς θεμιτό αλλά και γεμάτο κατανόηση να κατατριβόμαστε με λεπτομέρειες, της λεγόμενης καθημερινότητας, και να επιτρέπουμε την παντοκρατορία του «δός ημίν σήμερον». Δεν απλοποιούμε. Απλουστεύουμε. Δεν αναλύουμε. Κομματιάζουμε. Δεν ιεραρχούμε. Τακτοποιούμε. Κοντολογίς, βολευόμαστε και δεν ξεβολευόμαστε, ξεχνώντας ότι τα όνειρα οφείλουν να μυρίζουν πυρκαγιά, γιατί παραμονεύουν πυροσβέστες που δεν επιτρέπουν ούτε σπίθα σ’ αυτά.
Κι εδώ αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα. Δεν μπορεί έννοιες όπως η αντίσταση, όπως η επανάσταση να εξαλείφονται ως περιττές, ακόμα και στην καθημερινή συνομιλία ή τη διαλεκτική αντιπαράθεση, με τον ίδιο τρόπο που πετάει κανείς στις μέρες μας τα …cookies και τις άχρηστες διαφημίσεις στον κάδο του υπολογιστή. Ο αυτοεγκλεισμός της σκέψης, της συζήτησης, και της φαντασίας ακόμη, είναι ίσως μεγαλύτερη κατάρα απ’ τον ιό και η πραγματική αλλαγή που επιδιώκεται από τους χειραγωγούς των μαζών.
Εδώ θαρρώ κρύβεται το οριακό ιδεολογικό σημείο, κυριολεκτικά στο παρά πέντε αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί πως η γενίκευση της αποπροσωποποίησης θα είναι μη αντιστρέψιμη, όταν κυριαρχήσει η τεχνητή νοημοσύνη (Α.Ι., όπως θα τη βλέπουν γραμμένη αυτοί που δε θα την καταλαβαίνουν, δε θα την κατέχουν, αλλά θα την υφίστανται). Πρέπει να διδαχτούμε και να διδάξουμε γνώσεις και στάσεις ζωής, τρόπο σκέψης και να επεξεργαστούμε μεθόδους, που να απαντούν και εσωτερικά, δηλαδή υποκειμενικά, και εξωτερικά – αντικειμενικά στις υπαρξιακές ατομικές και συλλογικές αγωνίες και ερωτήματα του θαυμαστού καινούργιου δυστοπικού κόσμου.
Μόνον οι κομμουνιστές αντέχουν να μπουν σ’ αυτήν τη μάχη, μεσούσης αυτής και της επόμενης πανδημίας, χωρίς άλλοθι και χωρίς δανεικά απ’ το μέλλον. Ώρα να τους τα ψάλουμε, κόντρα και στο λήθαργο και στη μαστούρα.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του τριημέρου 25-27/12/2020