Ουτοπία εναντίον δυστοπίας (ή πώς ο ρεαλισμός σκοτώνει την πραγματικότητα)
Από τη μια πλευρά ένας ρεαλισμός γεμάτος συμβιβασμούς, αναγκαστικές επιλογές, αδιέξοδα, ένας ρεαλισμός του λιγότερο κακού….Και από την άλλη η επιλογή να ονειρεύεσαι κάτι διαφορετικό…
Κανείς δεν ξέρει πότε φτιάχτηκε το Σίλο, κανείς δεν ξέρει ποια μέρα θα μπορέσουμε να φύγουμε από το σίλο, ξέρουμε όμως ότι αυτή η μέρα δεν είναι σήμερα
Η παραπάνω φράση είναι ουσιαστικά η συμπύκνωση της υπόθεσης της σειράς Σίλο, η οποία πραγματεύεται τη ζωή ανθρώπων σε μια δυστοπική κοινωνία, όπου ζουν εγκλωβισμένοι σε μια υπόγεια αποθήκη χωρίς να ξέρουν το πώς και το γιατί. Αυτό είναι ίσως και η μεγαλύτερη δυστοπία που υπάρχει, το να ζεις κάπου εγκλωβισμένος χωρίς να ξέρεις ούτε το γιατί έχεις βρεθεί σε αυτό το σημείο, και χωρίς να βλέπεις μια δυνατότητα διαφυγής.
Βέβαια, η δυστοπία όπως συνήθως αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη αφορά μια μεγάλη πυρηνική καταστροφή, μια εξέγερση των μηχανών, μια πανδημία πρόσφατα. Ίσως γιατί όπως αναφέρει η Ελληνοφρένεια όλα αυτά έχουν τη δυνατότητα να φοβίζουν το λαό και να τον καθιστούν δέσμιο της λογικής του “καλά είμαστε κι έτσι”. Γι’ αυτό και η σειρά αυτή στο συμβολικό επίπεδο δίνει μια πολύ ωραία περιγραφή της δυστοπίας, πέρα και έξω από τα στερεότυπα. Η δυστοπία δεν αφορά ένα κομβικό γεγονός αυτό καθεαυτό, αλλά μια κατάσταση που αιχμαλωτίζει την καθημερινότητα στον ρεαλισμό της συνήθειας.
Σε αυτό το όριο κινείται και η τελευταία ταινία του Francis Ford Copola, Megalopolis, μιας σουρεαλιστικής απεικόνισης των αδιεξόδων της αμερικανικής κοινωνίας, ενός έπους μεταξύ Μάτριξ, Δράκουλα και Άλφαβιλ, όπου μέσα από μια χρονογράφηση της πορείας και των ερωτημάτων του αμερικάνικου κινηματογράφου παρουσιάζεται η σύγκρουση ενός πλούσιου ακροδεξιού λαϊκιστή με έναν συντηρητικό οπισθοδρομικό δήμαρχο (η σύγκρουση αυτή ίσως αποτελεί και την καλύτερη απεικόνιση των Trump και Biden), πάνω σε μια πόλη που καταρρέει. Η ταινία, μέσα από τον τρίτο πρωταγωνιστή, έναν οραματιστή επιστήμονα, ψάχνει τα ερωτήματα και όχι τις λύσεις, το όραμα και την ουτοπία, όχι το συμβιβασμό, ψάχνει μια καινούρια πόλη με γειτονιές που θα αναπτύσσονται μαζί με τους κατοίκους τους και όχι καζίνο και άλλες εύκολες λύσεις πρόσκαιρης ανάπτυξης για τον πλουτισμό των λίγων.
Αυτή η οπτική κριτικάρεται ως ιδεαλιστικός ουτοπισμός, ως μια ονειροπόληση κόντρα στον υπαρκτό ρεαλισμό. Και όντως αυτό είναι η ουτοπία, η δυνατότητα να μπορείς να φανταστείς μια διαφορετική ζωή, μια καλύτερη ζωή, όσο και αν αυτό δεν συμβαδίζει με την κυρίαρχη πραγματικότητα. Χωρίς όμως αυτή την ικανότητα, να μπορείς να ονειρεύεσαι πέρα και πάνω από τη δικτατορία του ρεαλισμού, είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργήσεις μια άλλη πραγματικότητα. Και αυτό, όπως ορθά αναφέρει η ταινία, δε μπορεί να γίνει χωρίς αγάπη, μια απόλυτη και χωρίς όρια δύναμη, αγάπη για τον εαυτό, τον φίλο, τον σύντροφο, την κοινωνία.
Και αυτό είναι ένα μεγάλο δίλημμα στο σήμερα. Από τη μια πλευρά ένας ρεαλισμός γεμάτος συμβιβασμούς, αναγκαστικές επιλογές, αδιέξοδα, ένας ρεαλισμός του λιγότερο κακού ο οποίος σκοτώνει τελικά την πραγματικότητα, ο οποίος με το πρόσχημα του εφικτού, ενσωματώνει όλο και μεγαλύτερα τμήματα δυστοπίας στην καθημερινή ζωή, μέχρι έως ότου αυτή απορροφηθεί τελείως. Και από την άλλη η επιλογή να ονειρεύεσαι κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν ξέρεις ούτε πώς θα είναι, ούτε ποια μέρα θα έρθει, αλλά σίγουρα είναι κάτι που υπηρετεί τη ζωή και όχι την επιβίωση.
When does an empire die? Does it collapse in one terrible moment? No, no… But there comes a time when its people no longer believe in it. Megalopolis
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης