«Παράσιτα» και παρασιτικές ζωές
Οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων μπορεί να ζουν μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει στεγνωμένος από κάθε προοπτική, αλλά κραδαίνοντας στο χέρι τους την κινητήρια δύναμη της ανάγκης, συντηρούν νομοτελειακά το μικρόβιο της ελπίδας και της πολυπόθητης αλλαγής.
«Κάθε καλλιτέχνης ναυτολογείται στη γαλέρα της εποχής του», είχε πει ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος, Αλμπέρ Καμύ, και με οδηγό αυτή τη φράση, θα μιλήσουμε για μια ταινία που «ναυτολογείται στη γαλέρα της εποχής της» και αναμετριέται με υπαρξιακά ερωτήματα και θεμελιώδη ζητήματα της καθημερινότητας, όπως το θέμα της επιβίωσης και των ανισοτήτων, τα «Παράσιτα», του Μπονγκ Τζουν Χο.
Ένα αριστούργημα από άποψη πλοκής, ανατροπών, συγκρούσεων και κοινωνικών μηνυμάτων, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών και έγινε η πρώτη ταινία από τη Νότια Κορέα που καταφέρνει κάτι τέτοιο.
Δύο οικογένειες, η μία πλούσια, που ζει σε ένα πολυτελέστατο σπίτι ανάμεσα σε ανησυχίες που έχουν να κάνουν με τον ρουχισμό ή τη σωστή διαπαιδαγώγηση και τη διατροφή των παιδιών, και η άλλη φτωχή, που ζει σε ένα υπόγειο ανάμεσα σε κατσαρίδες διπλώνοντας χάρτινα κουτιά πίτσας για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, αρχίζουν να έρχονται όλο και περισσότερο κοντά. Αφορμή γι’ αυτό στέκεται η πρόσληψη του γιου της φτωχής οικογένειας ως καθηγητή αγγλικών στην κόρη της πλούσια οικογένειας.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί για τη φτωχή οικογένεια, που βλέπει σε αυτή την πρόσληψη μια καλή ευκαιρία για να σωθούν όλοι τους οριστικά από την ένδεια και την εξαθλίωση. Σταδιακά, μέσα από ευφυή τεχνάσματα που σκαρφίζονται, όλα τα μέλη της φτωχής οικογένειας πιάνουν δουλειά στο σπίτι της πλούσιας οικογένειας και αρχίζουν να αισθάνονται πως η τύχη τους άλλαξε, πως τώρα μπορούν να κάνουν κι αυτοί όνειρα και να έχουν φιλοδοξίες για το μέλλον τους.
Η φτώχεια συνδέεται με την κοινωνική μιζέρια και την απαξίωση. Ο φτωχός όχι μόνο είναι καταδικασμένος να περνά απαρατήρητος, αλλά παράλληλα είναι υποχρεωμένος να μην μπορεί να ξεφύγει, να διαιωνίζει τη φτώχεια του από γενιά σε γενιά.
Η έννοια του «άριστου», που προτάσσει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, απογυμνώνεται και θρυμματίζεται, ενώ η έννοια της «σκληρής δουλειάς», που θα σε φέρει κάποια στιγμή στο σημείο να απαγκιστρωθείς από την καθημερινή ψυχική και σωματική φθορά, αυτοεξευτελίζεται, μοιάζοντας με μια κραυγαλέα αυταπάτη.
Αντίθετα, η ταξική πάλη αναδίδεται κάτω από κάθε γεγονός που συμβαίνει στην ταινία. Μπορεί να μην εμφανίζεται απαγκιστρωμένη από τις αντιφάσεις και τις ψευδαισθήσεις των κατώτερων στρωμάτων, αλλά παρόλα αυτά είναι ως επί το πλείστων ατσαλωμένη με την εμπειρία των ανθρώπων της βιοπάλης.
Ο σκηνοθέτης δεν κουνάει το χέρι στους θεατές, δεν τους νουθετεί, δεν τους ορίζει καν τι πρέπει να κάνουν. Απλώς παραθέτει με δεξιοτεχνία τα γεγονότα, που δεν είμαι μονοσήμαντα ή μονόπλευρα, αλλά σίγουρα αποφεύγουν τις απλουστεύσεις, τις δαιμονοποιήσεις και τα μανιχαϊστικά σχήματα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τις κατάλληλες συνθήκες για να κάνει πολιτική κριτική αφενός στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες αφετέρου στη μικροαστική στάση που αναπτύσσουν πολλές φορές τα κατώτερα στρώματα, προσπαθώντας να ανέβουν ιεραρχικά με οποιοδήποτε τέχνασμα και κόστος.
Για παράδειγμα, στο υπόγειο της πλούσιας οικογένειας – όπου μένει εδώ και τέσσερα χρόνια ένας άνθρωπος που δεν έχει τη δυνατότητα για σύνταξη και δεν ελπίζει σε κάτι καλύτερο από αυτό το υπόγειο – ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας μια ακραία μορφή κοινωνικού αυτοματισμού, μέσω μιας αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο φτωχές οικογένειες, που δεν ψάχνουν να συνεργαστούν και να επωφεληθούν μαζί – έστω και τυχοδιωκτικά – από την πλούσια οικογένεια. Αντίθετα, τρώνε τις σάρκες τους, προσπαθώντας να βλάψει η μία την άλλη, συμφωνώντας στην τελική μόνο σε ένα πράγμα: πως η πλούσια οικογένεια είναι καλή.
Μια καλοσύνη, που διατυπώνεται απλά, χωρίς φτιασίδια, χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, έτσι όπως τη νιώθουν κάποιοι άνθρωποι που αισθάνονται πως βρήκαν σωτήρες για να πιαστούν.
Σιγά σιγά, όμως, καταλαβαίνουν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αφού αυτοί αναδίδουν μια μυρωδιά, τη μυρωδιά των λαϊκών ανθρώπων, που δεν θα τους αφήσει ποτέ να γίνουν ίσοι με τους ανθρώπους της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Συνειδητοποιούν πως δεν μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, να ξεπερνούν τα όρια που τους καθορίζουν οι άλλοι, πως δεν μπορούν να γίνουν φίλοι μαζί τους. Τους χωρίζει άβυσσος σε νοοτροπία, αντιλήψεις και τρόπο ζωής. Γι’ αυτό και τους μένει μόνο ένα πράγμα να κάνουν: να πάρουν το μαχαίρι και να «σκοτώσουν» όσα τους εμποδίζουν να ζήσουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Και, μάλιστα, πρέπει να προλάβουν να το πάρουν πρώτοι, πριν το πάρουν οι άλλοι για να σώσουν το τομάρι τους.
Η ταινία παρότι τείνει να δημιουργήσει μια εικόνα απομάγευσης του κόσμου, να παρουσιάσει μια δυστοπική μορφή ενός παρόντος που ενέχει ένα ακόμα πιο δυσοίωνο μέλλον, καταφέρνει τελικά να αποφύγει αυτή την παγίδα. Οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων μπορεί να ζουν μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει στεγνωμένος από κάθε προοπτική, αλλά κραδαίνοντας στο χέρι τους την κινητήρια δύναμη της ανάγκης, συντηρούν νομοτελειακά το μικρόβιο της ελπίδας και της πολυπόθητης αλλαγής.
Ο γιος της φτωχής οικογένειας κραυγάζει στο τέλος με τρόπο απλό και ανεπιτήδευτο, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή, πως θέλει να γίνει πλούσιος για να καταφέρει να σώσει τον πατέρα του, που βρίσκεται παγιδευμένος στο σπίτι της πλούσιας οικογένειας. Μια σωτηρία που είναι σίγουρα αμφίσημη, αφού ίσως ο πατέρας του να βρίσκεται στην τελική σε καλύτερη μοίρα από τον ίδιο του τον γιο. Η ματιά μας πάνω σε αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ίδια τη ζωή, αν δηλαδή θεωρούμε πως η «ασφάλεια της εξαθλίωσης» είναι πιο σημαντική από την «ανασφάλεια της πάλης και της σύγκρουσης», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”. Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι’ αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο».