Παρανάλωμα του πυρός
Μια πραγματικότητα που δεν θα αλλάξει με μοιρολατρία, με ευχολόγια και προσευχές, δεν θα αλλάξει με την επίκληση στα θεία και στους 2300 μόνιμους παπάδες που προσλάβαμε στην μεσαιωνική μας χώρα. Θα αλλάξει μόνο με διαρκείς αγώνες για τις σύγχρονες ανάγκες μας, για την ζωή που μας αξίζει…
Για ακόμη μια φορά, καθόλου ξαφνιασμένοι και αποσβολωμένοι με ένα σφίξιμο στο στομάχι και με δάκρυα στα μάτια, παρακολουθήσαμε από τις οθόνες μας ολόκληρες δασικές εκτάσεις εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων να φλέγονται ενώ σπίτια και ζώα να έχουν γίνει ή να κινδυνεύουν να γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Η ιστορία άλλωστε γνωστή και επαναλαμβανόμενη. Διαχρονικά, από τότε τουλάχιστον που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν υπήρχε καλοκαίρι που να μην ακούγαμε στο σπίτι για κάποια πυρκαγιά. Αν ξεκινούσα την απαρίθμηση, μάλλον δεν θα τελείωνα ποτέ. Ενδεικτικά όμως, πολύ έντονα θυμάμαι τους γονείς μου να συζητάνε για κείνη την μεγάλη φωτιά που είχε ξεσπάσει στον Παρνασσό, τον Αύγουστο του 1977. Τότε, είχαν καεί χιλιάδες στρέμματα δάσους από πεύκα και έλατα, ελαιόδεντρα και οπωροφόρα δένδρα αλλά και σπίτια. Κινδύνεψαν επίσης, να καούν τα χωριά Αμφίκλεια και Πολύδροσος. Θυμάμαι, να ακούω για τις μεγάλες πυρκαγιές στην Ηλεία, στην Αρκαδία, στην Κορινθία, στην Αχαΐα, στην Εύβοια, στην Φωκίδα, στη Φθιώτιδα και στο Γραμματικό. Θυμάμαι τότε εκεί στην Αρχαία Ολυμπία να ακούω για κείνον τον «στρατηγό άνεμο» και για τους άριστους χειρισμούς της κυβέρνησης. Ύστερα ήρθε η φωτιά στην Κινέτα, στον Νέο Βουτζά και στο Μάτι. Μια πληγή που δεν πρόκειται να επουλωθεί ποτέ. Φωτιές στην Πάρνηθα, στην Πεντέλη, στην Βαρυμπόμπη, στον Μαραθώνα, στα Γεράνεια, στο Τατόι, στο Φλαμπούρι, στις δυτικές πλαγιές του Κιθαιρώνα μέχρι και στο Πόρτο Γερμενό, στα Μέγαρα και στη Σαλαμίνα.
Φωτιά! Στάχτη και μπούρμπερη. Στα σπίτια μας και στις ζωές μας. Αφήστε μας τουλάχιστον ένα κομμάτι γης να πάρουμε ανάσα. Αλλά ξέχασα, διαχρονικά νοιάζεστε μόνο για τα κέρδη. Αυτό διαφαίνεται άλλωστε και από την παράδοση του φυσικού και ενεργειακού πλούτου στα μονοπώλια. Όλη η χώρα έχει μετατραπεί με ταχείς ρυθμούς σε ένα απέραντο αιολικό πάρκο. Για τα κέρδη του κεφαλαίου, μας «φυτεύουν» ανεμογεννήτριες. Μια επιλογή που έχει επιφέρει σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές σε ορεινούς όγκους και δάση.
Ακούμε συνεχώς για εμπρηστές, καταπατητές και οικοπεδοφάγους. Θες μεζονέτα με πισίνα στα καμένα; Την έχεις! Θες εργοστάσιο και ξενοδοχειακή μονάδα πάνω στην βουνοπλαγιά; Τα έχεις! Όλα γίνονται. Αρκεί να καεί όμως πρώτα ο δασικός πλούτος για να βρεις στρωμένο έδαφος…
Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει κυρωθεί ούτε ένας δασικός χάρτης, δεν ενισχύθηκε ποτέ ο ενιαίος χαρακτήρας της πρόληψης, της προστασίας και της δασοπυρόσβεσης, δεν προσλήφθηκαν ποτέ Πυροσβέστες με σταθερές εργασιακές σχέσεις αλλά με 5μηνες και 6μηνες συμβάσεις ως εποχικοί, είτε παρέχοντας εθελοντική εργασία μετέπειτα με απόρροια την υποβάθμιση του Πυροσβεστικού σώματος. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι με τον νόμο 3938/11, καταργήθηκαν 4.000 οργανικές θέσεις των υπηρεσιών πυρασφάλειας και πυρόσβεσης ενώ μόνο το 0,04% του κρατικού προϋπολογισμού διατίθεται για την προστασία του 65% των εδαφών της χώρας που είναι δάση. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ καν στην ελλιπή συντήρηση αλλά και ανεπαρκή αντικατάσταση υλικοτεχνικών υποδομών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτή και η (καπιταλιστική) πρόοδος εκείνων των Παροικούντων την Ιερουσαλήμ. Μια πραγματικότητα που δεν θα αλλάξει με μοιρολατρία, με ευχολόγια και προσευχές, δεν θα αλλάξει με την επίκληση στα θεία και στους 2300 μόνιμους παπάδες που προσλάβαμε στην μεσαιωνική μας χώρα. Θα αλλάξει μόνο με διαρκείς αγώνες για τις σύγχρονες ανάγκες μας, για την ζωή που μας αξίζει και για κείνα τα δάση του Τίτου Πατρίκιου που περπατήσαμε … «Στα δάση περπάτησα με συντρόφους και φίλους μαζί τους έμαθα ν’ αντιστέκομαι στον άνεμο που πήγαινε να μας σηκώσει, στο χαλάζι που έπεφτε σαν μαστίγιο, μαζί τους έμαθα να ξεχωρίζω στα ξεραμένα φύλλα τον ήχο από τ’αλλιώτικο βήμα κάθε ανθρώπου ν’ αφουγκράζομαι, έστω αχνά τον βηματισμό που ζύγωνε της Ιστορίας, εκεί με ακλόνητη σιγουριά σχεδιάζαμε όσα δεν επρόκειτο να συμβούν ποτέ – ίσως καλύτερα έτσι, αφού η ευτυχία κι αν έρθει πάντα είναι άλλη απ’ αυτήν που ονειρευόμαστε. Τα δάση καίγονται με τις μεγάλες πυρκαϊές που ανάβουν τακτικά το κάθε καλοκαίρι κι αλλάζει η γύμνια τους με τη φορά του ανέμου χάνονται οι σύντροφοι στην αρχή, μετά οι φίλοι με τις απρόβλεπτες παγωνιές ενός βαριού χειμώνα που αλλάζουν δρόμους και προορισμούς, μένουμε ελπίζοντας στη φυσική αναδάσωση δίχως παρεμβάσεις ειδικευμένων σωματείων ελπίζοντας στην αναβλάστηση αυθόρμητης φιλίας δίχως σωτήριες πεποιθήσεις, σκοπούς που εξαγιάζουν- η ελπίδα ωστόσο είναι η πρώτη που πεθαίνει αν δεν αλλάζει με τις αλλαγές των εποχών.»
*Η φωτογραφία που επιλέχθηκε για το κείμενο είναι του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη