Πολύ κακό για το τίποτα
…η πεμπτουσία του καπιταλισμού, το να πλουτίζεις δηλαδή χωρίς να παράγεις τίποτα… αυτό που εκμεταλλεύονται αυτοί οι άνθρωποι είναι η αφέλεια που έχει ένα μέρος της κοινωνίας αλλά και η ανάγκη του να καταναλώνει σκουπίδια…
Γράφει ο Νίκος Σουβατζής
Το ότι ζούμε σε έναν άδικο κόσμο είναι κάτι γνωστό. Η αδικία δεν οφείλεται σε κάποιο φυσικό νόμο ούτε σε κάποια υπερβατική δύναμη. Ο κόσμος είναι άδικος γιατί επικρατεί ένα συγκεκριμένο οικονομικοκοινωνικό σύστημα: ο καπιταλισμός. Αυτό το σύστημα είναι άδικο γιατί στηρίζεται στην εκμετάλλευση. Ακόμα και ο πλέον ανυποψίαστος, που δεν έχει οικονομικές γνώσεις, αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατο να πλουτίσεις χωρίς να εκμεταλλευτείς τους άλλους. Οι έξυπνες ιδέες και η σκληρή δουλειά δεν αρκούν, διαφορετικά οι πλούσιοι θα ήταν πολύ περισσότεροι. Εν ολίγοις για να πλουτίσεις πρέπει να κατέχεις μέσα παραγωγής ή γη και να καρπώνεσαι τον πλούτο που παράγουν οι άλλοι για λογαριασμό σου. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι κάποιο ταλέντο ή χάρισμά τους και τη δημοφιλία τους. Αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται απ’ τη showbiz ή απ’ τον αθλητισμό. Και αν με μια πρώτη ματιά εκμεταλλεύονται μόνο το ταλέντο τους και όχι άλλους ανθρώπους, τα χρήματα που κερδίζουν είναι δυσανάλογα πολλά σε σχέση με αυτό που προσφέρουν στην κοινωνία. Αν συγκρίνουμε το εισόδημα ενός ποδοσφαιριστή με αυτό ενός γιατρού η διαφορά είναι ιλιγγιώδης. Απ’ την άλλη αν ο ιδιοκτήτης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, για παράδειγμα, δεν πλήρωνε τους εργαζομένους στις υπόλοιπες επιχειρήσεις του με μισθούς πείνας είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να προσφέρει χρυσά συμβόλαια στους παίκτες της ομάδας του. Ως εδώ καλά, που λέει ο λόγος. Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ένα φαινόμενο που, εκ πρώτης όψης, φαντάζει παράδοξο.
Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με τον πλούτο και τη δημοφιλία που απέκτησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα άνθρωποι που δεν έχουν κανένα ταλέντο, καμία δεξιότητα και καμία γνώση. Που το μόνο που κάνουν είναι να τραγουδούν φάλτσα στίχους που είναι τόσο κακότεχνοι και προχειρογραμμένοι που όταν τους παρωδούν σατιρικές εκπομπές είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε την παρωδία απ’ το αυθεντικό, που παρενοχλούν ανθρώπους στο δρόμο, που ζητούν από εφήβους να κάνουν επικίνδυνα και παράνομα πράγματα με δέλεαρ λίγα χρήματα, που καταστρέφουν την υγεία τους μπροστά σε μια κάμερα τρώγοντας τεράστιες ποσότητες φαγητού. Μόλις μερικούς μήνες πριν συνελήφθησαν δυο youtubers που βασάνιζαν Α.μ.Ε.Α. Όλοι οι παραπάνω έχουν εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές που τους στηρίζουν με κολακευτικά σχόλια και κοινοποιήσεις, που κάνουν δωρεές, που μπορούν να τους στείλουν ακόμα και στην ευρωβουλή.
Το φαινομενικά παράδοξο αυτό φαινόμενο στην πραγματικότητα είναι η πεμπτουσία του καπιταλισμού, το να πλουτίζεις δηλαδή χωρίς να παράγεις τίποτα. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που εκμεταλλεύονται αυτοί οι άνθρωποι είναι η αφέλεια που έχει ένα μέρος της κοινωνίας αλλά και η ανάγκη του να καταναλώνει σκουπίδια. Αυτή την ανάγκη την έχει καλλιεργήσει το ίδιο το σύστημα εδώ και δεκαετίες. Αν γυρίσουμε στη δεκαετία του 1990 θα δούμε να μεσουρανούν τηλεοπτικές σειρές και life style περιοδικά που αποθέωναν τον ατομισμό και τον εύκολο πλουτισμό και χλεύαζαν οτιδήποτε και οποιονδήποτε δεν χωρούσε σε αυτό το πλαίσιο. Οι κομμουνιστές και γενικά οι άνθρωποι που αγωνίζονται δεν ήταν πια για τη συστημική προπαγάνδα αυτοί που θέλαν να πάρουν τα σπίτια του κόσμου, ούτε αιμοσταγείς δολοφόνοι που έσφαζαν με τα κονσερβοκούτια.
