Πλούτε ανίκατε μάχαν… – Πατρίς και “λεπτά” εθνικά συναισθήματα
Η πατρίδα -που ταυτίζεται με την τσέπη των ισχυρών- μπορεί να έχει προδότες, δωσίλογους, σύγχρονους και παλιούς Εφιάλτες. Αλλά το χρήμα ουδείς το πρόδωσε κι ουδείς το μίσησε -σε αντίθεση με τον προδότη. Κι όταν δυνάμωσαν πολύ οι κομμουνιστές, που το περιφρονούσαν και είχαν άλλες αξίες, τους έβγαλαν απάτριδες προδότες και τους τιμώρησαν για την ύβρη τους.
“Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη…” έλεγε ένα παλιό διαφημιστικό σύνθημα, αποδεικνύοντας με τη σειρά του τη λογιστική διάσταση της πατριωτικής αγάπης, που συνδέεται κατά κανόνα με λεφτά αισθήματα. Φτερά έχει ο θεός Έρωτας, φτερά και ο κερδώος Ερμής, ο θεός του εμπορίου και του “υγιούς επιχειρηματία” που κόβει αποδείξεις και μας αγαπά, με έναν τρόπο κάπως εκμεταλλευτικό.
Οι κυρίαρχοι ταύτιζαν ανέκαθεν την πατρίδα με την τσέπη, βαφτίζοντας το κέρδος τους εθνικό συμφέρον, εκτός από κάποιες περιπτώσεις που συνέβαινε το αντίθετο, οπότε προέκριναν τον… ρεαλισμό, όπως στα χρόνια της Κατοχής. Τα θύματα ήταν πάντα όσοι έπαιρναν τοις μετρητοίς τα παχιά λόγια για την πατρίδα και έβρισκαν ένα εθνικό ιδανικό να γεμίζει τη ζωή τους, πριν την θυσιάσουν, πάντα στο βωμό της πατρίδας και του “κοινού συμφέροντος”. Ω έθνος ανίκητο μάχαν…
Η πατρίδα βέβαια μπορεί να έχει προδότες, δωσίλογους, σύγχρονους και παλιούς Εφιάλτες. Ενώ το χρήμα ουδείς το πρόδωσε κι ουδείς το μίσησε -σε αντίθεση με τον προδότη. Κι όταν δυνάμωσαν πολύ οι κομμουνιστές, που το περιφρονούσαν και είχαν άλλες αξίες, τους έβγαλαν απάτριδες προδότες και τους τιμώρησαν για την ύβρη τους.
Μια βασική διαμάχη για τον ορισμό του έθνους είναι μεταξύ του (μεταμοντέρνου) ρεύματος που το θεωρεί κοινωνική κατασκευή που επινοήθηκε και υπάρχει μόνο μες στα κεφάλια μας, και των αναλύσεων που εντοπίζουν αντικειμενικά γνωρίσματα -όπως ο κλασικός ορισμός του Στάλιν, που μιλάει για κοινότητα με συνδετικούς κρίκους τη γλώσσα, τα κοινά ήθη και έθιμα, τον γεωγραφικό χώρο κτλ.
Αν κάνουμε έναν ελεύθερο συνειρμό, μπορούμε να αντικαταστήσουμε το έθνος με τον έρωτα. Που άλλες φορές υπάρχει μόνο στη φαντασία μας, χωρίς να επικοινωνεί με πραγματικά γεγονότα, και μπορεί να γίνει απωθημένο, αδικαίωτος αλυτρωτισμός, που ενίοτε φτάνει στα άκρα, τη βία, τον πόλεμο, τον φόνο, ώσπου να υποτάξει τον άλλον. Και άλλες φορές είναι κάτι υπαρκτό, ιδέα που γίνεται υλική δύναμη κι εξυψώνει τους ερωτευμένους σε άλλες σφαίρες, τους ολοκληρώνει σαν προσωπικότητες, σαν επανάσταση ή ένα είδος “προσωπικού κομμουνισμού”, που μένει πάντα αδικαίωτος όσο δεν ξεφεύγει από την κλίμακα του μικρόκοσμου, για να επικρατήσει καθολικά. Και πώς μπορούμε άραγε να αλλάξουμε τον κόσμο, αν δεν είμαστε ερωτευμένοι μαζί του;
Η αγάπη για την πατρίδα εκφράζεται συνήθως ως καψούρα με λούμπεν χαρακτήρα. Ο “ερωτευμένος” ακούει σαχλά άσματα και εμβατήρια που εκφράζουν το “υψηλό αίσθημα”. Ξεσπάει ενάντια στην αγάπη του, τη βρίζει, την κλέβει, τη χτυπάει, την τσαλακώνει. Μην τολμήσεις όμως να πεις κάτι κακό εις βάρος της ή να αλλάξεις τα ήθη της, να την απαλλάξεις από τους βαρβάρους και την καπιταλιστική βαρβαρότητα, αλλοιώνοντας τον τρισχιλιετή πολιτισμό της, γιατί τότε ο ερωτευμένος θα σε φάει ζωντανό. Έτσι αγαπάνε αυτοί την πατρίδα…
Φροντίζουν όμως για την καλή έξωθεν μαρτυρία, παπαγαλίζοντας ωραίες, παχιές φράσεις: μη σκέφτεσαι τι μπορεί να κάνει η πατρίδα για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα. Και ο Φρομ εξηγεί άλλωστε στην “Τέχνη της αγάπης” ότι η τελευταία συνίσταται στην ικανότητα-ανάγκη να δίνεις και όχι να παίρνεις εγωιστικά από μία σχέση.
