Πάτα τους στο σβέρκο
Θα πείτε, ίσως, ότι αυτά είναι για άλλους καιρούς. Στο τώρα τι γίνεται; Στο τώρα πατάς το σβέρκο όποιου και όποιων προσπαθούν να σου υπαγορεύουν όρους ζωής. Όπου τους βρεις και όπως μπορείς. Και μπορείς. Και θα τους βρεις.
Πάντα ένιωθα ότι αυτά που σκέπτομαι, κάποιος άλλος τα έχει γράψει ή τα έχει πει καλύτερα, και τούτο γιατί η ανθρωπότητα είναι ικανή πάντα για όμορφα πράγματα. Με αφορμή τον «πόλεμο κατά τον λαθρομεταναστών», που γίνεται όταν ταυτόχρονα το όριο συνταξιοδότησης ανεβαίνει στα 72 και το νέο ασφαλιστικό είναι πια μια ακόμη «κανονικότητα», σκέφτομαι τούτα, κι αυτό γιατί στο σπίτι μου ζει ένας άνθρωπος, που κάθε βράδυ πονάει η πλάτη και τα πόδια του από τη δουλειά και καμιά φορά απογοητεύεται.
Ζούμε στο σύγχρονο εργασιακό και κοινωνικό Μεσαίωνα. Τι μας κάνει όμως να συμπεριφερόμαστε άσχημα στον υπάλληλο του μαγαζιού, το σερβιτόρο και τον ντελιβερά; Τι μας κάνει να «ηδονιζόμαστε», έστω και στιγμιαία, όταν είμαστε εμείς ο «πελάτης» που έχει πάντα δίκιο; Είναι οι 10 και 12 ώρες δουλειάς, είναι η πίεση του δικού μας αφεντικού που πλουτίζει στη δική μας πλάτη, είναι όμως και κάτι άλλο. Έχουμε μάθει να είμαστε πελάτες. Να συμπεριφερόμαστε εξουσιαστικά στο συνάδελφο. Τούτο ‘δω το σύστημα μας έχει από τη μήτρα υπαγορεύσει όρους ζωής, νόρμες και συμπεριφορές. Δεν μάθαμε να είμαστε αλληλέγγυοι στη δική μας τάξη, αλλά «πελάτες». «Πελάτες», όμως κυρίως μισθωτοί των 400 και 500 ευρώ. «Πελάτες» και ταυτόχρονα καταναλωτές του σχεδόν τίποτα. Και αυτή είναι η «μαγεία» του συστήματος. Η «απόλυτη ελευθερία» του. Η φενάκη του «μπορείς να κάνεις τα πάντα», «μπορείς να αγοράσεις τα πάντα».
Ε, το λοιπόν, ο σύγχρονος μισθωτός σκλάβος λέγεται «επιχειρηματίας του εαυτού του» και ο σημερινός μισθός τελειώνει στα μισά του μήνα. Όμως η «ελευθερία» του καπιταλισμού είναι η δυνατότητά μου να αλλάξω για λίγο ταυτότητα, να μπω σε ένα μαγαζί και να μετατραπώ σε «πελάτη». Να απαιτήσω από το συνάδελφο και να είμαι ξαφνικά κι εγώ ο άρχοντας στο θρόνο του τίποτα.
Κι όμως, ο παππούς Κάρολος μας έμαθε ότι ευτυχώς για εμάς, τους φτωχούς της ανθρωπότητας, τα σπέρματα του νέου υπάρχουν πάντα μέσα στο παλιό. Κι αλλαγή, η όποια αλλαγή είναι δυστυχώς ή ευτυχώς, επίπονη και συνάμα πανέμορφα συγκρουσιακή. Είναι οι 200 εκτελεσμένοι της Καισαριανής, αλλά και η ομορφιά του Ράιχσταγκ που καίγεται. Είναι η γιαγιά μου με τον εξόριστο άντρα της και οι Κουβανοί στρατιώτες στην ελεύθερη Αγκόλα. Είναι το γαρύφαλλο του Μπελογιάννη κι οι άγνωστοι τάφοι στο Μεζούρλο της Λάρισας.
Και το μέσο;
Το μέσο, φίλες και φίλοι ήταν και είναι το αίμα και ο πόνος στα γρανάζια της ανθρωπότητας. Ο πόνος του τοκετού που φέρνει στον κόσμο το νέο και το αίμα της θυσίας για αυτό.
Θα πείτε, ίσως, ότι αυτά είναι για άλλους καιρούς. Στο τώρα τι γίνεται;
Στο τώρα πατάς το σβέρκο όποιου και όποιων προσπαθούν να σου υπαγορεύουν όρους ζωής. Όπου τους βρεις και όπως μπορείς. Και μπορείς. Και θα τους βρεις.
Χαμογελάς στο συνάδελφο. Απεργείς, κινητοποιείσαι, μοιράζεις φυλλάδια του συνδικάτου, περιφρουρείς απεργίες. Ακούς, μιλάς, ρωτιέσαι και απαντάς, στηρίζεις, αγαπάς, γιατί «η αγάπη για τους ανθρώπους είναι χαρακτηριστικό του επαναστάτη», όπως μας έμαθε ο Γκεβάρα. Κρατάς το χέρι στη βραδινή βόλτα. Επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώθει. Διαβάζεις βιβλία και μιλάς για αυτά. Κάνεις κριτική και τη δέχεσαι. Σηκώνεσαι στα λεωφορεία για τη Σύρια μάνα με τα δύο παιδιά. Τσακώνεσαι και φωνάζεις για το ρατσιστικό παραλήρημα στην ουρά του ΙΚΑ. Μιλάς εκτός βιβλίου στους μαθητές σου. Είσαι φαντάρος στη Μόρια και στέλνεις κείμενα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Κι ακόμα, λυπάσαι για τον Παύλο κι ας μην τον γνώριζες. Και περνάς ένα καλοκαίρι στη Χαλυβουργία. Κι είσαι η δασκάλα μας, η Θεοδώρα με το ανοιγμένο κεφάλι στην πορεία. Και είσαι ο απολυμένος απεργός, ο άστεγος, ο πρόσφυγας, η Zackie – Oh, ο Λόρκα και ο κομήτης του Victor Jara.
Κι ο κατάλογος είναι μακρύς.
Κι όταν εσύ πατάς, έτσι για αλλαγή, στο δικό τους σβέρκο, γίνεσαι ένα με τη Ρόσα στην τούνδρα, τις απεργούς του Σικάγο, τους ανθρακωρύχους του Harlan και τους εργάτες του Λαυρίου, τους εργάτες-στρατιώτες του Κόκκινου Οκτώβρη. Είσαι κι εσύ στο Granma και πλέεις με τους 82. Κάνεις «έφοδο στον ουρανό» με τις παρτιζάνες του Βίτσι, περιμένεις ώρες στις καλαμιές του Μεγκόνγκ με τη στρατιά του Giap. Παίζεις με το Σοστακόβιτς πιάνο στο πολιορκημένο Λένινγκραντ. Γράφεις ερωτικά ποιήματα με το Νερούδα, κρατάς το μέτωπο του Ρίο Έβρο. Ονειρεύεσαι με το Μπογκντάνοφ τον Κόκκινο Πλανήτη και κρατάς θέση στη Ρόζα Παρκς για να κάτσει στο λεωφορείο.
Και καμιά φορά γράφεις. Γράφεις απλώς τις σκέψεις σου αράδα. Γράφεις κι εσύ, αυτά που έχουν γράψει καλύτερα άλλοι, κι η ώρα είναι τρεις τα ξημερώματα.
Ένα όμως είναι σίγουρο: Όσο εσύ υπάρχεις, η ανθρωπότητα δεν είπε ακόμα την τελευταία της λέξη.