Το πολιτικό εργαλείο του εν αναμονή και εν ενεργεία εθνικισμού
Η εθνική αστική τάξη μένει στο απυρόβλητο, ενώ στοχοποιούνται ανάλογα με το κυρίαρχο ιδεολογικό μείγμα που καθορίζει η εκάστοτε συγκυρία είτε οι ξένες αστικές τάξεις, είτε οι ξένοι λαοί στη βάση «νοοτροπιών» και ψυχολογικών κριτηρίων, είτε οι μετανάστες: να ποιο είναι το υπέδαφος του εν αναμονή ή εν ενεργεία εθνικισμού, του εθνικισμού χαμηλής ή υψηλής έντασης, του εθνικισμού αριστερής ή δεξιάς προέλευσης.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία μπορεί να οριστεί ως η συγκολλητική εκείνη νοητική ουσία που διαπερνά και ενώνει με χαλαρούς ή σφιχτούς δεσμούς τα μέρη του αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε ο μετασχηματισμός αυτών ανάλογα με την ιστορική περίοδο και συγκυρία να μετασχηματίζει με τη σειρά του και την ίδια, με στόχο πάντα να οργανώνεται στα πλαίσια του κράτους η απαραίτητη πολιτική συναίνεση. Αποτελεί, δηλαδή, ένα είδος πολιτικής μεταστρατηγικής· ένα είδος στρατηγικής ικανό να εφευρίσκει και να εργαλειοποιεί πολιτικές κατευθύνσεις, οι οποίες θα λειτουργούν με τριπλό στόχο: θα παίρνουν υπόψη την ιστορική συγκυρία στην επιδίωξη της συναίνεσης, δε θα αφήνουν στη λαϊκή αγανάκτηση περιθώρια αμφισβήτησης του οικονομικού συστήματος και παράλληλα θα χαράσσουν την όσο γίνεται μακρόχρονη σταθερή του κατεύθυνση.
Το ιδεολογικό τοπίο έχει αλλάξει από την πριν την κρίση περίοδο (https://www.katiousa.gr/apopseis/i-stili-tou-anagnosti/ypo-diamorfosi-neo-ideologiko-topio/), ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης γνωρίζει ισχυρές ταλαντώσεις και μεταπτώσεις από τη μία μορφή στην άλλη, που το κάνουν ανίκανο να σταθεροποιηθεί σε μια ομαλή κατάσταση, η οποία θα ταίριαζε σε περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Σε περίοδο καμπής, στασιμότητας και κοινωνικής δυσαρέσκειας, η οποία μεταφράζεται σε ρευστή πολιτικά περίοδο, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αναγκασμένη πάντα να μεταλλάσσεται, να αξιοποιεί στοιχεία που σε ομαλές συνθήκες δεν θα είχε ανάγκη και να δημιουργεί νέα διακυβερνητικά μείγματα, ενίοτε και άκρως αντιφατικά, σ’ αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια να πετύχει τη συναίνεση, τη δεδηλωμένη.
Στον πυρήνα της, μία από τις διαχρονικές λειτουργίες της ιδεολογίας είναι αυτή που χαρίζει στον ασπάζοντα την ταυτότητα, τη συνείδηση, την αυτογνωσία. Και η πρώτη και πιο σημαντική ταυτότητα που ενσταλάζει η κυρίαρχη ιδεολογία στα πλαίσια των εθνικών κρατών είναι η εθνική: η συνείδηση δηλαδή ότι κάποιος ανήκει σε κάποιο έθνος, η συνείδηση ότι το έθνος αυτό έχει κάποια ένδοξη ιστορία με ρίζες στο μακρινό παρελθόν, η συνείδηση ότι το έθνος ιστορικά περιβάλλει τον άνθρωπο με όλο το μεγαλείο της δόξας και των παθών του και τον καθιστά μ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικό να υπάρχει ως μέλος του. Δημιουργείται, δηλαδή, μία ένα προς ένα αντιστοίχιση που συνδέει την προσωπικότητα του ανθρώπου με την ιστορική προσωπικότητα και διαμόρφωση του έθνους. Σ’ αυτήν την αντιστοίχιση, ως απαραίτητα στοιχεία (των ύστερων εθνικισμών) για να δικαιολογήσουν τη σύνδεση προβάλλουν η γλώσσα, η θρησκεία, το αίμα σε ακραίες περιπτώσεις, ο γενικότερος εθνικός πολιτισμός και παράδοση και η διαχρονική ιστορική πορεία.
Στη διαδικασία αυτή τον κύριο ρόλο παίζει η εκπαίδευση· η ιστορική εκπαίδευση ειδικότερα αλλά και ο γενικότερος περίγυρος σχετικών γνωστικών αντικειμένων, που παρέχει στο νέο μέλος του έθνους τις γνώσεις εκείνες της ταυτότητας που θα του επιτρέψουν αργότερα να ενστερνιστεί έστω το ελάχιστο του εθνικιστικού – πατριωτικού αισθήματος και τους μετασχηματισμούς που αυτό θα ακολουθήσει στο εκάστοτε πολιτικό – ιδεολογικό σκηνικό.
Είναι απαραίτητο πλην όμως αδιέξοδο να μπούμε στη συζήτηση διαφοροποίησης πατριωτισμού και εθνικισμού – για την κομμουνιστική ιδεολογία είναι διαχρονικά ξεκάθαρα αυτά – υπό την έννοια πως τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο τα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό η κυρίαρχη ιδεολογία προσαρμοζόμενη στην ιστορική συγκυρία. Αυτή έχει την ισχύ κάθε φορά να απαμφισβητεί, να φυσικοποιεί και να πλαισιώνει την έννοια με τα κατάλληλα κάθε φορά συμφραζόμενα, ώστε να συμμορφώνονται στην πολιτική της στρατηγική. Χωρίς το γενικότερο πλαίσιο που προσδίδεται, από μόνη της η έννοια δεν μπορεί να λάβει περιεχόμενο και εκπίπτει στον απόλυτο υποκειμενισμό: εννοεί τα πάντα και συνεπώς δεν εννοεί τίποτα.
Η ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα το αποδεικνύει αυτό. Έτσι, ο πατριωτισμός έχει σωστά συνδεθεί με την έννοια της πατρίδας και της διαφύλαξης των συνόρων ενάντια σε επεκτατικούς εθνικισμούς. Έχει, όμως, συνδεθεί και με αλυτρωτικά αισθήματα και επεκτατικούς τυχοδιωκτισμούς, με τον ρατσισμό ενάντια στους μικρασιάτες πρόσφυγες, με τον δοσιλογισμό και τη συνεργασία με τους φασίστες, με τον πολιτικό διαχωρισμό των πολιτών στη βάση του ποιος είναι εθνικόφρονας και ποιος όχι στα πλαίσια της αμερικανικής ψυχροπολεμικής ιδεολογίας, με τη λειτουργία του παρακράτους και την επιβολή της χούντας, με εσωτερικούς διαχωρισμούς του ποιος μιλάει «καθαρά» ελληνικά και ποιος όχι, ποιος είναι χριστιανός και ποιος όχι, ποιος γηγενής και ποιος μετανάστης κ.λπ. Η ερμηνεία ανάλογα με την ιστορική συγκυρία δίνει διαφορετικές διαβαθμίσεις στο νόημα. Το σαφές υποκείμενο της ερμηνείας είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και αυτή ορίζει και το αντικείμενο, το περιεχόμενο της λέξης – έννοιας. Οπότε, σε μια τόσο εύπλαστη διαδικασία είναι απαραίτητο να μπαίνουν τα πλαίσια του τι ακριβώς εννοεί ο καθένας με τον πατριωτισμό – εθνικισμό, όσο αδιέξοδο κι αν είναι το γεγονός πως αυτός ο άλλος ίσως θεωρεί πως τα πλαίσια αυτά είναι ες αεί αμετάβλητα και ταυτίζονται με τον δικό του υποκειμενισμό.
Παράδειγμα από την πρόσφατη περίοδο δίνουν δύο στιγμές και η κίνηση που αυτές δημιουργούν στην κυρίαρχη ιδεολογία. Πρώτη στιγμή είναι η πριν την κρίση εντεινόμενη φιλολογία περί παγκοσμιοποίησης, περί πολυπολιτισμικών κοινωνιών, περί αλληλοσεβασμού, επικοινωνίας, ανταλλαγής και «ανοιχτότητας» της ελληνικής κοινωνίας που ως η ισχυρή της περιοχής έχει την ευχέρεια άφοβα να ενσωματώνει μετανάστες: είναι η οικονομική άνοδος και η ανάγκη για φθηνά εργατικά χέρια με μελλοντική προοπτική που δημιουργεί αυτόν τον λόγο όσο προοδευτικός και να είναι. Δεύτερη στιγμή είναι η πρόσφατη αναδίπλωση του καπιταλισμού σε κρίση στο καταφύγιο, στο σκληρό καβούκι του εθνικού κράτους, ενώ η μαζική ανεργία και εξαθλίωση των γηγενών, με το υπόστρωμα του εθνικιστικού στοιχείου της κυρίαρχης ιδεολογίας, καπηλεύεται από εθνικιστικές και φασιστικές δυνάμεις: παράγεται έτσι η φιλολογία περί «Ελλάδας στους Έλληνες», περί του οικονομικού προστατευτισμού με τα «100% ελληνικά προϊόντα» και περί της διαρθρωτικής εσωτερικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης (αύξηση απόλυτης υπεραξίας) με στόχο την προσέγγιση άμεσων επενδύσεων που θα φέρουν την ανάπτυξη.
Για την ακρίβεια, και οι δύο παραπάνω στιγμές παράγουν δύο είδη λόγου που, αν και διαχωρίζονται, στήνουν ένα ευνοϊκό δίπολο αφού ως υπόστρωμα αναπαράγουν απλώς διαφορετικής έντασης εθνικισμό που βρίσκεται είτε σε αναμονή, είτε σε πλήρη λειτουργία. Έτσι, ο λόγος περί πολυπολιτισμικότητας ενώ, όπως αναφέρθηκε, φέρνει στο προσκήνιο την ελληνική παράδοση σε σεβασμό και συνδιαλλαγή με τις άλλες εθνοτικές – εθνικές παραδόσεις (κάτι που είναι σχετικά προοδευτικό μέσα στα κοσμοπολίτικά του όρια), παράλληλα εγείρει και φόβους για πιθανή «αλλοίωση» της εθνικής ταυτότητας, για πιθανό «άδειασμα» του Έλληνα από εθνική ιστορική συνείδηση, καλλιεργεί το έδαφος δηλαδή για στοχοποίηση των «εσωτερικών» πολιτισμικών «εχθρών».
Ο λόγος περί επιστροφής στο έθνος, ενώ παράγει την δεξιά – φασιστική γνωστή φιλολογία που αναφέρθηκε, από την άλλη μεριά εγείρει και αριστερά πατριωτικά αισθήματα στη βάση των θεωριών εξάρτησης· των θεωριών που λογίζουν δηλαδή την εγχώρια αστική τάξη είτε ως μη αστική και άρα απούσα (υπανάπτυκτη), είτε ως πλήρως ανίσχυρη στις επιταγές των ξένων αστικών τάξεων: ως απλώς εντολοδόχα αστική τάξη που πρέπει να σηκώσει ανάστημα και να διεκδικήσει την εθνική κυριαρχία εντός των τειχών σε συμμαχία με τον λαό και όχι να την εκχωρεί σε «ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων». Οι θεωρίες αυτές εκλαϊκεύονται και εξειδικεύονται στον λόγο περί «αποικίας χρέους», περί «διαμάχης βορρά – νότου», περί «προδοσίας και ανικανότητας των πολιτικών» και περί ανάγκης «νέου ΕΑΜ» (με έμφαση στο «εθνικό» του πράγματος).
