Περιπλανώμενοι και εκδιωκόμενοι
Πώς είναι δυνατό ένα άτομο με την απειλή της πολιτικής δίωξης να θεωρείται ευπρόσδεκτο, ενώ ένα άλλο με την απειλή της λιμοκτονίας να μην είναι; Όλοι οι απελπισμένοι που βρίσκονται σε μια ξένη χώρα σε αναζήτηση βοήθειας και φιλοξενίας, καταδιώκονται από κρατικές δυνάμεις, εκδιώκονται από ακτές και λιμάνια και μετατρέπονται σε κοινοί εχθροί του κρατικού συστήματος.
Κι ανάμεσα στις τυμπανοκρουσίες για την επιχείρηση διανομής των εμβολίων κατά της covid-19 από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα 27 κράτη μέλη της, πληροφορείται κανείς, στο περιθώριο της ειδησεογραφίας, και για την αδυναμία των φτωχών χωρών να προμηθευτούν το εμβόλιο. Κι αυτό, γιατί η κατασκευή και παροχή τους, με την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, σε μεγάλο βαθμό παραμένει υπό τον έλεγχο μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Οι φτωχές χώρες λοιπόν, που γονατίζουν από τα χρέη τους, των οποίων την αναστολή οι ιδιώτες πιστωτές αρνούνται, θα αναμένουν μέχρι και το 2024 για να εμβολιάσουν τον πληθυσμό τους.
Μέρος αυτού του πληθυσμού, από χώρες ακραίας φτώχειας ή εμπλεκόμενες σε πολέμους με ιμπεριαλιστές και αντιπροσώπους τους, προσπαθεί να επιβιώσει φεύγοντας από την πατρίδα του και προς τις χώρες του δυτικού καπιταλισμού. Σ’ αυτές τις χώρες η υποδοχή τους είναι προβληματική, τόσο σε επίπεδο εξουσίας όσο και σε επίπεδο καθημερινότητας. Κι αν καταγράφονται πολλά περιστατικά αλληλεγγύης προς αυτούς, υπάρχουν όμως και περιστατικά ρατσιστικής και βίαιης συμπεριφοράς. Όπως πρόσφατα, στις 26 Δεκεμβρίου το βράδυ που σημειώθηκε ρατσιστική επίθεση με σιδηρολοστούς, μαχαίρια και καδρόνια, από ομάδα 10 με 12 ατόμων στη δομή φιλοξενίας ανήλικων προσφύγων στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Η ταυτοποίηση δυο ατόμων για συμμετοχή τους στην επίθεση αποκάλυψε έναν 38χρονο πατέρα με τον 14χρονο γιο του και προκάλεσε εύλογο προβληματισμό για το ρόλο της οικογένειας στην υπόθαλψη του ρατσισμού που μοιάζει να συμπληρώνει την κυρίαρχη, αν και πολλές φορές μεταμφιεσμένη, ρατσιστική ρητορική και πρακτική. Όπως αυτή του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη. Ο υπουργός σε επίσκεψή του στις Καστανιές στον Έβρο χαρακτηρίζει «μνημειώδες έργο για την ασφάλεια της χώρας» τον φράχτη για αποτροπή της διέλευσης προσφύγων στον Έβρο, ανακηρύσσοντας το 2021 χρόνο της ασφάλειας, εξισώνοντας τον φράχτη στον Έβρο με το εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Υπονοώντας επομένως πως η πανδημία και οι απελπισμένοι που ψάχνουν καταφύγιο απειλούν εξίσου την ασφάλειά μας.
Και είναι κι αυτό ένα παράδειγμα πώς στην κυρίαρχη ρητορική και πολιτική η μετανάστευση καθίσταται θέμα εσωτερικής ασφάλειας, εφόσον ερμηνεύεται ουσιαστικά ως απειλή για τη δημόσια τάξη. Όλο το πρόβλημα επικεντρώνεται στο μετανάστη, γιατί στις αστικές μας δημοκρατίες που επαίρονται για το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θέλουν οι κυβερνήσεις να χρεώνονται την απροθυμία να προστατεύσουν αυτούς που αιτούν άσυλο. Επομένως είναι σημαντικό να χρεώνεται αυτό στους ίδιους, εξισώνοντάς τους με απατεώνες ή εχθρούς της χώρας είτε συνδέοντας τη μετανάστευση με εγκληματικά χαρακτηριστικά (εμπορία ανθρώπων, παραβατικότητα κλπ)
Η μετανάστευση είναι ένα από τα πιο έντονα και περίπλοκα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε τις τελευταίες δεκαετίες και τα ζητήματα που σχετίζονται μ’ αυτήν συνήθως προσεγγίζονται μέσω του φακού της κυριαρχίας. Είναι τα κράτη, και μάλιστα τα ισχυρά δυτικά καπιταλιστικά κράτη, που έχουν το απεριόριστο δικαίωμα να καθορίσουν την είσοδο των ανθρώπων σ’ αυτά και την παραμονή τους. Βέβαια, με την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο άρθρο 14, που διακηρύσσει πως κάθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά άσυλο και να του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες, επιβάλλονται υποχρεώσεις στα κράτη. Επίσης, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να αναζητήσουν καταφύγιο, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν έναν τόπο ασύλου όπως κρίνουν κατάλληλο. Τα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης όμως προσπαθούν να ελέγξουν τις στρατιές των απελπισμένων με τη χρησιμοποίηση του δικαιώματος του ασύλου, το οποίο ακόμα και αν είναι υπό όρους που μπορούν να θεωρηθούν περιοριστικοί, αποτελεί μέρος των διεθνών υποχρεώσεων των κρατών, δυνάμει των Συμβάσεων της Γενεύης του 1951 και των μεταγενέστερων κειμένων που τις συμπλήρωσαν. Μόνο που οι τρέχουσες πρακτικές έχουν καταφέρει να μετατρέψουν, εκ των πραγμάτων, το δικαίωμα ασύλου σε ένα μέσο εξόντωσης και περιορισμού των ανθρώπων, σε επ’ αόριστον περιπλάνηση, στην προσπάθεια να ξεπεράσουν τα αλλεπάλληλα εμπόδια που κλιμακώνονται κατά μήκος του άξονα Βορρά-Νότου και στις δυο πλευρές της Μεσογείου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι έλεγχοι της μετανάστευσης δεν επηρέασαν εκείνους που επιδίωκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους σε τέτοιο βαθμό όπως σήμερα. Το σύστημα των εμποδίων που, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, εγκλώβισε πολλούς εξόριστους, έχει πλέον φτάσει σε υψηλό βαθμό τεχνολογικής βελτίωσης και σκληρότητας. Οι πύλες, οι άνδρες με όπλα, τα συρματοπλέγματα, οι θεωρήσεις και άλλα έγγραφα ταυτότητας δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά αυξήθηκαν επενδεδυμένα με ηλεκτρονικές συσκευές, βιομετρικά δεδομένα, τεχνικές καταγραφής κάθε είδους ελέγχου. Αυτές οι ζοφερές εξελίξεις σημαίνουν ότι το δικαίωμα εξόδου από τη χώρα, που αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, ως μάθημα από την εποχή του καταστροφικού πολέμου, αμφισβητείται υπό την πίεση των χωρών της καπιταλιστικής Δύσης. Οι περιπλανώμενοι επιστρέφουν πίσω, κάποιοι εγκλωβίζονται σε στρατόπεδα, άλλοι εξαφανίζονται πριν καν φτάσουν στις ακτές χωρών που τους απορρίπτουν ως ανεπιθύμητους.
Στην πραγματικότητα, η ελεύθερη κυκλοφορία, η ελευθερία εγκατάστασης και τα ίσα δικαιώματα είναι το τρίπτυχο έξω από το οποίο κάθε μεταναστευτική πολιτική μπορεί να οδηγήσει μόνο σε διακρίσεις και αποδυνάμωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αύξηση όμως του αριθμού των αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη μετέτρεψε την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πρόβλημα μετανάστευσης.
Αυτό που φαίνεται να χαρακτηρίζει το νέο πρότυπο των μετακινήσεων του πληθυσμού είναι τόσο η πολλαπλότητα των αιτιών όσο και η αύξηση των επιπτώσεων. Σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη απλώνονται ζώνες θανάτου που οφείλονται σε πολέμους, σε καταρρεύσεις κρατών από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, σε διώξεις μειονοτήτων, σε υγειονομικές ή οικολογικές καταστροφές. Η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού δημιουργεί μια συνεχή αλυσίδα μεταξύ της οικονομίας, της βίας και του καθεστώτος μετανάστευσης. Κι αν στη Δύση αυτό το τμήμα της μετανάστευσης, οι αιτίες, είναι αόρατο, γίνεται όμως όλο και πιο ορατή η βία της καταστολής στην οποία ο μετανάστης είναι το αντικείμενο και η οποία πολλαπλασιάζεται στα πεζοδρόμια των πόλεων, στα λιμάνια, σε συνοριακούς σταθμούς.
Η ευρωπαϊκή πολιτική που απευθύνεται στους αλλοδαπούς οργανώνεται εξαρχής με μια λογική ασφάλειας σχετικά με τη διέλευση των συνόρων και περιλαμβάνει εκστρατείες νομιμοποίησης και πολιτική απέλασης που συγχρόνως εξυπηρετούν όμως μια πολιτική ανοχής, σε βαθμό ελεγχόμενο, στο εσωτερικό. Αυτή η ανοχή δεν βασίζεται σε επιχειρήματα ανθρωπισμού ή αλληλεγγύης. Αντιθέτως, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομικής λειτουργίας αυτής της μετανάστευσης. Να καταστεί αυτή η μετανάστευση η νέα μορφή εκμετάλλευσης στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, μακριά από τις όποιες προστασίες και τις εγγυήσεις που προσφέρει η εργατική νομοθεσία και η νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση. Δεν πρόκειται πλέον για τη διατήρηση των μεταναστών σε νομιμοποιημένη αλλά κατώτερη θέση, όπως συνέβη στις δεκαετία του 1960 και του 1970. Αντιθέτως, πρέπει οι μετανάστες να παραμείνουν στο περιθώριο του όποιου κράτους δικαίου και κοινωνικού κράτους, πράγμα που είναι δυνατό μόνο θεωρώντας κάποιους από τους νέους μετανάστες αόρατους. Κι έτσι η πολιτική των καπιταλιστικών κρατών χρησιμοποιεί την μετανάστευση ως απειλή από τη μια, αλλά και για να ικανοποιήσει την αγορά που χρειάζεται νέους χειρώνακτες εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα, υιοθετεί μια πολιτική ανοχής.
Το ανελέητο κυνήγι από τα κράτη μεταμορφώνει στην πραγματικότητα τις μάζες όλων των κυνηγημένων σε πρόσφυγες, χωρίς πιθανό καταφύγιο, οδηγώντας σε μια συνολική σημασιολογική σύγχυση την επίσημη διάκριση μεταξύ μεταναστών και προσφύγων, η οποία διατηρείται ως μέσο διάκρισης που δικαιολογεί την μεταναστευτική πολιτική και ως ιδεολογικό προπέτασμα καπνού. Γιατί πώς είναι δυνατό ένα άτομο με την απειλή της πολιτικής δίωξης να θεωρείται ευπρόσδεκτο, ενώ ένα άλλο με την απειλή της λιμοκτονίας να μην είναι; Όλοι αυτοί οι απελπισμένοι που βρίσκονται σε μια ξένη χώρα σε αναζήτηση βοήθειας και φιλοξενίας, καταδιώκονται από κρατικές δυνάμεις, εκδιώκονται από ακτές και λιμάνια και μετατρέπονται σε κοινούς εχθρούς του κρατικού συστήματος. Κι αυτή η μετατροπή υπονομεύει τα επιτεύγματα που θεωρούνται θεμελιώδη για την ηθική και το νόμο, συμβάλλει καθημερινά στο φόβο και το μίσος του περιπλανώμενου αλλοδαπού, που ωθούν τον εθνικισμό προς μια νέα μορφή γενικευμένου ρατσισμού.
Δεν υπάρχει καμιά σύγκλιση μεταξύ της οπτικής των κυρίαρχων, δηλ. των κρατών και διεθνών οργανισμών που διαχειρίζονται την κατανομή των περιπλανώμενων ανάλογα με τις δυνάμεις και ανάγκες τους, και της οπτικής των καταδιωγμένων, δηλ. εκείνων των ανθρώπων χωρίς κράτος, που στερούνται κάθε προστασία και μετατρέπονται σε πρόσωπα χωρίς ταυτότητα. Στην τελική, δεν μπορεί να αγνοηθεί το πολιτικό πρόβλημα που προκαλείται από τη μεταναστευτική περιπλάνηση χωρίς να αγνοήσουμε τον τρόπο της καπιταλιστικής κυριαρχίας που θέτει τις μάζες σε κίνηση και, ανάλογα με την περίπτωση και τη στιγμή, τις χρησιμοποιεί ή τις πετάει ως άχρηστες ή πλεονασματικές.