«Προδιαγεγραμμένο έγκλημα»
Όλοι ετούτοι δεν παραδέχονται και σήμερα τίποτε περισσότερο από ό,τι παραδέχονταν και παλιότερα, που τα θεωρούσαν όλα καλά καμωμένα. Μόνο που εκείνο που τότε δεν παραδέχονταν, προσποιούνται τώρα πως το αγνοούσαν. Όλοι ετούτοι είναι αυτοί στους οποίους αναθέτουμε να σκέφτονται και να ενεργούν για λογαριασμό μας.
Κυβερνώντες και παρατρεχάμενους τους αποτυπώνει η κάμερα περίλυπους και συγκινημένους μέχρι δακρύων να εκφράζουν την οδύνη τους για το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα με τους δεκάδες νεκρούς, κυρίως νέα παιδιά, δηλώνοντας, με φόντο τα συντρίμμια, ότι θα γίνει έρευνα για τις αιτίες του. Κυβερνώντες και δημοσιογράφοι στα συστημικά μέσα ενημέρωσης με έκπληκτη αφέλεια μαθαίνουν για πρώτη φορά αυτά που οι εργαζόμενοι και τα συνδικαλιστικά τους όργανα χρόνια τώρα καταγγέλλουν για την κατάσταση των σιδηροδρόμων. Και πολλοί δημοσιογράφοι μάλιστα, σχεδόν αγανακτισμένοι, κατηγορούν τους εκπροσώπους των εργαζομένων όχι μόνο για έλλειψη ενημέρωσης, αλλά και έλλειμμα αγωνιστικότητας, αν δεν κατέβηκαν σε απεργία. Δικαστές, με στομφώδη τόνο για «την ώρα της δικαιοσύνης», ζητούν αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Η διερεύνηση σε βάθος, όπως ζητείται με έγγραφο, για εντοπισμό των υπευθύνων «όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν ανήκουν, απ’ όπου και αν προέρχονται» μοιάζει να γίνεται αίτημα κατ’ εξαίρεση, αποκομμένο από τους πολιτικοοικονομικούς όρους που το γεννούν, μάλιστα παίρνει και μεταφυσική διάσταση όταν θεωρείται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης «το καλύτερο και αιώνιο μνημόσυνο για τις ψυχές των νεκρών».
Όλοι ετούτοι δεν παραδέχονται και σήμερα τίποτε περισσότερο από ό,τι παραδέχονταν και παλιότερα, που τα θεωρούσαν όλα καλά καμωμένα. Μόνο που εκείνο που τότε δεν παραδέχονταν, προσποιούνται τώρα πως το αγνοούσαν. Όλοι ετούτοι είναι αυτοί στους οποίους αναθέτουμε να σκέφτονται και να ενεργούν για λογαριασμό μας. Όλα αυτά τα στόματά τους που ξερνούν την πένθιμη ευγλωττία τους, αυτή η βροχή των λόγων τους πάνω στα νεκρά πτώματα των παιδιών, όλα υποκρίνονται ένα ενδιαφέρον που δεν υπάρχει, παρά μόνο προσπάθεια χειραγώγησης της οργής και του πόνου, πριν οργανωθεί σε δράση και απειλήσει την εξουσία τους.
Γι’ αυτό και δεν πρέπει να περιοριστούμε σε μια αποσπασματική ερμηνεία των γεγονότων που να αντιμετωπίζονται αποκομμένα. Αυτό το τραγικό δυστύχημα είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας σκληρής συστηματικής ταξικής επίθεσης στις εκμεταλλευόμενες τάξεις, με αφετηρία όξυνσης της την είσοδό μας στα μνημόνια, κατ’ επιταγή της Ε.Ε, με άμεση ή έμμεση καταστροφή και αφαίρεση ζωών. Ως μέρος του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Δ.Ν.Τ, εν μέσω οικονομικής κρίσης, η χώρα ιδιωτικοποίησε το 2017 το σιδηροδρομικό της σύστημα. Αφού όλο το σύστημα χωρίστηκε σε κομμάτια πουλήθηκε ο ελληνικός σιδηροδρομικός φορέας Trainose στη Ferrovie Dello Stato Italiane που έγινε Hellenic Train, ενώ η σιδηροδρομική υποδομή μήκους 2.200 χιλιομέτρων εποπτεύεται από την κρατική εταιρεία ΟΣΕ. Η διάσπαση σε πολλά κομμάτια ευνοεί τις ιδιωτικές εταιρείες που επιλέγουν τα κερδοφόρα κομμάτια μιας υπηρεσίας, ώστε να μπορούν να κερδίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Όταν όμως πολλές εταιρείες εμπλέκονται στην παροχή μιας δημόσιας υπηρεσίας, αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα περίπλοκο, κατακερματισμένο σύστημα, όπου δεν είναι πάντα σαφές ποιος κάνει τι. Ο σιδηρόδρομός μας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του χάους που προκαλεί αυτό.
Βέβαια, η ιδιωτικοποίηση αυτή, όπως και οι άλλες, προωθήθηκε με την απαραίτητη καμπάνια για την πίστη στις ελεύθερες αγορές, τη δυσφήμιση της κρατικής λειτουργίας ως ασύμφορης οικονομικά και αναποτελεσματικής και τις υποσχέσεις για τη βέλτιστη απόδοση με την ιδιωτικοποίηση προς όφελος του πελάτη. Στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων ήταν εμφανής η ικανοποίηση των κυβερνώντων, από τον Α. Τσίπρα που εντόπιζε τη σημασία της πώλησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην απαλλαγή της χώρας από ένα μεγάλο οικονομικό βάρος, μέχρι τον Κ. Χατζηδάκη που καμάρωνε γιατί εξυγιάνθηκε, δηλ. μεταφέρθηκαν στο δημόσιο τα χρέη της, επί των ημερών του η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και έτσι επιτεύχθηκε η μετέπειτα, άνευ χρεών, αποκρατικοποίηση της εταιρείας.
Στις κάθε είδους ιδιωτικοποιήσεις, οι βασικοί ισχυρισμοί που τις υποστήριζαν ήταν ότι θα μείωναν την επιβάρυνση του φορολογούμενου, θα απάλλασσαν το σύστημα από την αναποτελεσματικότητα, θα μείωναν τις τιμές. Κι αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι η πολιτική της ιδιωτικοποίησης περιλαμβάνει παρασκηνιακές πιέσεις, χειραγώγηση των όρων του δημόσιου διαλόγου από καλά χρηματοδοτούμενα ιδιωτικά συμφέροντα και σύγχυση του χάσματος μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια συγκλονιστική αύξηση των δημόσιων υποχρεώσεων, με τις κρατικές επιδοτήσεις να αυξάνουν τα κέρδη της ιδιωτικής εταιρείας. Κι ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει να ενδιαφέρονται για τις ανάγκες των ανθρώπων και να είναι υπόλογες στους πολίτες, οι ιδιωτικές εταιρείες ενδιαφέρονται μόνο να αποκομίζουν κέρδη από τις δημόσιες υπηρεσίες, χρηματοδοτούμενες μάλιστα από το δημόσιο, χωρίς να λογοδοτούν.
Στην έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων υπήρχαν οι υποσχέσεις όχι μόνο για ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, αλλά και για νέο πολιτικό μοντέλο. Ένα μοντέλο όπου η χειραγώγηση της πολιτικής παρασκηνίου, για παράδειγμα από υπουργούς, θα αντικατασταθεί από τη διαφάνεια του ανοικτού ανταγωνισμού και της δημόσιας ρύθμισης. Αντ’ αυτού έχουμε ένα μείγμα από καπιταλισμό της ευνοιοκρατίας, από κόσμο που κατοικείται από καλοπληρωμένους εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων και καλά δικτυωμένους ειδικούς, από μια λογιστική περίπλοκη που καθιστά αδύνατο για τους απλούς πολίτες να διεισδύσουν σε αυτό που συμβαίνει. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν στάσιμους μισθούς, επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και απειλές για απώλεια θέσεων εργασίας. Ενώ οι περικοπές στη χρηματοδότηση και οι μειωμένες επενδύσεις σημαίνει ότι οι υποδομές δεν εκσυγχρονίζονται, το προσωπικό μειώνεται, με συνέπεια την υπονόμευση της ασφάλειας που οδηγεί σε πιθανές καταστροφές.
Υπό αυτήν την έννοια, η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων αποδείχθηκε πράγματι πρότυπο, ένα μοντέλο για το πώς γίνονται τώρα τα πράγματα στο κράτος μετά την ιδιωτικοποίηση: Μια εταιρεία που σε τραγικές καταστάσεις όπως τώρα εξαφανίζεται, ένα κράτος που μεταθέτει όλες τις ευθύνες για το τραγικό συμβάν στον σταθμάρχη και κάνει ακόμα κι αυτές τις ώρες επικοινωνιακή διαχείριση των αριθμών, για να μην ξεκαθαρίζει ο αριθμός των νεκρών. Και καταλήγει η ιδιωτικοποίηση να αποδεικνύει ότι οι αντικρουόμενοι στόχοι της μεγιστοποίησης του κέρδους, ή ακόμα και της ελαχιστοποίησης των ζημιών, και της παροχής κοινωνικής υπηρεσίας είναι σε ένα μεγάλο βαθμό ασυμβίβαστοι.
Όλη η πολιτική ηγεσία των τελευταίων δεκαετιών με τις ενέργειές της είναι υπεύθυνη για την τραγωδία στα Τέμπη, γιατί μεθόδευε την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων που ήταν μνημονιακή δέσμευση, χωρίς ούτε καν το ελάχιστο, να ενδιαφέρεται για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της ιδιωτικής εταιρείας. Από το ΠΑΣΟΚ που άνοιξε το δρόμο με την κατάτμηση του ΟΣΕ σε θυγατρικές, ώστε να μην επιβαρυνθεί κανένας ιδιώτης επωμιζόμενος το κόστος συντήρησης του δικτύου, τη Ν.Δ που έβαλε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ στον ΤΑΙΠΕΔ και απαξίωνε συστηματικά το Δημόσιο, μέχρι το ΣΥΡΙΖΑ που πούλησε έναντι συμβολικού ποσού το προσοδοφόρο κομμάτι του ΟΣΕ, επιδοτώντας το και κάθε χρόνο, όπως έκανε και η κυβέρνηση της Ν.Δ, μαζί με την ΕΕ που επιβάλλει και πρωτοστατεί στην αναδιανομή του πλούτου εις βάρος των λαών, συμβάλλανε σ’ αυτό το έγκλημα.
Γι’ αυτό και ο πόνος των μανάδων που χάσανε τα παιδιά τους δεν αρκεί μόνο να γίνει ένα κομμάτι από όλους εμάς. Ο πόνος και η οργή πρέπει να μας ξυπνήσει από τη νάρκη. Και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο, όσοι είμαστε συμμαζεμένοι μέσα στο κλουβί του ατομικισμού μας, που πλαταίνουμε για να συναντήσουμε τους άλλους. Και είναι πια ώρα να ξεφύγουμε από το κλουβί μας, να απλώσουμε τα αγκυλωμένα μέλη μας, να βγούμε από τον ύπνο της απομόνωσης. Να αντιδράσουμε, να οργανωθούμε και ν’ αγωνιστούμε για τη ζωή μας.
Φωτογραφία: Christos Karras / SOOC