Περί πολιτικής ορθότητας
Για τους αγωνιστές με προσανατολισμό στην εργατική τάξη, κάθε σνομπισμός σχετικά με το πώς εκφράζονται οι εργαζόμενοι με αφυπνισμένοι την πολιτική συνείδηση, είναι καταστροφικός. Αυτό δεν σημαίνει συμβιβασμό με ρατσιστικές ή σεξιστικές ιδέες, αλλά σημαίνει εστίαση στο τι κάνουν και τι σκέφτονται οι άνθρωποι και όχι στις τυπικότητες της γλώσσας.
Όλο και πιο ενεργά οι ηγεσίες ευρωπαϊκών χωρών, και η δική μας, εμπλέκονται στον πόλεμο της Ουκρανίας θεωρώντας μάλιστα την κλιμάκωσή του απαραίτητη για τα συμφέροντά τους, ενώ οι λαοί δεν έχουν να αναμένουν παρά ένα μέλλον σε έναν κόσμο που διακυβεύεται η ίδια η επιβίωσή τους. Η κυρίαρχη τάξη φαίνεται, με την εμπειρία δεκαετιών χειραγώγησης, να χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να παραπλανά και να κολακεύει, στοχεύοντας στην επικράτηση και αποδοχή μιας ορισμένης από την ίδια σωστής σκέψης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά τη δαιμονοποίηση του Πούτιν και τη χρέωση στον πόλεμο κάθε ενεργειακής και οικονομικής κρίσης.
Βέβαια, ο έλεγχος της γλώσσας, με την διακηρυγμένη πεποίθηση ότι μπορεί να συμβάλλει στη μεταμόρφωση νοοτροπιών επί τα βέλτιστα, έχει ήδη γίνει αποδεκτός τα τελευταία χρόνια με τη μορφή της πολιτικής ορθότητας. Η πολιτική ορθότητα επιβάλλει τα πρότυπα για ευγένεια και σεβασμό στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων. Έτσι, οι απροκάλυπτες προκαταλήψεις και οι διακρίσεις με βάση το φύλο, την εθνικότητα ή τη θρησκεία μοιάζει, τουλάχιστον στο νομικό τους σκέλος, να είναι πολύ λιγότερο αποδεκτές. Οι νόμοι φαίνεται να προστατεύουν ομάδες ή άτομα από κατάφωρες διακρίσεις. Παράδειγμα, η τιμωρία μέλους της πανεπιστημιακή κοινότητας του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας με παύση καθηκόντων έξι μηνών μετά από καταγγελίες φοιτητριών για ανάρμοστη συμπεριφορά και σεξιστικά σχόλια. Κανείς ξεκάθαρα, ίσως μόνο περιθωριακά και εμμέσως, δεν φαίνεται ν’ απορρίπτει τη δέσμευση για ισότητα που θεωρείται η βάση της πολιτικής ορθότητας ή να μην επικροτεί τις αλλαγές στους κανόνες που προκύπτουν από αυτή τη δέσμευση.
Κι αν η πολιτική ορθότητα ήταν μια φράση που για τους αριστερούς της Δύσης απέκτησε ειρωνική χροιά, για όσους ακολουθούσαν σταθερά τη γραμμή του κόμματος, στη δεκαετία του ’90 χρησιμοποιήθηκε για να δηλωθεί η εξάλειψη προκαταλήψεων και στοιχείων από το λόγο και τη συμπεριφορά, μειωτικών απέναντι σε άτομα και ομάδες.
Όλη η συζήτηση περί πολιτικής ορθότητας τείνει να γίνει σε μεγάλο βαθμό κεντρική σε κοινωνικό επίπεδο, αν όχι και πολιτικό, λόγω και της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ενδεικτικό παράδειγμα ήταν οι μεγάλες αντιδράσεις που προκάλεσαν, πριν μερικές εβδομάδες, οι ατάκες που ακούστηκαν σε σειρά με πρωταγωνιστή τον Μ. Σεφερλή, που αναπαρήγαγαν ομοφοβικά και σεξιστικά στερεότυπα.
Σίγουρα η γλώσσα αλλάζει. Προστίθενται νέες λέξεις και όροι, άλλες πέφτουν σε αχρηστία και κάποιες αμφισβητούνται, επειδή οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει από τότε που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά οι λέξεις. Για παράδειγμα, η σκέψη και η κατανόηση της αναπηρίας έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτού και η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να μιλάμε για αναπηρία έχει επίσης αλλάξει.
Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές φέρνουν έντονες αντιδράσεις. Η αντίδραση στις αλλαγές ή στην ευαισθησία σχετικά με τα νοήματα των λέξεων και επαναπροσδιορισμό των όρων συχνά χρησιμοποιεί το επιχείρημα της παρεμπόδισης της ελευθερίας του λόγου. Γεγονός όμως είναι ότι καμία κοινωνία δεν έχει επιτρέψει ποτέ την απόλυτη ελευθερία του λόγου, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Υπάρχουν θεσμικοί κανόνες που περιορίζουν τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου σε αναρίθμητες καταστάσεις. Εάν λοιπόν ένας εργαζόμενος απολυθεί γιατί έβρισε το διευθυντή του ή ένας κατηγορούμενος καταδικαστεί για περιφρόνηση δικαστηρίου, αυτό γίνεται αποδεκτό ως κανονικότητα. Εάν όμως κάποιος τιμωρηθεί για χρήση λέξεων φυλετικού ή σεξουαλικού μίσους αυτό γίνεται από ορισμένους ζήτημα ελευθερίας του λόγου. Άνθρωποι που σπεύδουν να υπερασπιστούν τον πιο βδελυρό ρατσισμό απαιτούν συγχρόνως τη λογοκρισία της αντιθρησκευτικής ή σεξουαλικής γλώσσας που βρίσκουν προσβλητική. Η ελευθερία του λόγου υποκριτικά επιστρατεύεται για να προστατευτεί η ρητορική μίσους.
Το βασικό πρόβλημα με την πολιτική ορθότητα προέρχεται τελικά από τη σχέση της με την κυρίαρχη εξουσία. Ουσιαστικά είναι ένα φαινόμενο που μάλλον σχετίζεται περισσότερο με τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ζητήματα πολιτικής ορθότητας δεν μπορούν να προκύψουν μέσα στο εργατικό κίνημα, αλλά ότι οι κοινωνικές της ρίζες βρίσκονται σε εκείνα τα τμήματα των προοδευτικών και των κινημάτων των αντιρατσιστών, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων που έχουν φτάσει σε θέσεις ισχύος μέσα στην αστική κοινωνία. Και είναι η πολιτική ορθότητα μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν αυτές τις θέσεις εξουσίας για να επιβάλουν εκ των άνω τον αντιρατσισμό, τον αντισεξισμό, χωρίς να θιγεί ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας, ασκώντας πίεση στις αρχές να φανούν ότι στρατεύονται ως σύμμαχοι. Εξάλλου είναι λίγο δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα γνήσιο μαζικό κίνημα από τα κάτω – μια επαναστατική έξαρση της εργατικής τάξης ή μια εξέγερση της μάζας των καταπιεσμένων– να είναι «πολιτικά ορθό». Γιατί είναι στη φύση ενός τέτοιου κινήματος να προσελκύει στον αγώνα και τους μέχρι πρότινος ανοργάνωτους και αμόρφωτους που έρχονται με πολλές από τις παλιές προκαταλήψεις, τις συνήθειες σκέψης και ομιλίας τους ανέπαφες.
Η συζήτηση περί της πολιτικής ορθότητας κάνει το λάθος να παραμελεί τη σφαίρα των υλικών συνθηκών και των σχέσεων παραγωγής, επιμένοντας σε θέματα εκπαίδευσης και πολιτισμού. Οι κινητοποιήσεις λοιπόν για πολιτική ορθότητα είναι πολύ λιγότερο ριζοσπαστικές από όσο φαντάζονται οι υποστηρικτές τους, αφού στο πάνθεον της πολιτικής ορθότητας της φυλής, του φύλου και της τάξης, η τάξη κατείχε πάντα ένα πολύ φτωχό μέρος. Γιατί η επιδίωξη ισότητας φυλετικής και ισότητας των φύλων αποκομμένης από τον αγώνα της εργατικής τάξης αναπόφευκτα προχωρά σε μια ρεφορμιστική κατεύθυνση, ανεξάρτητα της ρητορικής ή των υποκειμενικών προθέσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί αντικειμενικά ούτε οι μετανάστες ή οι έγχρωμοι από μόνοι τους, ούτε οι γυναίκες ούτε οι λεσβίες ή οι ομοφυλόφιλοι άντρες έχουν την υλική δύναμη να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και τη δομή εξουσίας του, για ν’ αλλάξουν και οι κοινωνικές σχέσεις. Συνεπώς, η εστίαση αναπόφευκτα μετατοπίζεται στο αίτημα για ένταξη στην υπάρχουσα καπιταλιστική ιεραρχία. Και ούτε η πολιτική ορθότητα είναι σε καμιά περίπτωση η πιο ριζοσπαστική μορφή ρεφορμισμού. Παρά τις συζητήσεις για τα δικαιώματα η κύρια τακτική σχετικά με την πολιτική ορθότητα είναι να απευθύνεται στις συνειδήσεις των καταπιεστών και εξουσιαστών με βάση την ηθική ενοχή. Όμως με την ενοχή ούτε κατανοείται ούτε καταπολεμείται ο ρατσισμός και άλλες αντιδραστικές ιδέες.
Μέσα στις προσπάθειες της κίνησης για πολιτική ορθότητα είναι κυρίως η προώθηση της γλωσσικής μεταρρύθμισης, για να τεθεί εκτός νόμου η ρητορική μίσους, χωρίς να περιορίζεται όμως σ’ αυτό. Η γλώσσα ήταν φυσικά πάντα ένα πολιτικό ζήτημα και οι πολιτικοί αγώνες πάντα περιλάμβαναν μάχες για τη γλώσσα. Στη Μεταρρύθμιση, η μετάφραση της Αγίας Γραφής στην κοινή γλώσσα ήταν ένα πολιτικό ζήτημα όπως και η καταστολή των μητρικών γλωσσών από κατακτητές. Οι επαναστάσεις στην πράξη πάντα οδηγούσαν στη μετονομασία των πόλεων και των δρόμων, στην αλλαγή προσφώνησης των ανθρώπων μεταξύ τους, να αποκαλούνται πολίτες ή σύντροφοι αντί για αφέντες ή κύριοι. Υπάρχει όμως μια προφανής διαφορά μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων και των προσπαθειών για μεταρρύθμιση της γλώσσας στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας. Υπάρχει ένα στοιχείο πομπώδες, τεχνητά κατασκευασμένο στη γλώσσα της πολιτικής ορθότητας που κάνει τη γλώσσα σχολαστική και περίπλοκη και μπορεί να φτάνει και στην παρωδία. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι δεν είναι μια προσπάθεια για να μπορεί η γλώσσα να αντικατοπτρίζει την πραγματική κοινωνική αλλαγή. Αντίθετα, προέρχεται από μια τεράστια υπερεκτίμηση του ρόλου της γλώσσας στην επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής και της προσπάθειας αντικατάστασης της γλωσσικής μεταρρύθμισης με πραγματική μεταρρύθμιση. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η μετονομασία των δρόμων μπορεί να φέρει την επανάσταση, όπως και η μορφή της προσφώνησης δεν είναι εγγύηση επαναστατικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πλειοδοσία στη χρήση της προσφώνησης «σύντροφε» στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν το κάνουν βέβαια κόμμα επαναστατικό. Πολύ συχνά όμως η πολιτική ορθότητα φαίνεται να το αντιλαμβάνεται αυτό με λάθος τρόπο. Γιατί η πραγματική γλωσσική μεταρρύθμιση είναι προϊόν ενός πραγματικού κινήματος και μιας πραγματικής αλλαγής στη συνείδηση των ανθρώπων, η οποία με τη σειρά της προκύπτει από πραγματικές αλλαγές στις υλικές συνθήκες και τις κοινωνικές σχέσεις. Εάν οι άνθρωποι ή οι συνθήκες μετονομαστούν ή επαναπεριγραφούν, αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάξει, το νέο όνομα ή η νέα περιγραφή σύντομα θα αποκτήσει το παλιό νόημα και τους υπαινιγμούς.
