«Παπουτσάδικο» Ελλάς
Όταν μία χώρα αντιμετωπίζεται από τους «συμμάχους» της ως «παπουτσάδικο», ενώ οι πολίτες της λογίζονται ως «σόλες» πάνω στις οποίες στηρίζουν τα πόδια τους οι αμερικανοί μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλοτραπεζίτες, τότε το να σηκωθούν τα «πόδια» και να βαρέσουν το «κεφάλι» δεν είναι ένδειξη ασέβειας, αλλά αναγκαιότητα και ύψιστη μορφή αυτοσεβασμού.
Πριν από κάθε Σύνοδο Κορυφής καλλιεργούνται προσδοκίες για ενδεχόμενες κυρώσεις ή για οριστική λύση στις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Οι διαψεύσεις που έπονται όμως είναι κάθε φορά εκκωφαντικές.
Η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί την ανοχή της Ε.Ε και των ΗΠΑ, παρά τις κατά τόπους δηλώσεις αξιωματούχων που προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο. Σε μία ακόμη Σύνοδο Κορυφής, η Τουρκία βγήκε αλώβητη, ενώ η χώρα μας μοιάζει ξανά παγιδευμένη ανάμεσα σε ανερμάτιστες υποσχέσεις για επανεξέταση του θέματος τον Δεκέμβρη.
Η κυβέρνηση επικαλείται τις προσχηματικές «αποδοκιμασίες» των εταίρων της απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, προσπαθώντας να πείσει πως ελέγχει απόλυτα την κατάσταση και δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας.
Αυτή είναι η επίσημη κυβερνητική γραμμή, που είτε ενστερνίζεται και αναμεταδίδεται άκριτα είτε μπαίνει στη βάσανο του κριτικού ελέγχου, ανάλογα με την ιδεολογική σκοπιά του εκάστοτε αναλυτή.
Ορισμένοι εμφανίζονται ως άλλοι «τουρκοφάγοι», καλώντας την κυβέρνηση να αυξήσει τα εξοπλιστικά προγράμματα και τη στρατιωτική θητεία, άλλοι καταγράφουν το αυτονόητο, καλώντας τους «συμμάχους» να αναλάβουν δράση με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, ενώ δεν λείπουν φυσικά και όσοι μιλούν περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά για ένα νέο – αναπόφευκτο – modus vivendi με συνδιαχείριση στο Αιγαίο, που καλό θα είναι να μην το δαιμονοποιούμε και να μην το υποσκάπτουμε ως σενάριο προτού το δούμε να οριστικοποιείται και να εφαρμόζεται στην καθημερινότητα.
Λίγοι είναι αυτοί που επιχειρούν να αναδείξουν τις διαχρονικές ευθύνες της Ε.Ε, του ΝΑΤΟ και των ελληνικών κυβερνήσεων που συνεχίζουν να ομνύουν προσήλωση σε «συμμάχους», που η ελληνοτουρκική ένταση ανέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως σηματοδοτούν σημαντικούς κινδύνους για τη χώρα μας.
Η περιβόητη εθνική κυριαρχία αποτελεί μια έννοια χτυπημένη βάναυσα εδώ και χρόνια, μόνο που τελευταία, η υποτέλεια δεν κρύβεται, όσο κι αν θέλει κάποιος να πιστεύει πως είναι μέρος μιας χώρας που χαράζει μόνη της την εθνική της στρατηγική, ορίζοντάς την γύρω από τα συμφέροντα του λαού της.
Δεν κρύβεται επίσης – όσο κι αν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι θεματοφύλακες του συστήματος το προσπαθούν λυσσαλέα – πως η Ε.Ε και το ΝΑΤΟ έχουν μέχρι τώρα προσπαθήσει να υποβαθμίσουν το ελληνοτουρκικό πρόβλημα, αφήνοντας την ελληνική κυβέρνηση να πελαγοδρομεί, πασχίζοντας να περιβάλλει με «δημιουργική ασάφεια» το αφήγημα που προσφέρει στην κοινή γνώμη.
Τα οικονομικά συμφέροντα που συνδέουν την Ε.Ε και τις ΗΠΑ με την Τουρκία είναι πολύ ισχυρά για να τις κάνουν να απεκδυθούν την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» και να διαλέξουν στρατόπεδο σε μία αντιπαράθεση που κλιμακώνεται και αποκλιμακώνεται ανάλογα με τις διαθέσεις της γείτονος χώρας.
Εμείς απλώς ακολουθούμε τις εξελίξεις, σέρνοντας βαριεστημένα τα πόδια μας στη διπλωματική σκακιέρα πίσω από «συμμάχους», που τη μία μέρα μιλούν για «αμφισβητούμενα ύδατα» στην Ανατολική Μεσόγειο και την άλλη ισχυρίζονται πως οι σχέσεις μας είναι «καλύτερες από ποτέ».
Όταν, μάλιστα, δεν καλούν σε διάλογο, δεν εκφράζουν τη στεναχώρια τους για τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας και δεν ζητούν, με την υποκρισία που συνοδεύει αυτές τις παραινέσεις, να πρυτανεύσει η λογική ανάμεσα σε δύο «συμμάχους» του ΝΑΤΟ, υπόσχονται σημαντικές επενδύσεις και ανάπτυξη στη χώρα που ανθεί η «φαιδρά πορτοκαλέα». Η πολιτική των υποτιθέμενων αντισταθμιστικών οφελών αποτελεί το μοναδικό φαινομενικά εργαλείο που έχει στα χέρια της η κυβέρνηση για να μπορέσει να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτό το εργαλείο μοιάζει να είναι κενό νοήματος, όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με την αλήθεια, έτσι όπως βγαίνει κυνικά από τα ίδια τα χείλη των αμερικανών αξιωματούχων. Συγκεκριμένα, στο πρόσφατο ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στη Θεσσαλονίκη, αμερικάνικη πηγή επιβεβαίωσε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και για το λιμάνι της Καβάλας (μετά από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης) ως εξής: «Όταν μπαίνεις σ’ ένα κατάστημα με παπούτσια δεν αγοράζεις μόνο το δεξί». (Περισσότερα στο ρεπορτάζ του Σταύρου Τζίμα, Καθημερινή, 5/10/2020).
Όταν μία χώρα – πόσο μάλλον η δεύτερη χώρα του ΝΑΤΟ (μετά τις ΗΠΑ) με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες – αντιμετωπίζεται από τους «συμμάχους» της ως «παπουτσάδικο», ενώ οι πολίτες της λογίζονται ως «σόλες» πάνω στις οποίες στηρίζουν τα πόδια τους οι αμερικανοί μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλοτραπεζίτες, τότε το να σηκωθούν τα «πόδια» και να βαρέσουν το «κεφάλι» δεν είναι ένδειξη ασέβειας, αλλά αναγκαιότητα και ύψιστη μορφή αυτοσεβασμού.
Διαφορετικά, ας συνεχίσουμε να παίζουμε τον ρόλο της «σόλας», αλλά χωρίς παρακαλώ πολύ αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και οιμωγές περί αξιοπρέπειας, ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας.