Ψυχολογική κρίση (στο επίπεδο του ατόμου): 4 κρίσιμα σημεία που την καθορίζουν Διαλεκτικός ψυχισμός- άρθρο 5ο
Συνεκτιμώντας κανείς ως παράγοντες τον έρωτα, την εργασία και τις ενδο-οικογενειακές σχέσεις, σχηματίζει μια πρώτη εικόνα για την ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου και για διάφορα ψυχολογικά φαινόμενα μέσα στην αστική κοινωνία, από την ανία και τη μελαγχολία μέχρι την τοξικοεξάρτηση, το φανατισμό και την ενδοοικογενειακή βία.
Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε συνοπτικά σε τέσσερα κρίσιμα σημεία-σταθμούς που καθορίζουν την ψυχολογική κίνηση στο επίπεδο του ατόμου (όχι ακόμα του έθνους) και συνεπώς έχουν αποφασιστική συμβολή και στην εμφάνιση της ψυχολογικής κρίσης. Στα προηγούμενα άρθρα έγινε μια στοιχειώδης αναφορά σε αυτούς τους παράγοντες, αλλά αποσπασματικά, γι’ αυτό εδώ θα παρουσιαστούν τώρα σωρευτικά και πιο ενιαία, πράγμα που θα δώσει στον αναγνώστη μια σαφέστερη εικόνα του φαινομένου και θα τον αποδεσμεύσει από διάφορες πρόχειρες ή μονόπλευρες αντιλήψεις που αποδίδουν την ευθύνη για αυτή την κρίση είτε αποκλειστικά στο άτομο, είτε σε μια «παθογενή» κοινωνία. Φυσικά δεν μπορεί να εξαντληθεί το φαινόμενο σε ένα άρθρο, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε εδώ πρόκειται απλώς να εκτεθούν κάποιοι θεμελιώδεις παράγοντες που το καθορίζουν.
1ο σημείο
Ενηλικίωση: αντίθεση νέου-γονιών (από την πλευρά του νέου)
Το πρώτο σημείο στο οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε κάπως πιο καθαρά να κάνουν την παρουσία τους οι παράγοντες της ψυχολογικής κρίσης είναι αυτό της αντίθεσης ανάμεσα στο νέο και τους γονείς του κατά το στάδιο της ενηλικίωσης του πρώτου (αφαιρώ εδώ εσκεμμένα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του, όχι γιατί δεν έχουν σημασία, αλλά γιατί δεν μπορούμε να περάσουμε σε ανάλυσή τους εδώ- η παράλειψή τους δεν δημιουργεί προς το παρόν κάποιο πρόβλημα στην αναφορά μας επί της ενηλικίωσης, διότι αυτή περιέχει μέσα της όλη την προηγούμενη ανάπτυξη της προσωπικότητας σε πιο ώριμη και καθαρή μορφή- γι’ αυτό μάλλον είναι και το πρώτο σημείο στο οποίο οδηγείται κανείς για να θίξει την ψυχολογική κρίση).
Στη ζωή του ανθρώπου παρατηρεί κανείς το κόψιμο του ομφάλιου λώρου τρεις φορές: η πρώτη όταν εξέρχεται από την κοιλιά της μητέρας του ως βρέφος, η δεύτερη από την «κοιλιά» των γονιών του ως ενήλικη προσωπικότητα, και η τρίτη από την «κοιλιά» της ζωής όταν πεθάνει (η τρίτη αφορά στο υπαρξιακό ζήτημα της τρίτης ηλικίας και δεν θα μας απασχολήσει εδώ).
Η ενότητα της μητέρας με το έμβρυο κατά την κυοφορία αποτελεί αρχικά ένα μέσο ανάπτυξης για το τελευταίο, καθώς η πρώτη το θρέφει μέσω του πλακούντα. Ωστόσο όταν αυτή η ανάπτυξη προχωρήσει αρκετά μετά τους εννιά μήνες γίνεται αναγκαίο πλέον να εξέλθει το βρέφος από την κοιλιά της, διαφορετικά αν παραμείνει μέσα της υπάρχει ο κίνδυνος τόσο για την υγεία της ίδιας όσο και για αυτή του βρέφους. Τώρα η ενότητα μητέρας-βρέφους μετατρέπεται σε μέσο παρακμής της ζωής. Με τον τοκετό και το κόψιμο του πλακούντα υπερβαίνεται αυτή η κρίση και συντελείται τελικά η γέννα που φέρνει στη ζωή μία νέα αυτοτελή ύπαρξη (αλλά και μετατοπίζει τη γυναίκα και τον άντρα σε μία νέα ποιοτική θέση μετατρέποντάς τους τώρα σε μητέρα και πατέρα- μιλώντας με φιλοσοφικούς όρους πρόκειται για την πρώτη άρνηση του ζευγαριού από το παιδί).
Την ίδια διαδικασία τώρα μπορούμε να παρατηρήσουμε και σε επόμενη φάση της ζωής του παιδιού όμως σε ανώτερο επίπεδο. Εδώ μεταφερόμαστε στη στιγμή της ενηλικίωσής του. Όπως το έμβρυο έχει ανάγκη από τη μητέρα για να μεγαλώσει και να αποκτήσει τελικά αυτοτελή φυσική ύπαρξη, έτσι και το παιδί έχει ανάγκη από τους γονείς του για να μεγαλώσει και να αποκτήσει αυτοτελή φυσική, κοινωνική και ψυχική ύπαρξη (αναφερόμαστε εδώ στη συνολική διαδικασία της κοινωνικοποίησης). Όπως η ενότητα μητέρας-εμβρύου αποτελεί αρχικά μέσο ανάπτυξης για το έμβρυο και έπειτα μετατρέπεται σταδιακά σε μέσο παρακμής με το πέρας των εννιά μηνών, το ίδιο συμβαίνει και στη σχέση γονιών-παιδιού.
Αρχικά η ενότητα των γονιών με το παιδί είναι αναγκαία και αποτελεί μέσο ανάπτυξης για το δεύτερο μέχρι και την ενηλικίωσή του. Αυτό έχει αναπτυχθεί τότε τόσο πολύ μέσα στην «κοιλιά των γονιών του» που πρέπει να εξέλθει από αυτή. Ο νέος αναπτύσσεται ως προσωπικότητα (δηλαδή ως μοναδική παραγωγική δύναμη) σε τέτοιο σημείο που πλέον έχει ανάγκη να ζήσει ως αυτοτελής ύπαρξη με τη δικιά του ζωή (έχει αναπτύξει (ή θα πρέπει να έχει αναπτύξει) δικές του δραστηριότητες, όπως επιστημονική και καλλιτεχνική δράση, διαπροσωπικές σχέσεις με φίλους, ερωτικό σύντροφο κ.λ.π) και όλα αυτά δεν «χωράνε» πλέον μέσα στο σπίτι των γονιών του. Η συμβίωση με τους γονείς τώρα μετατρέπεται από πηγή ανάπτυξης σε πηγή παρακμής (και για τις δύο πλευρές) και απαιτείται να κοπεί ο πλακούντας που ενώνει το νέο μαζί τους. Διαφορετικά επέρχεται κρίση στις σχέσεις τους και αναπτύσσονται προβλήματα τόσο στην ψυχολογία του νέου, όσο και σε αυτή των γονιών.
Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ πως η απαίτηση του φοιτητή ή του εργαζόμενου για στέγαση-μόρφωση-εργασία-πολιτικά δικαιώματα σχετίζεται και με αυτή τη διαδικασία απογαλακτισμού του νέου από τους γονείς του. Ο τοκετός εδώ οδηγεί σε μία νέα αυτοτελή ύπαρξη, στη γέννηση ενός ενήλικα που αρχίζει να αποκτά σταδιακά ευθύνη αυτόνομου παραγωγού και πολίτη για την κοινωνία. Το κράτος των γονιών πάνω στο παιδί πλέον απονεκρώνεται, καθώς αυτό αποκτά αυτοσυνειδησία των κοινωνικών του καθηκόντων και οδηγείται σταδιακά προς τη δημιουργία της δικιάς του οικογένειας (με αυτήν συντελείται η δεύτερη άρνηση των γονιών από τον ενήλικα με τους πρώτους να μετατρέπονται τώρα σε γιαγιά και παππού και τον δεύτερο να γίνεται γονιός).
2ο σημείο
Ο παράγοντας της δημιουργικής εργασίας: θεμέλιο για την ψυχική αυτονομία του ατόμου
Επόμενο βήμα στο ψυχολογικό προτσές αποτελεί η εξασφάλιση δημιουργικής εργασίας για τον άνθρωπο. Δεν αρκεί απλώς η εξασφάλιση οποιασδήποτε δουλειάς για την οικονομική του συντήρηση, ούτε και κάποια πολιτικά δικαιώματα (είτε αυτά αφορούν στο οικονομικό του έργο, είτε στο πολιτικό), αλλά είναι ψυχικά αναγκαίο να εργάζεται πάνω σε ένα αντικείμενο για το οποίο εκδηλώνει κάποιο πάθος και ως προς το οποίο έχει αναπτύξει κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες. Η ενασχόληση με ένα αντικείμενο που δεν γεμίζει συναισθηματικά τον άνθρωπο καθιστά την εργασία του ανιαρή και τον ίδιο μια μηχανή που απλώς επαναλαμβάνει μονότονα το ίδιο έργο. Μια τέτοια εργασία είναι αντιπαραγωγική και όταν εκτελείται για χρόνια σκοτώνει ψυχικά τον άνθρωπο και συσσωρεύει μέσα του ένα βάρος που συμβάλει αποφασιστικά στην ψυχική του κατάπτωση.
Αν και το παραπάνω φαινόμενο εκδηλώνεται πιο καθαρά στις χειρωνακτικές εργασίες (όπου εκδηλώνεται πιο εύκολα η εξάντληση και η μονοτονία της εργασίας), ωστόσο αυτό αφορά και στις πνευματικές. Γιατί δεν αρκεί να εξασφαλιστεί απλώς η η σφαιρική μόρφωση, η εξειδίκευση και η πνευματική εργασία για τον άνθρωπο (με τη μηχανοποίηση της χειρωνακτικής εργασίας και την εναλλαγή πόστων χειρωνάκτων-πνευματικών εργατών όλοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πνευματική εργασία- είναι απαραίτητο να περνάνε όλοι για ένα διάστημα και από χειρωνακτικές δουλειές), αλλά παρά πέρα γίνεται αναγκαία η ανάπτυξη προσωπικού ερευνητικού έργου που να είναι καινοτόμο. Η αναμάσηση των παλιών γνώσεων στην πνευματική εργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα καθιστά επίσης ανιαρή την εργασία του ανθρώπου και αυτόν μία μηχανή που επαναλαμβάνει απλώς κάποια δεδομένα. Έτσι δεν αρκεί η μίμηση των παλιών κατακτήσεων και η αναπαραγωγή τους μέσα από τη διαδικασία της διδασκαλίας, αλλά η κατάκτηση νέας γνώσης που ανανεώνει διαρκώς την πνευματική του εργασία και την καθιστά όλο και περισσότερο ενδιαφέρουσα για τον ίδιο.
Από την άλλη δεν αρκεί μόνο η δημιουργική εργασία για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου. Η ζωή του δεν μπορεί να περιστρέφεται αποκλειστικά και μόνο γύρω από την πραγματοποίηση νέων κατακτήσεων, αλλά έγκειται και στην απόλαυσή τους. Μετά λοιπόν την δημιουργική εργασία έρχεται η ανάγκη της ψυχαγωγίας του (μέσα από τον αθλητισμό, την τέχνη, την επιστημονική του επιμόρφωση, την ανάπτυξη των διαπροσωπικών του σχέσεων κ.λ.π). Και φυσικά προϋπόθεση για να επιτελεί όλα τα παραπάνω είναι η αναγκαία αυτοσυντήρηση (όπως είναι η ανάπαυση, η διατροφή, η καθαριότητα, η φυσική δραστηριότητα και η πιθανή ιατρική φροντίδα μέσα στη μέρα). Αν υποτιμηθεί ένας από αυτούς τους τρεις παράγοντες (δημιουργική εργασία (ή κατάκτηση)- απόλαυση (ή ψυχαγωγία)- αυτοσυντήρηση), τότε δημιουργούνται ανισορροπίες και προβλήματα στον ανθρώπινο ψυχισμό.
(Αν ήταν να χωρίσουμε τυπικά το 24ωρο ενός παραγωγού στο σοσιαλισμό σε τρία μέρη αυτά θα μπορούσαν να αναφέρονται στα εξής: π.χ 4 ώρες δημιουργική εργασία, 6 ώρες απόλαυση και 14 ώρες αυτοσυντήρηση (ένας τυπικός μέσος όρος). Προσωπικά θα το προσδιόριζα ως 24 ώρες απόλαυσης, αφού όλες οι πλευρές της ζωής γίνονται πλέον ευχάριστες και αποκτούν χαρακτήρα παιχνιδιού).
Τα σημεία που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα (ειδικά η εξασφάλιση προσωπικής στέγης και η δημιουργική εργασία- εντός της οποίας μάλλον πρέπει να προσμετράται και η πολιτική εργασία) αποτελούν προϋπόθεση για την διασφάλιση της οικονομικής και ψυχολογικής αυτονομίας του ατόμου. Αποτελούν τη βάση, τα πόδια πάνω στα οποία στηρίζεται η ύπαρξή του (ειδικά η εργασία αποτελεί τη βασική πηγή τροφοδότησης της προσωπικής αξίας). Δίχως αυτά ο ψυχισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί παραπέρα και ήδη αρχίζουν να εμφανίζονται σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
3ο σημείο
Έρωτας: η ανάγκη της συντροφικότητας και η καλλιέργεια των παθών
Αφού ο άνθρωπος εξασφαλίσει την ψυχική του αυτονομία, επόμενο μεγάλο βήμα για την ανάπτυξη των ψυχικών του δυνάμεων αποτελεί η συντροφική ζωή (προϋπόθεση της οποίας είναι όλα τα παραπάνω). Παρά το ότι έχει εξασφαλίσει την ατομική του αυτονομία (στέγη-μόρφωση-δημιουργική εργασία-ψυχαγωγία-αυτοσυντήρηση), ο άνθρωπος αρχίζει σταδιακά να νιώθει πως παραμένει μισός. Το ψυχολογικό-υπαρξιακό πρόβλημα επανεμφανίζεται μπροστά του αν δεν διαπεράσει επιτυχώς αυτό το νέο σταθμό που λέγεται έρωτας.
Ο έρωτας διπλασιάζει τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου τοποθετώντας τον σε ένα νέο ψυχολογικό επίπεδο, στο οποίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη ψυχολογική αυτονομία. Αποτελεί μια ψυχική ανάγκη ανώτερου επιπέδου που απελευθερώνει νέες δυνάμεις. Σε περίπτωση που αυτή δεν μπορέσει να βρει ικανοποίηση μετατρέπεται σε τροχοπέδη για την περαιτέρω ψυχική του ανάπτυξη και όχι μόνο την εμποδίζει, αλλά και την εκφυλίζει. Ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά (θα μπορούσαμε να πούμε πως ηλικιακά αυτό το διάστημα βρίσκεται περίπου ανάμεσα στα 20-30, όπου εμφανίζεται και η λεγόμενη υπαρξιακή κρίση του 30άρη), παρά το ότι έχει εξασφαλίσει την ατομική αυτονομία, η μη εξασφάλιση του ερωτικού συντρόφου (και ενός ποιοτικού φιλικού περίγυρου- δηλαδή η μοναξιά) ή η μίζερη συμβίωση, όχι απλώς τον εμποδίζουν να διαπεράσει αυτόν το σταθμό ανάπτυξης των ψυχικών του δυνάμεων, αλλά θα λέγαμε ότι η κατάσταση αυτή ρίχνει αυτές τις δυνάμεις στο μισό. Όσο κινείται η ζωή ο άνθρωπος οφείλει να κατακτά νέους σταθμούς, διαφορετικά υποβαθμίζεται η ψυχική του δύναμη.
Σχετικά με την (εξωτερική) καλλιέργεια του ατόμου που παρέχει μία ποιοτική συντροφική ζωή έχει γίνει αναφορά σε προηγούμενο άρθρο. Εδώ απλώς θα αναφέρω συνοπτικά πως βασικοί όροι για αυτήν αποτελούν τόσο η οικονομική-ψυχολογική αυτονομία που προαναφέρθηκε εδώ, όσο και η ατομική καλλιέργεια (καλλιέργεια σώματος-νου-καρδιάς μέσω π.χ της εκγύμνασης, της σφαιρικής μόρφωσης-εξειδίκευσης και της τέχνης)- όροι που καθιστούν έναν άνθρωπο ακέραιο και ερωτεύσιμο, αλλά και παρέχουν τη βάση για την ανανέωση της συντροφικής σχέσης μέσω της συνεργασίας και της αλληλανάπτυξης που αποκτούν όλο και περισσότερο χαρακτήρα παιχνιδιού. Ο απογαλακτισμός λοιπόν από τους γονείς (οικονομικός και ψυχολογικός) δεν αποτελεί προϋπόθεση απλώς για την ψυχική αυτονομία του ανθρώπου, αλλά και για τη συντροφική του ζωή. Η οικονομική και ψυχολογική αυτονομία αποτελούν υλικό όρο για την ανάπτυξη του έρωτα.
Η αστική κοινωνία βάζει σημαντικά εμπόδια εδώ στη φυσική ανάπτυξη αυτού του προτσές. Πέρα από τα οικονομικά εμπόδια, διαστρεβλώνει έντονα και την ψυχική κίνηση στο εσωτερικό της (όχι μόνο εξωτερικά μέσω της οικονομίας).
Από τη μία πατώντας πάνω στα φυσικά πάθη του ανθρώπου- και ειδικά της νεολαίας- (π.χ πείνα, σεξ-έρωτας, όνειρα για κάποιο επάγγελμα ή ζωή γενικότερα) τα υπερδιεγείρει προκειμένου να πουλήσει περισσότερα εμπορεύματα αυτού του είδους- ειδικά μέσα από τα εμπορικά πρότυπα ζωής που προβάλλει η αστική τέχνη και τα ΜΜΕ. Σε αυτή τη διέγερση όμως συμβάλει και η υλική ανάπτυξη της ζωής (π.χ η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας στην κοινωνία με τη σεξουαλική απελευθέρωση του ’70 και το μαζικό αθλητισμό, η ανάπτυξη των μέσων διατροφής και των δημιουργικών μορφών εργασίας, όπως έγινε με την καλλιτεχνική επανάσταση του ’60), κάτι που διεγείρει φυσιολογικά τις φιλοδοξίες του ανθρώπου από τη ζωή, όμως η αστική κοινωνία πατώντας πάνω σε αυτή την εξέλιξη τις υπερδιεγείρει και τις κατευθύνει στη μονομέρεια και την αντίδραση (αποδιεγείροντας κάποια άλλα πάθη από την άλλη).