Το γεγονός λοιπόν ότι οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη και στη χώρα μας λεκτικά καταδικάζουν το φασισμό, απορρίπτουν περιορισμούς σε ελευθερίες, ενώ στην πραγματικότητα νομοθετούν τις απαγορεύσεις και αποδέχονται φασιστικές επιλογές ονομάζοντάς τες ακροδεξιές ή εθνικιστικές δεν σημαίνει πως δεν δημιουργούν μια εφιαλτική πραγματικότητα. Και αντίστροφα, ένας λόγος που με κυνισμό προσβάλλει, ταπεινώνει ή πληγώνει, όπως βουλευτών ή δημοσιογράφων που κατηγορούν για τεμπελιά εργαζόμενους ή χαρακτηρίζουν τζαμπατζήδες πολίτες σε αδυναμία πληρωμής, θέλει να υποκρίνεται ότι δεν περιορίζεται από τη συναίνεση της αυτολογοκρισίας της πολιτικής ορθότητας, αλλά λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Το αρνητικό με την πολιτική ορθότητα είναι ότι η εμμονή με τη γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιείται για να ευτελίζει και να δυσφημεί τον αντιρατσισμό και αντισεξισμό στα μάτια πολλών ανθρώπων της εργατικής τάξης των οποίων η εκμετάλλευση και οι σκληρές συνθήκες ζωής εξασφαλίζουν ότι έχουν πολύ πιο σοβαρά και πιεστικά πράγματα να ανησυχούν από τις παιδαγωγικές γλωσσικά ωραίες εκφράσεις. Από αυτή την άποψη, η πολιτική ορθότητα μπορεί πραγματικά να είναι άμεσα αρνητική, ενισχύοντας αντικειμενικά τις αντιδραστικές ιδέες που σκοπεύει να καταπολεμήσει.
Για τους αγωνιστές με προσανατολισμό στην εργατική τάξη, κάθε σνομπισμός σχετικά με το πώς εκφράζονται οι εργαζόμενοι με αφυπνισμένοι την πολιτική συνείδηση, είναι καταστροφικός. Αυτό δεν σημαίνει συμβιβασμό με ρατσιστικές ή σεξιστικές ιδέες, αλλά σημαίνει εστίαση στο τι κάνουν και τι σκέφτονται οι άνθρωποι και όχι στις τυπικότητες της γλώσσας.
Η σωστή αναγνώριση του πραγματικού εχθρού –της άρχουσας τάξης, της κρατικής της μηχανής και των πολιτικών της εκπροσώπων– είναι το κλειδί για την αποφυγή των υπερβολών της πολιτικής ορθότητας. Εάν επικεντρωθούμε πρωταρχικά όχι στη διόρθωση της γλώσσας του μαθητή, του διανοούμενου, του εργάτη, αλλά στην κινητοποίηση του ίδιου του μαθητή, του διανοούμενου και εργάτη ενάντια στις ταξικές επιθέσεις αυτού του εχθρού – επιθέσεις που είναι ολοκληρωτικά υλικές και όχι μόνο λεκτικές που περιλαμβάνουν ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις – όχι μόνο θα κάνουμε περισσότερα για να χτυπήσουμε τις ρίζες του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας, αλλά και θα βελτιώσουμε τη γλώσσα και την κουλτούρα του μαθητή, του διανοούμενου και του εργαζομένου στη διαδικασία.