Συνεπώς, σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις η εθνική αστική τάξη μένει στο απυρόβλητο (ως προς τις εκούσιες ενέργειές της), ενώ στοχοποιούνται ανάλογα με το κυρίαρχο ιδεολογικό μείγμα που καθορίζει εργαλειακά η εκάστοτε ιστορική συγκυρία είτε οι ξένες αστικές τάξεις, είτε οι ξένοι λαοί στη βάση «νοοτροπιών» και ψυχολογικών κριτηρίων, είτε οι μετανάστες, είτε και συνδυασμοί των παραπάνω: να ποιο είναι το υπέδαφος του εν αναμονή ή εν ενεργεία εθνικισμού, του εθνικισμού χαμηλής ή υψηλής έντασης, του εθνικισμού αριστερής ή δεξιάς προέλευσης, του διαχρονικού εθνικισμού ή του εθνικισμού προς καιροσκοπική χρήση.
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, ο εθνικισμός εργαλειοποιείται αξιοποιώντας τα θέματα εξωτερικής πολιτικής για να μετακινήσει σε αντιδραστική κατεύθυνση το πολιτικό σκηνικό· αξιοποιώντας και εκείνο το απολίτικο και ακομμάτιστο στοιχείο που έχει κληρονομηθεί από την προηγούμενη περίοδο, και το ξενοφοβικό στοιχείο που κυριαρχεί στην Ευρώπη και τον κόσμο, και το διαχρονικό στοιχείο περί αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας και ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού που πρέπει εθνικά να «αφυπνιστεί». Δημιουργείται, δηλαδή, ένα μείγμα πολιτικής ιδεολογικής συμμαχίας που αξιοποιεί και συνθέτει στοιχεία της παλιάς εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, του ευρύτερου ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού και διαχρονικών εθνικιστικών στοιχείων της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο πολιτικός λόγος νομιμοποιείται, έτσι, να παρεκκλίνει σε ακόμα πιο αντιδραστικά μονοπάτια, ενώ οι πιο μετριοπαθείς, οι πιο καιροσκόποι χρησιμοποιούν και την δικαιολογία της προσφοράς και της ζήτησης: η αγορά – λαός θέλει εθνικισμό κι αν δεν του δώσουμε εμείς τότε μπορεί να του δώσουν χειρότεροι. Πρόκειται, εννοούν, περί χειραγώγησης όχι του λαού από τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά των πολιτικών δυνάμεων από τον λαό. Παραβλέπεται, όμως, το από κοινού υπόστρωμα πάνω στο οποίο έχουν ριζώσει, έχουν διαμορφωθεί και τους παρέχεται η δυνατότητα – έστω και σχετικά αυθόρμητα – να εκφραστούν ή όχι, σε μεγαλύτερη η μικρότερη ένταση εθνικιστικά αισθήματα: το θέμα είναι ο σπόρος που υπάρχει και όχι το ευκαιριακό ή διαχρονικό του πότισμα.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι το ταξικό – κοινωνικό του πράγματος και της συνείδησης να αποεπικαιροποιείται και να μπαίνει στο περιθώριο της ατζέντας, η κοινωνική κατά βάση αγανάκτηση να εισάγεται ως πολιτική αξία στο χρηματιστήριο της εθνικής ομοψυχίας όπου η κάθε πολιτική δύναμη πλειοδοτεί ανάλογα με τον πολιτικό της ρόλο και φιλοδοξία και η «ακομμάτιστη» ελληνική σημαία να μπορεί να ερμηνεύεται κατά το δοκούν από τους «απλώς Έλληνες» που «απλώς οδηγούν» το πλήθος των «απλώς Ελλήνων»: το νερό, δηλαδή, υπάρχει κι είναι πολύ, οι σωλήνες καθορίζουν το αυλάκι και την πορεία του κατά το δοκούν κι όλο αυτό θεωρείται φυσικό, αόρατο κι ενωμένο.