Παραλλαγή και Παραπλάνηση
Οι ιδέες του Μαρξ και Ένγκελς συνεχίζουν να είναι επίκαιρες και να είναι το κλειδί για την ερμηνεία της καπιταλιστικής πραγματικότητας, παρά την αφόρητη σιωπή των ΜΜΕ ή τη διαστρέβλωση από συστημικούς διανοούμενους, με αποτέλεσμα η κατανόηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας να μην μπορεί να ξεφύγει από τη δική τους οπτική, ακόμα κι όταν ο κυρίαρχος λόγος αντιπαρατίθεται σ’ αυτές ή τις καταδικάζει.
Κι ανάμεσα στα διάφορα προεκλογικά, δημαγωγικά ή ψευδοτεχνοκρατικά του κυρίαρχου πολιτικού λόγου, χαρακτηριστικό ύφους και ήθους όχι μόνο του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, αλλά της πλειοψηφίας του γεμάτου έπαρση και βεβαιότητα αστικού πολιτικού προσωπικού, είναι η επίδειξη παρέμβασής του στο Ενωσιακό Δίκαιο με επιστολή προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για προστασία των καταναλωτών από «την ασύμμετρη δύναμη» των πολυεθνικών. Σε ένα επίπεδο πιο οικείο, αλλά του ίδιου ύφους και ήθους, είναι και η εκφρασμένη επιλογή του να αποκλειστεί, σε υποτιθέμενο ναυάγιο, με το γ.γ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα για να κάνει μια σε βάθος μαζί του συζήτηση για το τι κάνει κάποιον άνθρωπο σήμερα να είναι κομμουνιστής. Και αν μοιάζουν να μην συνδέονται η επιστολή και η απάντηση στο κοινότοπο ανέκδοτο του δημοσιογράφου, όμως στην πραγματικότητα απηχούν τον ίδιο κρυμμένο φόβο της κυρίαρχης εξουσίας. Φόβο για τη λαϊκή δύναμη, φόβο για την κομμουνιστική προοπτική της κοινωνίας.
Ο συστημικός προεκλογικός λόγος όταν δεν εξαντλείται σε επιδείξεις εξυπνάδας ή σε μικροκουτσομπολιά για επιχειρηματικές ικανότητες και αριθμό σπιτιών, ανασύρει τις πιο παραδοσιακές αφηγήσεις είτε με το τρίπτυχο, θρησκεία, οικογένεια, Ελλάδα είτε με την επανάληψη διαχρονικών υποσχέσεων για βελτίωση της ζωής των πολλών. Όπως έκανε ο Κ. Μητσοτάκης με την επιστολή προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε μια προσπάθεια να ξεγελάσει τους ψηφοφόρους του ότι ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες και τους φόβους τους και χωρίς να συνειδητοποιεί ότι κάνει ορατά τα ίχνη της μαρξιστικής σκέψης που διαστρεβλώνει για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Όταν λοιπόν επαίρεται επειδή «Η Ελλάδα έχει το θάρρος να υψώσει το ανάστημά της στις πολυεθνικές» ή αναρωτιέται για την αντιπολίτευση αν είναι με τις πολυεθνικές και δηκτικά ειρωνεύεται την Αριστερά ότι είχε την εντύπωση ότι ήταν κατά των μονοπωλίων, παραδέχεται ότι τα συμφέροντα των μονοπωλίων δεν ταυτίζονται με την ευημερία των πολλών, ότι η αγορά δεν αυτορυθμίζεται ούτε λειτουργεί προς όφελος των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή λοιπόν που θέλει να παραπλανήσει τους ψηφοφόρους του για να εφησυχάσουν για την αντιλαϊκή πολιτική του, υποκρίνεται ότι βάζει στο στόχαστρο το ανέγγιχτο φετίχ του καπιταλισμού, το κέρδος. Κι επειδή κανείς δεν τολμά τα επικρίνει το τερατούργημα του κέρδους ως στόχο της οικονομικής δραστηριότητας, νομιμοποιώντας την κατάργηση όλων των προστατευτικών μέτρων στην εργασία και το περιβάλλον που κατηγορούνται ότι το βλάπτουν, γίνονται αναφορές σε δήθεν κανόνες για πλεονάζοντα κέρδη, αισχροκέρδειες και άλλα συναφή, με την ελπίδα να παρασύρει τους ψηφοφόρους του.
Και το κυβερνών κόμμα και κυρίως οι παραλλαγές της σοσιαλδημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, που παραποιούν τη μαρξιστική σκέψη, αυτήν επικαλούνται, είτε το ομολογούν είτε όχι, για να επιδείξουν φιλολαϊκό προφίλ, εξαπατώντας τους ψηφοφόρους τους για το ενδιαφέρον τους. Κι αν ο πρωθυπουργός απαξιώνει με την αφελή απορία του την πίστη στον κομμουνισμό στη σύγχρονη εποχή, όμως η δικαιολόγηση της πολιτικής του στηρίζεται σε δάνεια από το σοσιαλιστικό όραμα. Είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων που επικαλούνται πρωθυπουργός και υπουργοί του κάθε φορά στην άσκηση της πολιτικής τους, είτε συρρικνώνουν το σύστημα υγείας είτε απορρυθμίζουν την αγορά εργασίας. Και η αντιπολιτευόμενη σοσιαλδημοκρατία, αναμένοντας στον προθάλαμο της εξουσίας με τον ευσεβή πόθο της επόμενης κυβέρνησης όταν διογκωθεί η λαϊκή οργή, για τα λαϊκά συμφέροντα ισχυρίζεται ότι κόπτεται όταν υποστηρίζει κι αυτή την πιο αντιλαϊκή πολιτική.
Γιατί οι ιδέες του Μαρξ και Ένγκελς συνεχίζουν να είναι επίκαιρες και να είναι το κλειδί για την ερμηνεία της καπιταλιστικής πραγματικότητας, παρά την αφόρητη σιωπή των ΜΜΕ ή τη διαστρέβλωση από συστημικούς διανοούμενους, με αποτέλεσμα η κατανόηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας να μην μπορεί να ξεφύγει από τη δική τους οπτική, ακόμα κι όταν ο κυρίαρχος λόγος αντιπαρατίθεται σ’ αυτές ή τις καταδικάζει.
Είναι που τελικά, τρεισήμισι σχεδόν δεκαετίες από τη διάλυση της ΕΣΣΔ που οι καπιταλιστές ευελπιστούσαν ότι έβαλε τέλος στην ελπίδα για μια κοινωνία ριζικά διαφορετικής από την καπιταλιστική, η κομμουνιστική ιδέα αποδεικνύεται ότι δεν είναι μια ξεπερασμένη ψευδαίσθηση, αλλά ζωντανή, υποβόσκει ο φόβος της σε κάθε επιχείρημα του κυρίαρχου λόγου, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό σιωπηλά ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος του. Η σύγχρονη ιστορία του δυτικού εργατικού κινήματος αποδεικνύει ότι οι κομμουνιστικές ιδέες όπως εκφράζονταν από αντίστοιχα κόμματα επέβαλαν με τους αγώνες τους στον αναπτυγμένο καπιταλισμό μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν σημαντικά την κατάσταση του κόσμου της εργασία σε πολλούς τομείς. Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, που το κυρίαρχο σύστημα τώρα ακυρώνει, φέρουν αναμφισβήτητα το σημάδι της επιρροής των κομμουνιστικών ιδεών, ακόμα κι όταν δεν το ισχυρίζονται ρητά, στη δράση των τάξεων που κυριαρχούνται από τον καπιταλισμό. Εξάλλου είναι η κληρονομιά των αγώνων και επαναστάσεων της εργατικής τάξης που οργανώθηκαν κάτω από τη φωτισμένη ηγεσία κομμουνιστικών κομμάτων που διατήρησε άσβηστη την προσδοκία της πλειοψηφίας των εργαζομένων για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Γι’ αυτό και όλες οι δημαγωγίες των αστών πολιτικών περιστρέφονται γύρω από υποσχέσεις για εξασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ελευθερίας μέσα όμως από τον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία που προβάλλονται ως ανθρώπινη μοίρα, για καθολική αποδοχή.