Αν και αυτό αποτελεί εν μέρει φυσιολογική λειτουργία της τέχνης- η διέγερση των παθών και η αύξηση της φιλοδοξίας του ανθρώπου αποτελεί μια πολύ σημαντική ιδιότητα της τέχνης που οδηγεί στην ανάπτυξη των ψυχικών του δυνάμεων για την επίτευξη μεγαλεπήβολων στόχων- και μπορούμε να πούμε γενικά ότι όλα αυτά τα κινήματα είχαν ένα προοδευτικό χαρακτήρα για την εποχή τους, ωστόσο όταν ο εμπορικός σκοπός συνδυαστεί με την αστική διαπαιδαγώγηση στην τέχνη (με την έννοια «τέχνη» εννοούνται εδώ όλα τα μέσα πολιτικής επικοινωνίας- ΜΜΕ, διαφήμιση κ.λ.π) οδηγούν σε μία υπερβάλλουσα και μονόπλευρη καταναλωτική συμπεριφορά (από τη λαιμαργία μέχρι τον οπαδισμό- συμπεριφορές που μπορούν να λάβουν και καθαρά πολιτική μορφή όπως με τον οπαδισμό των αστικών κομμάτων- αστική συμπεριφορά που μεταφέρεται κάποτε δυστυχώς και εντός του κομμουνιστικού κινήματος ως επιφανειακή εμμονή προς το κόμμα). Μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί εθισμούς που διαταράσσουν την ψυχική ισορροπία του εργαζόμενου.
Από την άλλη η αστική κοινωνία αφαιρεί από τον εργαζόμενο όλα τα μέσα για την ισορροπημένη ικανοποίηση των εξελιγμένων παθών (π.χ μέσα για την ανάπτυξη της ερωτευσιμότητας, για την ισορροπημένη διατροφή, την εξασφάλιση και ανάπτυξη δημιουργικής εργασίας κ.λ.π).
Έτσι από τη μία παρατηρούμε την υπερδιέγερση των ανθρώπινων παθών (που ταυτόχρονα κατευθύνονται προς συντηρητικά και κερματισμένα πρότυπα ζωής) και από την άλλη την αφαίρεση των μέσων για την (ισορροπημένη και ολόπλευρη) ικανοποίηση όχι απλώς των παθών που διεγείρει η φυσική ανάπτυξη της ζωής (και που απαιτεί η ψυχολογική ανάπτυξη), αλλά των αστικά υπερδιεγερμένων παθών (διαμεσολαβημένα πάθη), πράγμα που δημιουργεί μια εσωτερική αντίφαση που πνίγει την ανθρώπινη ψυχή και συμβάλλει στο βάθεμα της ψυχολογικής κρίσης.
Όπως αναφέρθηκε και πριν, υπάρχει και η πλευρά της αποδιέγερσης (ή εξασθένησης) των παθών, η οποία μάλλον συνοδεύει την υπερδιέγερση και συνιστά προϊόν τόσο της διαπαιδαγώγησης όσο και της καταπίεσης του Εγώ. Αυτή η πλευρά μάλλον φαίνεται σε καθαρή δράση στην περίπτωση της θρησκείας που υποτιμά την ικανοποίηση των σωματικών παθών ως αυτοσκοπό και υποτάσσει το Εγώ στη θρησκευτική ζωή (κάτι που επίσης μπορεί να αποκτήσει ένταση οπαδισμού). Ωστόσο αυτά τα πάθη δεν μπορούν να σβήσουν καθώς ο άνθρωπος τα βιώνει μέσα στην υλική του ζωή, η οποία διαρκώς του τα υπενθυμίζει και του τα διεγείρει (ειδικά με την αστική τέχνη και τα ΜΜΕ όπως προαναφέρθηκε, με τα οποία υπάρχει μια εσωτερική αντίθεση). Έτσι και η αποδιέγερση θέτει εμπόδια στη φυσιολογική ικανοποίηση αυτών των παθών και άρα συμβάλει από την πλευρά της στο ψυχολογικό πρόβλημα.
Μπορούμε να πούμε τελικά πως η υπερδιέγερση των φυσικών παθών σε σχέση με την αφαίρεση των μέσων ικανοποίησής τους και η αποδιέγερσή τους σε σχέση με την υλική πραγματικότητα αποτελούν το «μεσαιωνικό ράφι» της λαϊκής ψυχής.
(Το «ράφι» ήταν μεσαιωνικό βασανιστήριο που τέντωνε τα χέρια και τα πόδια του θύματος ταυτόχρονα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντίστοιχα μπορούμε να πούμε ότι η υπερδιέγερση «τραβά» το σώμα της ψυχής προς τα πάνω και η αποδιέγερση προς τα κάτω.)
4ο σημείο
Οικογένεια: από την πλευρά των γονιών
Αφού υλοποιηθεί όλη η προηγούμενη κίνηση, τότε ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι έτοιμος και έχει ανάγκη να διαβεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό σε αυτό το ταξίδι: την απόκτηση οικογένειας. Με αυτή ο ψυχισμός ολοκληρώνεται (στο ατομικό επίπεδο).
Μέσα στην αστική κοινωνία η οικογένεια αποκτούσε από τη μία έννοια αυτοσκοπού, αλλά με σκοπό πάντα την αστική πατριαρχική οικογένεια, όπου ο άντρας έχει το πάνω χέρι και η γυναίκα επιτελεί τις δουλειές του σπιτιού (ταυτόχρονα με την ανάληψη δημόσιας εργασίας). Από την άλλη η οικογένεια προβλήθηκε αργότερα όχι ως ένας ανώτερος σκοπός, αλλά ως δέσμευση που φυλακίζει τον άνθρωπο και αντ’ αυτού προτείνεται τώρα ως λύση μια πιο «ελευθεριακή» ερωτική ζωή. Πρόκειται για τις δύο πλευρές της αστικής αντίληψης για την οικογένεια, οι οποίες εντοπίζονται και μέσα στη λαϊκή οικογένεια.
Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε το εξής: όταν δύο άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν παιδί και να συμβιώσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους, προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η αμοιβαία έλξη που διαρκώς ανανεώνεται όλο και πιο βαθιά- κάτι που θα πρέπει να έχει δοκιμαστεί ήδη κατά την προηγούμενη συμβίωση των δύο (στο θέμα αυτό αναφέρεται το άρθρο του παραπάνω link). Δίχως αυτή τη δημιουργική ανανέωση της ερωτικής σχέσης, η ζωή μετατρέπεται για τους δύο συντρόφους σε βάσανο. Η παραμέληση του σώματος, όπως και το ακαλλιέργητο του νου και της καρδιάς (ή το αντιδραστικό τους περιεχόμενο) καθιστούν το σύντροφο βαρετό και απωθητικό (δεν αναφέρομαι προς το παρόν σε συντρόφους κοινής αστικής ιδεολογίας). Ενώ θα έπρεπε κάθε μέρα να έχει κάτι καινούργιο και όμορφο να προσφέρει, εκείνος καθημερινά επαναλαμβάνεται και πράττει με έναν συντηρητισμό που εκφυλίζει τη σχέση και την καθιστά μίζερη. Βέβαια με τα παραπάνω σχετίζονται τόσο η σχέση του με την εργασία (π.χ πόσο τον εξαντλεί, αν είναι δημιουργική ή μονότονη κ.λ.π), όσο και η ιδεολογική του διαπαιδαγώγηση (ο φιλελευθερισμός, ο φασισμός, ο μηδενισμός, η θρησκεία είναι μερικές από τις συντηρητικές-αντιδραστικές ιδεολογίες που διαθέτουν σημαντική ισχύ μέσα στην κοινωνία σήμερα). Η ισόβια ζωή με έναν τέτοιο σύντροφο μετατρέπεται πραγματικά σε ισόβια φυλακή (εκτός αν μοιράζονται κάποια κοινή ιδεολογία- τότε πρέπει να γίνει περαιτέρω ανάλυση του φαινομένου).
Θα μπορούσε να πει κανείς πως υπάρχει η λύση του διαζυγίου, όμως ας δούμε την ουσία κοιτώντας από πιο ψηλά τον κόσμο: αλήθεια ακόμα και αν χωρίσει κανείς πόσες είναι οι πιθανότητες να βρει μέσα σε μια αστική κοινωνία έναν άνθρωπο που να διαθέτει τα εργαλεία για την ολόπλευρη ανάπτυξη του εαυτού του και της σχέσης τους; Εδώ η μίζερη ερωτική σχέση στην αστική κοινωνία είναι μονόδρομος (η άλλη επιλογή είναι η μοναξιά- εξίσου μίζερη).
Όμως τα βάσανα δεν τελειώνουν εδώ! Δεν είναι μόνο ο μη ερωτεύσιμος, ο μίζερος σύντροφος εκείνο το βάσανο που έπλασε η αστική κοινωνία για τους συζύγους. Τώρα δίπλα σε αυτό έρχεται να προστεθεί και ένα ακόμα «βάσανο»: η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Ο εργαζόμενος (και ειδικά η γυναίκα) χωρίς τη στήριξη του αστικού κράτους αναγκάζεται να επωμιστεί όλα τα βάρη της φροντίδας τους, πράγμα που τον εξαντλεί περισσότερο και του αφαιρεί ακόμα μεγαλύτερο χρόνο από τη ζωή. Η μονοτονία και η εξάντληση του γονιού στις άλλες πλευρές της ζωής του (συζυγική ζωή, εργασία κ.λ.π) ήδη τον προδιαθέτουν αρνητικά απέναντι στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων (που από τη φύση της αυτή η φροντίδα έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία). Το κλάμα ενός παιδιού ακούγεται στα αυτιά ενός κουρασμένου και ανερώτευτου εργαζόμενου ως τσιρίδα, η αργοκινησία ενός ηλικιωμένου ως αιωνιότητα. Το φαινόμενο προσλαμβάνεται από τον εργαζόμενο αρνητικά διογκωμένο, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα μια επίσης «διογκωμένη» αρνητική αντίδραση από την πλευρά του. Δεν μπορεί να δει κάτι το θετικό στην όλη διαδικασία (ειδικά αν π.χ ο ηλικιωμένος δεν έχει κάτι το πνευματικό και ποιοτικό να προσφέρει). Η συναναστροφή μαζί τους μετατρέπεται απλώς σε αγγαρεία (ενώ θα έπρεπε να αποτελεί μια δημιουργική σχέση). Έτσι ο γονιός νιώθει (και έτσι είναι) πως θυσιάζει όλη τη ζωή και την προσωπικότητά του στο βωμό της οικογένειας, για αυτό τη βιώνει και ως φυλακή (Όπως έλεγε ο Μαρξ για τον εργαζόμενο ότι νιώθει ελεύθερος μόνο έξω από την εργασία, γιατί του είναι μονότονη και εξαντλητική, έτσι ακριβώς μπορούμε να πούμε εδώ και για τον γονιό πως νιώθει ελεύθερος μόνο έξω από την οικογενειακή ζωή).
Επίλογος
Τώρα λοιπόν αν συνεκτιμήσει κανείς όλους τους παραπάνω παράγοντες στη ζωή του ανθρώπου ( 1) αντίθεση νέου με γονείς, 2) δημιουργική εργασία-απόλαυση-αυτοσυντήρηση, 3) έρωτας και καλλιέργεια των παθών, 4) οικογένεια από τη θέση του γονιού) μπορεί να αρχίσει να σχηματίζει μια εικόνα για τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την ψυχική του ανάπτυξη και έτσι να αντιληφθεί τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τις διάφορες συμπεριφορές του ανθρώπου. Αν και το θέμα φυσικά δεν εξαντλείται με το παραπάνω άρθρο ωστόσο εκτιμώ πως δίνει μια πρώτη γενική εικόνα του ψυχολογικού προτσές στο επίπεδο του ατόμου από το οποίο μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για διάφορα ψυχολογικά φαινόμενα μέσα στην αστική κοινωνία (από την ανία και τη μελαγχολία μέχρι την τοξικοεξάρτηση, το φανατισμό και την ενδοοικογενειακή βία).
Βαξεβάνης Γιώργος 30/06/20
Υποσημειώσεις:
*Σχετικά με τον παράγοντα του σώματος
Ένας ακόμη παράγοντας που καθορίζει την ψυχολογία του ατόμου είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σώμα του. Ο άνθρωπος κληρονομεί ένα δοσμένο σώμα τρεις φορές στη ζωή του: όταν γεννιέται, όταν ενηλικιώνεται και όταν γερνάει. Στην πρώτη περίπτωση οι γονείς μάλλον φέρουν μία ευθύνη για το σώμα που θα κληροδοτήσουν γενετικά στο παιδί τους (μπορεί η βιολογική κατάσταση των γονιών να μην έχει καμία σημασία για τη γενετική του παιδιού;), στη δεύτερη η ευθύνη αρχίζει να μετατοπίζεται σταδιακά στο παιδί, αλλά εξακολουθούν οι γονείς να φέρουν τη βασική ανατρέφοντας το παιδί έως ότου αυτό ενηλικιωθεί και αποκτήσει αυτοδυναμία. Φυσικά, αν δούμε γενικότερα το φαινόμενο ιδιαίτερη ευθύνη φέρει η κοινωνία και η βιοπολιτική που ασκεί ένα κράτος για τους πολίτες του.
Η υπερβολή (ή οι δυσαναλογίες) στη σωματική διάπλαση μπορεί να προκαλέσουν κάποιες ανασφάλειες καθώς το άτομο συγκρίνει τον εαυτό του με τον περίγυρό του και ειδικά με το μέσο πρότυπο (στην αστική κοινωνία ειδικά τα πρότυπα αυτά δημιουργούν στο άτομο ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια ή απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι στην προσωπική σωματική φροντίδα, κάτι που συνδέεται όμως και με την ιδεολογία).
Η διαφορετικότητα στη σωματική διάπλαση μεταξύ των ανθρώπων είναι κάτι φυσικό, ωστόσο ο καπιταλισμός με τη βιοπολιτική του την υπερβάλλει, τη διατηρεί και την αναπαράγει. Η ανασφάλεια που προκαλείται στο άτομο με αυτόν τον τρόπο πλάθει μια χαμηλή αυτοεκτίμηση που μειώνει την ψυχική του δύναμη και οδηγεί σε ασθενή δράση ή αποτελεί βάση για αντιδραστικές συμπεριφορές. Αυτό τρυπά ακόμα περισσότερο την αυτοεκτίμηση και τις ψυχικές του δυνάμεις (καθώς η δράση είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη της προσωπικής αξίας και της προσωπικότητας) και σωρευτικά οδηγεί προς την ψυχική κατάπτωση ή στην οξυθυμία.
Από την άλλη η αστική κοινωνία έχει αναπτύξει μία ιδεολογία «αποδοχής του εαυτού ως έχει» (ειδικά με το Μεταμοντερνισμό) που όταν την ενσωματώνει το άτομο μπορεί να νιώθει αρχικά «άνετα» με τον εαυτό του παρά τις υπερβολές στο σώμα, όμως δεν μπορεί να αποδράσει ποτέ τουλάχιστον από τρία πράγματα: 1) Τα προβλήματα υγείας που προκαλεί αυτή η κατάσταση στο σώμα του, 2) Τη σύγκριση με τον κόσμο γύρω του (καθώς πρόκειται για αντικειμενική λειτουργία του νου όταν έρχεται σε επαφή με τους άλλους) και 3) Την ελλειπή απόλαυση ορισμένων σημαντικών πλευρών της ζωής (που αρχίζουν από την άθληση και φτάνουν μέχρι τον έρωτα). Έτσι και πάλι εδώ συντελείται μια υποτίμηση των ψυχικών δυνάμεων του ατόμου που συνεχίζει να δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα στον άνθρωπο παρά την ιδεολογία της «αποδοχής του εαυτού» (αυτή απλώς συντηρεί το άτομο σε αυτή την κατάσταση που όσο όμως συνεχίζει να τη βιώνει μεταβαίνει σε όλο και χειρότερη θέση).
Τέλος η αναπαραγωγή της υπερβολής στο σώμα από την αστική κοινωνία παρέχει μια φυσική βάση για την ανάπτυξη ρατσιστικών αντιλήψεων (κάτι που δεν έχει βέβαια να κάνει απλώς με το σώμα, αλλά γενικότερα με την ανισόρροπη ανάπτυξη των ανθρώπων που προκαλείται από την ανισόμετρη ανάπτυξη της κοινωνίας).
Με αυτή τη μικρή νύξη της σχέσης σώματος και ψυχολογίας μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία που έχει η βιοπολιτική ενός κράτους και την ευθύνη που φέρει αυτό συνεργατικά με τους γονείς για το σώμα που κληροδοτείται στη νέα γενιά είτε γενετικά, είτε λόγω ανατροφής (στην ενηλικίωση το σώμα ολοκληρώνεται (όπως και η προσωπικότητα) ως προϊόν της ανατροφής και ο νέος πρόκειται να κουβαλάει αυτό το καλούπι για το υπόλοιπο της ζωής, καθώς μάλλον δύσκολα πλέον θα επιδέχεται μεγάλες αλλαγές). Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε εδώ πως οι γονείς αποτελούν ένα κράτος μέσα στην οικογένεια που συνεργάζεται με το εθνικό κράτος.
**Σχετικά με τη μονογαμία
Ο άνθρωπος περνά από ένα στάδιο πολυγαμίας στην ερωτική του ζωή- που ξεκινά από την εφηβία και φτάνει μέχρι την ηλικία ανάμεσα στα 20 με 30 και αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία (που αν παρεμποδιστεί μπορεί να προκληθούν μελλοντικά διάφορα κωλύματα)- κατά το οποίο η σεξουαλική του ζωή συνιστά έναν πειραματισμό από βραχυπρόθεσμες ερωτικές εμπειρίες (αφού ακόμα ο άνθρωπος δεν έχει οικοδομήσει ολοκληρωμένη προσωπικότητα και δεν έχει την ωριμότητα που χρειάζεται για να οικοδομήσει μακροπρόθεσμες ερωτικές σχέσεις). Η συγκέντρωση αυτών των εμπειριών ωριμάζει τον άνθρωπο (όταν διαθέτει και τα κατάλληλα πνευματικά εργαλεία ταυτόχρονα για να είναι σε θέση να εξάγει και τα κατάλληλα συμπεράσματα) και τον οδηγούν προς τη μονογαμία. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως ούτε η σεξουαλική πράξη από μόνη της τον γεμίζει, ούτε απλώς το ρομαντικό συναίσθημα. Και φυσικά ούτε η παραίτηση από την ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης μπορεί να τον κάνει να αποδράσει από αυτή. Η συνεύρεση με διάφορους συντρόφους την ίδια στιγμή ή ανά διαστήματα τον κομματιάζει και δεν μπορεί να αφοσιωθεί έτσι σε έναν, να συγκεντρώσει σε αυτόν όλες του τις δυνάμεις προκειμένου να οικοδομήσει την (αντικειμενικά) πιο βαθιά σχέση που υπάρχει στη ζωή (αυτή της ερωτικής αγάπης). Η συγκέντρωση και η αφοσίωση σε έναν άνθρωπο παρέχει στους δύο συντρόφους μια βαθιά και ορμητική αλληλοανάπτυξη που τους εμφυσά το πιο βαθύ πάθος που μπορεί να βιώσει κανείς στη ζωή, κάτι που τους καθιστά πολύ πιο παραγωγικούς σε σύγκριση με την περίπτωση που κερμάτιζαν την οικοδόμηση αυτού του πάθους με διάφορους συντρόφους. Έτσι θα λέγαμε πως η πολυγαμία αποτελεί ένα φυσικό ψυχοσωματικό προστάδιο για τη μονογαμία.