Αρκεί όμως ένας απλός αναγραμματισμός, για να αντιστραφεί διαλεκτικά το νόημα: “Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάρτης”.
Ω πλούτε ανίκατε μάχαν, που παρυφείς στις τράπεζες και τα σεντούκια. Πράσινα και καφετί χαρτονομίσματα, μαζί με κιτρινισμένα χαρτιά και παλιά ερωτικά γράμματα. Λεπτά αισθήματα που ξεχάστηκαν και ξεθύμαναν μόλις ανοίξαμε το κουτί, έμεινε όμως στον πάτο η αήττητη εθνικιστική βλακεία, να παρηγορεί τον κόσμο.
Ω κόσμε ανίκανε να σκεφτείς, τι κρύβεται πίσω από τα παχιά λόγια των εραστών και των εθνικιστών, που θέλουν απλώς να μας πηδήξουν, με άλλον τρόπο κάθε πλευρά, με έναν τρόπο κάπως εριστικό, όπως θα έλεγε και μια πατριωτική ψυχή.
Αλλά το θέμα δεν είναι να κουνάμε το δάχτυλο στον κόσμο, αφ’ υψηλού. Ούτε να υψώνουμε ειρωνικά το μεσαίο μας δάχτυλο στη χαμηλή του νοημοσύνη, που δεν εξυψώθηκε σε ταξική συνείδηση. Το ζητούμενο είναι τι θα κάνουμε για να την κερδίσουμε και να μπορέσει να πετάξει μόνη της -χωρίς τα φτερά του Ερμή- για τη δική της έφοδο στον ουρανό.
Και ποια είναι η σχέση των κομμουνιστών με την πατρίδα;
Οι προλετάριοι, ως γνωστόν, δεν έχουνε πατρίδα. Και στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι.
Αλλά ο Τσε και ο Φιντέλ υπέγραφαν με το σύνθημα Patria o muerte (πατρίδα ή θάνατος). Και ο Βελουχιώτης εξηγούσε στον εμβληματικό του λόγο στη Λαμία πως ο λαός είναι δεμένος με τη γη του και τον τόπο που ζει, πρόθυμος να τον ποτίσει με το αίμα του -όπως τον πότιζε με τον ιδρώτα του-, σε αντίθεση με τους αστούς, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να πάρουν το κεφάλαιό τους και να φύγουν για να γδύσουν άλλον τόπο με τις επενδύσεις τους.
Κι είναι ίσως δίκοπο μαχαίρι. Γιατί μπορεί να κοιμηθείς πατριώτης και να ξυπνήσεις σαν τον Μίκη, λίγο πριν σε καταπιεί ο εθνικιστικός βούρκος, ή να λες πως για όλα φταίνε οι κακοί ξένοι, ένας εξωτερικός εχθρός, αλλά ποτέ κάποιος από τη δική μας χώρα, από τη δική “μας” πλευρά, γιατί εμείς είμαστε ένα κοινό σύνολο, με συμφέροντα ενιαία και αδιαίρετα, σαν την Αγία Τριάδα. Μα πού ακούστηκε Έλληνας να εκμεταλλεύεται Έλληνα…;
Ή μπορείς απλώς να λες “σκατά στο έθνος”, να το γράψεις εκατό φορές στους τοίχους της πόλης, λες και σε έχουν βάλει τιμωρία, και να επιβεβαιώσεις τη δική σου ορθή πολιτική θέση -ενάντια στην “πατριωτική πολιτική ορθότητα”- από το περιθώριο.
Το βασικό λοιπόν δεν είναι αν κοιμάσαι πατριώτης ή άπατρις, αλλά πώς ξυπνάς. Και βασικά πώς αφυπνίζεις συνειδήσεις και να τις βάλεις στο δρόμο, σε κίνηση, γιατί αλλιώς κινδυνεύουν να ξαναπέσουν στον παλιό τους λήθαργο.
Κάποιοι λένε πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις για αυτό ακόμα και την έννοια της πατρίδας, ενίοτε και σαν “χρήσιμο μύθο” που συσπειρώνει έναν λαό για να παλέψει. Άλλοι λένε πως αυτό είναι απλά ο Δούρειος Ίππος για να συρθείς πίσω από την αστική τάξη της χώρας σου και να παίξεις το παιχνίδι της με τους δικούς της όρους.
Αλλά το πιο σημαντικό ίσως, πέρα από γενικά συνθήματα και όρους, είναι να μπορείς να τους διευκρινίζεις, να μιλάς συγκεκριμένα, για να μην ετεροκαθορίζεις τον λόγο σου, και να μην αφήνεις το κλαρί να στραβώσει ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά. Και μόνο αν είσαι πολύ δυνατός -πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά- μπορείς όντως να νοηματοδοτήσεις τους όρους και να τους δώσεις το δικό σου περιεχόμενο.
Το λέει ωραία και ένα σύνθημα στις πορείες.
Πατριωτισμός το δίκιο του λαού και όχι τα συμφέροντα του καπιταλισμού.