«Σαν να ’χω χάσει το εισιτήριο…»
Αναφερόμενος στον Σκαρίμπα είναι αδύνατο να μη σταθώ στον Διονύση Τσακνή, που, θέλοντας και μη, έγινε για μια μερίδα ανθρώπων το πρόσωπο των τελευταίων ημερών – για λόγους όχι καλλιτεχνικούς.
Επέτειος γέννησης του Γιάννη Σκαρίμπα σήμερα και θυμήθηκα ένα τραγούδι. Για να είμαι ακριβής, ένα μελοποιημένο από τον Διονύση Τσακνή ποίημα του Σκαρίμπα θυμήθηκα, που στάθηκε αφορμή για να ψάξω να βρω γραμμένους τους στίχους και να τους διαβάσω.
Το εισιτήριο
Νάναι σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο-όλο
…το … εισιτήριο να λέω συντρόφοι ωραίοι!…
Και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι βαρκαρέοι…Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
– ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
μετέωρο – μες στις αχλές του- το βαπόρι…Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαίω
– κιόλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λέω…
Ο Σκαρίμπας υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου των γραμμάτων, αλλά κι αγράμματος να ήταν η λάμψη του θα θάμπωνε πολλούς «γραμματιζούμενους». Πολυδιάστατη προσωπικότητα, ανήσυχο πνεύμα, αθυρόστομος, αντισυμβατικός, σαρκάζων και αυτοσαρκαζόμενος, ανυπότακτος, ευαίσθητος, με σκέψη κοφτερή σαν δίκοπο μαχαίρι, δε χαριζόταν. Οτιδήποτε δεν συμβάδιζε με τις αρχές και τις αξίες του το χτυπούσε, κατάμουτρα ή στο χαρτί. Δεν δίσταζε να τα βάλει με κάθε εξουσία και κατεστημένο, στην πολιτική, στην κοινωνία, στα γράμματα, εξακοντίζοντας τα φαρμακερά του βέλη στην καρδιά του καθωσπρεπισμού, της υποκρισίας, τη μικροαστικής σαπίλας, της κοινωνικής αδικίας.
Σου αρέσει ή όχι το έργο του, συμφωνείς ή όχι με τον ίδιο, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις ότι παρέμεινε απροσκύνητος, μέχρι που έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Ο Σκαρίμπας χτυπούσε τους έχοντες ισχύ και εξουσία με πάθος, υπερασπιζόταν τους αδύναμους, δεν συγχωρούσε όμως τους δειλούς, απεχθανόταν τους αμέτοχους και τους «ουδέτερους».
Η ζωή μάς αναγκάζει να παίρνουμε θέση. Από τα πιο μικρά και καθημερινά «στις σχέσεις στη φαμίλια, στην καθημερινή ρουτίνα» μέχρι τα μεγάλα. Και για τη θέση μας κρινόμαστε. Οι πράξεις μας είναι αυτές που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν όσα «χωρίς περίσκεψιν…χωρίς αιδώ» ή μετά από βάσανο (τη) εκφράζουμε με το λόγο – προφορικό ή γραπτό – κατά καιρούς. Οι ίδιες οι πράξεις μας είναι ο παντοτινός καθρέφτης αυτού που είμαστε και όχι αυτού που θέλουμε να δείχνουμε ότι είμαστε. Σα να παίρνει η συνείδησή μας σάρκα και οστά και να εκτίθεται μπροστά στους κριτές της.
Αυτά ισχύουν για τον καθένα, πιο πολύ όμως για κείνους που η έκφρασή τους δεν περιορίζεται στους τοίχους του σπιτιού ή του γραφείου τους, αλλά έχει βρει δρόμους να φτάνει σε πολυπληθή ακροατήρια. Πολλές φορές, άδικα, απομονώνεται κάτω από μικροσκόπια για να εξεταστεί μέχρι το μεδούλι. Άλλες, είναι τόσο απτή και ξεκάθαρη που δεν χρειάζεται ούτε δεύτερη ανάγνωση.
Αναφερόμενος στον Σκαρίμπα είναι αδύνατο να μη σταθώ στον Διονύση Τσακνή, που, θέλοντας και μη, έγινε για μια μερίδα ανθρώπων το πρόσωπο των τελευταίων ημερών – για λόγους όχι καλλιτεχνικούς.
Ο Τσακνής δεν εμπνεύστηκε απλά από το ποιητικό έργο του Σκαρίμπα. Το πίστεψε, το αγκάλιασε, αναμετρήθηκε μαζί του και το ανέδειξε – όσο μπορούμε να το πούμε αυτό για έργα σημαντικά και αυτόφωτα – με τη μουσική του. Ή, πιο σωστά, έφερε ένα μέρος του κοντά σ’ ένα κοινό που στην πλειονότητά του δεν θα το συναντούσε ποτέ στις σελίδες ενός βιβλίου ή στην οθόνη του κινητού. Ένα κοινό κάθε ηλικίας που μένει στην επιφάνεια, είτε γιατί δεν γνωρίζει τι θησαυροί κρύβονται από κάτω, είτε γιατί δεν έμαθε στη ζωή του να σκάβει, είτε γιατί δεν θέλει να κουραστεί σκάβοντας. Ο Τσακνής δεν ανήκει σε καμιά από τις κατηγορίες της επιφάνειας, ούτε σαν καλλιτέχνης, ούτε σαν άνθρωπος – αν είναι δυνατό αυτά τα δυο να διαχωριστούν.
Αυτός είναι ο πιο σημαντικός από τους λόγους που η στάση του τα τελευταία χρόνια απογοήτευσε πολλούς απ’ αυτούς που κοιτάνε κάτω από την επιφάνεια. Όσοι δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, αυτό που κρίνουμε έχει σηματοδοτηθεί από τον ίδιο, από το έργο του αλλά και από το δημόσιο λόγο και παρουσία του.
Η αίσθησή μου είναι ότι ο Τσακνής ξανασυστήθηκε στο πάρκο Τρίτση, στη μαγική βραδιά με τα πολιτικά τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου, ή επιχείρησε να ξανασυστηθεί σ’ ένα κοινό το οποίο ο ίδιος με τις πράξεις του τα τελευταία χρόνια πίκρανε και απογοήτευσε. Δεν ήταν ότι έφυγε από το «σπίτι του», όπως αποκάλεσε επιστρέφοντας το ΚΚΕ. Είναι ο τρόπος που επέλεξε να το κάνει, αυτά που έγραψε φεύγοντας και το μέσο στο οποίο τα δημοσίευσε. Μπορεί να παραμεριστούν, όμως δεν γίνεται να ξεχαστούν. Όχι από τάση εκδίκησης – κάθε άλλο! – μα γιατί η ανθρώπινη μνήμη δεν υπακούει μόνο στη λογική.
Πολλοί έφυγαν κατά καιρούς, πριν ή μετά τον Τσακνή. Κάποιοι, όπως έδειξε η ζωή, για πάντα, κάποιοι επέστρεψαν, κάποιοι πιθανώς θα επιστρέψουν στο μέλλον, κάποιοι άλλοι θα φύγουν, ποτέ δεν ξέρεις ποιοι. Δεν είναι όμως με όλους το ίδιο. Από κάποιους έχεις απαιτήσεις. Κακώς, ίσως, αλλά οι ίδιοι σου έδωσαν αυτό το δικαίωμα.
Ακόμα και να ήθελα να αποδεχτώ την αιτίαση που συμπυκνώνεται στη φράση «έλα μωρέ καλλιτέχνες είναι, τι περιμένεις», είναι κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες που με τη στάση τους δεν με αφήνουν. Αυτοί που παραμένουν αταλάντευτοι στις ιδέες και στα ιδανικά τους. Αυτοί που διαφώνησαν και δεν έκαναν τη διαφωνία τους σημαία. Αυτοί που είτε επειδή έπιασαν την καλή, είτε επειδή πήραν τα μυαλά τους αέρα, είτε για λόγους συναλλαγής, αλλά είτε και γιατί απογοητεύτηκαν, πικράθηκαν, έπαψαν να ελπίζουν ή απλά κουράστηκαν, γύρισαν στο κανονικό τους σπίτι χωρίς να οπλίσουν το χέρι του αντίπαλου. Αυτοί που όταν έφυγαν δεν άλλαξαν στρατόπεδο. Αυτοί που διατήρησαν την αξιοπρέπειά τους άτρωτη στα μάτια μου.
Όμως, και το να συγκρίνουμε αυτούς που έφυγαν με αυτούς που ποτέ δεν ταλαντεύτηκαν, δεν είναι πάντα σωστό και δίκαιο. Ούτε η σύγκριση διαφορετικών μεταξύ τους εποχών μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ένθεν κακείθεν, ως «στοιχείο» ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό για τη στάση κάποιου. Η σημερινή εποχή έχει τις δικές της τεράστιες δυσκολίες, όπως και απαιτήσεις.
Ο Τσακνής με τσίγκλησε να ψάξω λίγο περισσότερο μέσα στον Σκαρίμπα. Κι ο συνειρμός, που είχε αποτέλεσμα να γραφτεί τούτο το σημείωμα, έγινε αναπόφευκτος ξαναδιαβάζοντας μετά από χρόνια μια ξεχασμένη συνέντευξή του στον Ριζοσπάστη, από την οποία ξεχώρισα αυτό το πολύ μικρό απόσπασμα:
Ερώτηση: (…)Πώς μπορούν οι άνθρωποι που παράγουν πολιτισμό να βοηθήσουν το λαό να κατανοήσει την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει και ν’ αγωνιστεί για το δίκιο του;
Δ. Τσακνής: Με το έργο τους κυρίως, αλλά και με την καθαρή στάση τους. Εκείνο που διαφοροποιεί τους ανθρώπους δεν είναι μόνον η πλευρά που διαλέγουν να σταθούν, αλλά η στάση τους σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Δεν μπορεί να δηλώνεις προοδευτικός και οι πράξεις σου να το αναιρούν πανηγυρικά.(…)
Τα γραπτά μένουν, όπως οι παλιές πληγές, που όταν τις σκαλίζεις δεν κλείνουν ή αργούν να κλείσουν. Μα κι όταν κλείσουν, τα σημάδια τους θα σου θυμίζουν πάντα ότι υπήρξαν. Η όποια καλή πρόθεση και διάθεση, ακόμα και αν κλείνει τα μάτια μπροστά στα γλιστερά σκαλοπάτια της μνήμης, θα έχει κατά νου να μη σκοντάψει.
Ίσως φταίμε κι εμείς (βάζω και τον εαυτό μου μέσα), που απαιτούμε πολλές φορές από τους καλλιτέχνες να σηκώσουν βάρος που δεν αντέχουν οι πλάτες τους. Ίσως να παραγνωρίζουμε τον ρόλο τους, συγχέοντας την ιδιότητά τους με μια αποστολή που στο δικό μας το μυαλό έχει κιόλας χαραγμένη και τη διαδρομή. Και σαν να μετράμε τους κρίκους στην ίδια αλυσίδα, όταν εισπράξουμε τη διάψευση, της δίνουμε διαστάσεις μεγαλύτερες από τις σωστές. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που παράγουν πολιτισμό, που η στάση ζωής τους δεν ήταν αντάξια του έργου τους. Δεν αναφέρομαι στον Τσακνή, αφορμή μου έδωσε. Πολλοί οι καλλιτέχνες σήμερα για τους οποίους λέμε, καλύτερα αυτόν να τον ακούς να τραγουδάει, να τον βλέπεις να παίζει, να χορεύει, παρά να τον ακούς να μιλάει, δηλαδή να παίρνει θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν είναι «κουσούρι» μόνο της εποχής μας αυτό, πάντα συνέβαινε.
Έχουμε ανάγκη από τους σύγχρονούς μας παραγωγούς πολιτισμού, είναι ζητούμενο να μας εμπνεύσουν με το έργο τους, αλλά και με τη στάση ζωής τους. Κάποιοι το κάνουν. Φωνές τύπου «πού είναι οι καλλιτέχνες και οι άνθρωποι των γραμμάτων σήμερα;», που ακούμε ειδικά τα τελευταία χρόνια, αυτά που συνηθίσαμε να αποκαλούμε χρόνια της κρίσης, ακόμα και αν δεν ξεστομίζονται από τα ίδια κίνητρα, είναι άδικες. Δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης το παρελθόν. Ούτε το σημερινό (sic) παρόν, όταν με τη σειρά του γίνει παρελθόν θ’ αποχτήσει βαρύτητα μεγαλύτερη από αυτή που του αναλογεί. Γυρίζουμε πίσω και θα γυρίζουμε, για να στηριχτούμε, να πάρουμε δύναμη, να εμπνευστούμε από το έργο, τη διαδρομή και τα διδάγματα σπουδαίων δημιουργών του πνεύματος και της τέχνης, που τόσο ανάγκη το έχουμε. Όπως έκαναν οι προηγούμενες γενιές, όπως θα κάνουν και οι επόμενες με τους σπουδαίους σύγχρονούς μας δημιουργούς και καλλιτέχνες.
Οι λίγο μεγαλύτεροι έχουμε χορτάσει τόσα χρόνια από λόγια και ο Τσακνής έχει κάνει καλύτερα πήγαιν’ έλα. Για το δρομολόγιο της επιστροφής πάντα υπάρχει εισιτήριο και κάποιοι στο σταθμό να σε περιμένουν. Μόνο που το ταξίδι δεν τελειώνει με την επιστροφή, τότε ξεκινάει. Πάνω στις ράγες του χρόνου η ζωή αφήνει για τον καθένα το δικό της γραφτό, όπως κάνει πάντα με όλους, τους κρινόμενους και τους κριτές.