Καθώς λοιπόν οι ευρωεκλογές διεξάγονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, με δυο πολέμους στους οποίους άμεσα εμπλέκεται και χρηματοδοτεί η Ε.Ε και με την έντονη απαισιοδοξία για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση να διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο αστικό πολιτικό σύστημα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κυρίαρχο πολιτικό μήνυμα που μεταφέρεται από το σύνολο των αστικών κομμάτων είναι η δύναμη που έχει η ΕΕ να εγγυάται το κράτος Δικαίου και την οικονομική σταθερότητα. Γιατί, όπως δήλωσε, πολύ σοβαρά και ο Ν. Δένδιας, η Ε.Ε είναι το πιο περήφανο δημιούργημα στην ιστορία του πλανήτη. Μόνο που η Ε.Ε μπορεί με τα όργανά της να διαφημίζει την προστασία και προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών κάθε πολίτη της Ε.Ε και όλων των άλλων παγκοσμίως, αλλά σ’ αυτήν την Ένωση ένα στα τέσσερα παιδιά κινδυνεύει από την φτώχεια, σ’ αυτήν την Ένωση οι άνθρωποι που διακινδυνεύουν τη ζωή τους αναζητώντας ασφάλεια και ευκαιρίες αντιμετωπίζουν βία και απωθήσεις στα σύνορα της Ε.Ε, σ’ αυτήν την Ένωση η γενοκτονία ενός λαού βρίσκει δικαιολογίες από την ηγεσία της.
Όλο το πολιτικοοικονομικό σύστημα με τους εκπροσώπους του υποκρίνεται ενδιαφέρον για τον κόσμο της εργασίας, για να υφαρπάξει τη συναίνεσή του, ενώ δαιμονοποιούνται οι ιδέες του Μαρξ από τον οποίο αντλούν επιχειρήματα αντιστρέφοντάς τα, λεηλατώντας και διαστρεβλώνοντας τις ιδέες του και γίνονται απόπειρες για να φιμωθεί η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική που αντιπροσωπεύει ο κομμουνισμός.
Στα καθ’ ημάς, με την ύπαρξη του ΚΚΕ και την εκατόχρονη ιστορία του καταξιωμένη στη συλλογική συνείδηση, την αγωνιστική του συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια, η σοσισαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ με τον νέο τύπο αλεξιπτωτιστή στα πολιτικά πράγματα αρχηγό του, επειδή πια δεν πείθει να παριστάνει, πάντα σε αντιδιαστολή με το ΚΚΕ, το αριστερό κόμμα, επιδίδεται σε επιχειρήσεις συκοφάντησης ή ευτελισμού της δράσης κομμουνιστών αγωνιστών, χαρακτηριστικές για το ήθος και τους στόχους της σοσιαλδημοκρατίας. Η οποία θέλει να καλλιεργεί την επικίνδυνη ψευδαίσθηση της …εξημέρωσης αυτής της μηχανής της Ε.Ε που σφυρηλατήθηκε από τα μονοπώλια με πρωτοβουλία και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών στη δεκαετία του πενήντα. Εν χορώ το πολιτικό σύστημα καταφέρεται, προς το παρόν είτε απαξιώνοντας είτε διαστρεβλώνοντας είτε περιθωριοποιώντας, ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα, γιατί αυτό είναι πραγματικά το κόμμα των εργαζομένων, χωρίς να τους παραπλανά, που υποστηρίζει τον κόσμο της εργασίας. Η υπερψήφισή του λοιπόν θα είναι το μήνυμα ενός λαού που δεν παραιτείται, ανακάμπτει και οργανώνεται ενάντια σε μια ενωμένη καπιταλιστική και αστική Ευρώπη, που έχει αποκτήσει εξέχουσα θέση στην εθνική πολιτική της λιτότητας και αυταρχισμού.