Ήταν τεμπέληδες που απεργούσαν γιατί βαριούνταν να δουλέψουν και έκαναν κατάληψη γιατί δεν ήθελαν να κάνουν μάθημα, ήταν γραφικοί που ζούσαν σε κάποιο δικό τους κόσμο, απομεινάρια μιας παλιάς εποχής που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τη σύγχρονη πραγματικότητα, ήταν βολεμένοι που παρίσταναν τους αγωνιστές εκ του ασφαλούς, ήταν υποκριτές που έκαναν κηρύγματα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα ενώ ήταν οι ίδιοι εκμεταλλευτές. Σκοπός της ζωής ήταν η καλοπέραση. Η σκέψη, ο προβληματισμός, η γνώση, οι αγώνες ήταν ντεμοντέ. Ακόμα και απλά πράγματα όπως το να έχει κάποιος μια στοιχειώδη ευαισθησία για το περιβάλλον, να διαβάσει ένα σοβαρό βιβλίο ή να δει μια σοβαρή ταινία χλευάζονταν και ευτελίζονταν. Απ’ την άλλη το να κάνεις το τραπέζι στον προϊστάμενό σου για να πάρεις προαγωγή, να μαχαιρώνεις πισώπλατα τους συναδέλφους σου, να κάνεις χίλιες δυο απατεωνιές για να αυξήσεις το εισόδημά σου παρουσιάζονταν ως κάτι απόλυτα θεμιτό και φυσιολογικό. Ήταν η εποχή που τα σκυλάδικα βαφτίζονταν πολιτιστικά κέντρα, που άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες και νοητική υστέρηση ξεφτιλίζονταν σε trash εκπομπές, που στην τηλεόραση κυριαρχούσαν ρατσιστικά και ομοφοβικά στερεότυπα, που οτιδήποτε δεν ήταν εύπεπτο χαρακτηριζόταν κουλτουριάρικο.
Ό,τι μέχρι τότε βρισκόταν στο περιθώριο ως υποκουλτούρα είχε πλέον αποκτήσει κυρίαρχη θέση στην ψυχαγωγία μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης και του ιδιωτικού ραδιοφώνου. Το κουτσομπολιό, το φτηνό και χυδαίο χιούμορ, οι καφενειακές συζητήσεις είχαν μετατραπεί σε τηλεοπτικά προϊόντα. Η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου είχε γίνει ένα πολύ προσοδοφόρο επάγγελμα. Όταν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τη βουλιμία του τηλεοπτικού κοινού ήρθαν τα ριάλιτι. Η κλειδαρότρυπα, ο ανταγωνισμός, ο κυνισμός, η επικράτηση με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, η αμορφωσιά αναδείχθηκαν σε αξίες. Και ήταν η κρίση του ίδιου του συστήματος που ανάγκασε την ελληνική τηλεόραση να μιλήσει για πρώτη φορά για θέματα όπως η φτώχεια, η ανεργία, η φασιστική απειλή, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα. Ωστόσο είχαμε περάσει ήδη στην εποχή του ίντερνετ.
Μέχρι τότε μια σειρά από τηλεοπτικές εκπομπές ασχολούνταν αποκλειστικά με τους γάμους τα διαζύγια και τις διακοπές των διαφόρων celebrities. Τώρα πια άνθρωποι της διπλανής πόρτας που είχαν μια σύνδεση στο ίντερνετ μπορούσαν να νιώσουν οι ίδιοι celebrities εκθέτοντας στα κοινωνικά δίκτυα την προσωπική τους ζωή. Πλέον άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει μπροστά σε μια τηλεόραση καταναλώνοντας ανούσιο περιεχόμενο, έγιναν από θεατές δημιουργοί. Αυτό που παράγουν είναι αυτό που είχαν συνηθίσει να βλέπουν. Για αυτό και ο υποκριτικός προβληματισμός αυτών που δημιούργησαν όλο αυτό δεν μπορεί να πείσει.
Σε μια κοινωνία που θα καλλιεργείται η αγάπη για τη γνώση και τον πολιτισμό, που κυρίως η γνώση και πολιτισμός δεν θα είναι εμπορεύματα αλλά κοινωνικά αγαθά προσβάσιμα σε όλους τους ανθρώπους, όπου η ζωή δεν θα είναι επιβίωση ούτε κατανάλωση, οτιδήποτε προσβάλλει τη νοημοσύνη μας και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα καταλήγει εκεί που είναι η θέση του: στον κάδο απορριμμάτων.
Νίκος Σουβατζής