Σε αναζήτηση δικαιοσύνης
Η αστική τάξη χρησιμοποίησε τη νομική μορφή, ώστε να κρύψει τη βιαιότητα της άσκησης της εξουσίας της. Αν η εξουσία εκδηλωνόταν στον απόλυτο βαθμό της, αν δρούσε με απόλυτο κυνισμό υπήρχε κίνδυνος να μην ήταν πάντα αποδεκτή. Διαλέγοντας τη νομική μορφή, η εξουσία θέτει μεν τις απαγορεύσεις, αλλά αφήνει να διαφαίνονται και οι ελευθερίες.
Η υπόθεση του κρατούμενου Β. Δημάκη, για άλλη μια φορά, δεν διαφωτίζει μόνο τη θέση της ίδιας της κρατικής εξουσίας και των οργάνων της σχετικά με τα δικαιώματα των φυλακισμένων, αλλά μοιάζει να λειτουργεί και ως ένα είδος καθρέφτη στον οποίο αντανακλάται, ως ένα βαθμό και μάλιστα στο ορατό μέρος της, η συμπεριφορά του κράτους απέναντι σε αδύναμους. Και καθώς τις ίδιες μέρες, από τη Μινεάπολη των ΗΠΑ, κυκλοφόρησε το βίντεο της αστυνομικής βαρβαρότητας με το θάνατο του μαύρου άνδρα, που ο αστυνομικός του πατούσε το λαιμό τη στιγμή της σύλληψής του μην αφήνοντάς τον να αναπνεύσει, δεν μοιάζει παράδοξο η συνειρμική ανάκληση στη μνήμη της ταινίας του 1932 σε σκηνοθεσία Μέρβιν Λερόι, «Είμαι ένας δραπέτης». Ταινία ιδιαίτερα επικριτική για το νομικό σύστημα των ΗΠΑ, τις δυνατότητες απονομής δικαιοσύνης και τη διαβίωση σε συνθήκες σκλαβιάς των φυλακισμένων. Κι αν στις μέρες μας, σύμφωνα με νόμους και όσο τουλάχιστον μπορούμε να γνωρίζουμε, έχουν εξαλειφθεί οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων όπως στην ταινία σαν σκλάβοι με αλυσίδες, η αφερεγγυότητα της Πολιτείας, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει να είναι διαχρονική, όπως και η κατάχρηση εξουσίας από κρατικά όργανα.
Σε σχέση με την ταινία, αναγνωρίζεται στην καταπάτηση, από εκδικητικότητα, της υπόσχεσης που δίνεται από τον εκπρόσωπό της Πολιτείας για την έκτιση ποινής του καταζητούμενου δραπέτη (ο οποίος είχε αναδειχτεί σε αξιόλογο στέλεχος της κοινωνίας στα χρόνια της δραπέτευσής του) και η δική μας κρατική εξουσία με τις δικαιολογίες της για τη μη υλοποίηση των δεσμεύσεων της που αφορούν στην εκπαίδευση του κρατουμένου Δημάκη, αλλά και γενικά η εξαπάτηση του νομικού συστήματος για ισονομία.
Αν η επιβολή ποινών σε εγκληματίες έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα, όπως το νομικό μας σύστημα ισχυρίζεται, στόχος της ποινής είναι να μεταμορφώσει τον εγκληματία, να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Μπορεί ο δικαστής να καταλογίζει την ποινή, όμως η εκτέλεσή της λαμβάνει χώρα μακριά από την αίθουσα του δικαστηρίου και για να διαπιστωθεί αν πράγματι η ποινή πραγματοποιεί το στόχο της μεταμόρφωσης του κατάδικου χρειάζεται ένας μηχανισμός που θα ελέγχει τα αποτελέσματα της τιμωρίας εντός της φυλακής. Αυτός ο αυτόνομος μηχανισμός της φυλακής, με τους φύλακες, διευθυντές κλπ. είναι που ελέγχει την εκτέλεση της ποινής και μπορεί να επιβάλλει την εξουσία του στον κρατούμενο. Γι’ αυτό και έχει σημασία η μεταφορά, επί το δυσμενέστερον, της δικαιοδοσίας των φυλακών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης σ’ αυτό της Προστασίας του Πολίτη. Όταν λοιπόν το κράτος, μέσω της συγκεκριμένης εξουσίας που επιβάλλει τις ποινές, αφήνει περιθώρια στα εκτελεστικά του όργανα ακόμα και τους δικούς του νόμους να εφαρμόζουν κατά το δοκούν, καθορίζει και τα όρια της απόλυτης κι αταλάντευτης εξουσίας του που είναι άνθρωποι στο περιθώριο κι εξαρτώμενοι απόλυτα από τη βούλησή του. Και είναι κι αυτός ένας από τους πιο ανώδυνους τρόπους για την εξουσία να βεβαιώνει πως η ισχύς της δεν περιορίζεται μόνο στην καταστολή κάθε αγωνιστικού φρονήματος σε κρατούμενους, αλλά μπορεί να διαχέεται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Γι’ αυτό θεωρεί πως θα πρέπει να καταστέλλεται και κάθε αγωνιστική διεκδίκηση πριν ξεφύγει πέρα από τους τοίχους της φυλακής, για να μη χρειάζεται να δικαιολογηθεί στους έξω, όπως έγινε στην περίπτωση του Β. Δημάκη.
Τόσο λοιπόν το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με ανακοίνωσή του υποστηρίζει πως «Η Πολιτεία λειτουργεί σεβόμενη απολύτως το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των κρατουμένων. Δεν λειτουργεί εκδικητικά και του παρέχει κάθε διευκόλυνση να σπουδάσει», όσο και η Γ.Γ Αντεγκληματικής Πολιτικής Σ. Νικολάου απορρίπτει τις κατηγορίες για εμπαιγμό του κρατουμένου, ισχυριζόμενη πως «κάποιοι εκμεταλλεύονται την κατάσταση, επιζητώντας να εμφανιστούν ως οι διαπρύσιοι ιεροκήρυκες ενός σωφρονισμού που έχουν στο μυαλό τους, όπου η ασφάλεια και η τήρηση της νομιμότητας είναι έρμαια στις παράλογες, ανυπόστατες και εκβιαστικές διαθέσεις των κρατουμένων. Δεν θα τους ακολουθήσουμε σε αυτόν τον κατήφορο».
Ο περίφημος βέβαια σωφρονισμός των εγκλείστων δε φαίνεται να επιτυγχάνεται, αλλά αντιθέτως, το ποσοστό της εγκληματικότητας παραμένει αμείωτο. Οι κριτικές που αρθρώνονται γι’ αυτό κατηγορούν τη φυλακή πως προκαλεί την υποτροπή των τροφίμων μέσω της απομόνωσης, της ανώφελης εργασίας και των καταναγκασμών που επιβάλλει. Όλη αυτή η διαδικασία που πίσω από τους τοίχους των φυλακών φτάνει στις παρυφές της νομιμότητας δεν προσπαθεί παρά να ελέγξει, να ρυθμίσει και φυσικά να αποκομίσει οφέλη από την άσκησή της και πολύ λιγότερο, παρά τις διακηρύξεις, να βοηθήσει στη μεταμόρφωση των κρατουμένων. Γι’ αυτό και οι γενναίες προσπάθειες του Β. Δημάκη βρήκαν συμπαραστάτες στον «έξω» κόσμο.
Εξάλλου τα νομικά συστήματα στα αστικά κράτη δεν κάνουν άλλο από το να κάνουν αποδεκτή την κυρίαρχη εξουσία, χωρίς έτσι να είναι αυτή πάντα υποχρεωμένη να δρα αρνητικά, καταπιεστικά, σκοταδιστικά, ώστε να της αντιπαραβάλλουμε την επιθυμία και τη γνώση του ελεύθερου ανθρώπου. Εσωτερικεύοντας ο καθένας τις επιταγές της, η αστική εξουσία επιδρά στο επίπεδο της επιθυμίας και της γνώσης κι έτσι πια εκτίθεται όσο το δυνατόν λιγότερο, ενώ επιδιώκει τα όσο το δυνατόν μεγαλύτερα αποτελέσματα.
Εφοδιασμένη η κοινωνία μας με ένα σύστημα δικαίου, με νόμους, θεσμούς δικαίου, δικαστήρια επαγγέλλεται την ισονομία και τη ρύθμιση της κοινωνικής αταξίας. Μόνο που τα νομικά δικαιώματα και η τυπική νομική ισότητα είναι θεμελιωμένα πάνω στην εκμετάλλευση, στους ατομικούς εξαναγκασμούς και τις ιεραρχήσεις. Ενώ λοιπόν μπορεί φαινομενικά και σήμερα το σύστημα του δικαίου να καθορίζει την εξουσία, ωστόσο αν προσεγγίσουμε την εξουσία στις παρυφές της, στις πιο απειροελάχιστες εκφάνσεις της, στα πλέον ασήμαντα σημεία της και θεσμούς όπως οι φυλακές, αποδεικνύεται πως η εξουσία υπερβαίνει τους κανόνες του δικαίου που την οργανώνουν και την οριοθετούν και εκτείνεται πέρα από αυτούς, επενδύεται σε θεσμούς, ενσωματώνεται σε τεχνικές και σε μεθόδους κάθε μορφής καταναγκασμού.
Η αστική τάξη χρησιμοποίησε τη νομική μορφή, ώστε να κρύψει τη βιαιότητα της άσκησης της εξουσίας της. Αν η εξουσία εκδηλωνόταν στον απόλυτο βαθμό της, αν δρούσε με απόλυτο κυνισμό υπήρχε κίνδυνος να μην ήταν πάντα αποδεκτή. Διαλέγοντας τη νομική μορφή, η εξουσία θέτει μεν τις απαγορεύσεις, αλλά αφήνει να διαφαίνονται και οι ελευθερίες. Η εξουσία η βασισμένη στο σύστημα του δίκαιου χαράζει τη γραμμή μεταξύ του απαγορευμένου και του επιτρεπτού και θέτοντας αυτό το όριο εμφανίζεται και ως ο ρυθμιστής του κοινωνικού χάους. Παράλληλα, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως διαβαίνοντας αυτό το όριο κανείς μπορεί να “ελευθερωθεί” και να θέσει εαυτόν εκτός εξουσίας νικώντας την. Γι’ αυτό και πολλές φορές οι συγκρούσεις με κατασταλτικούς μηχανισμούς ή οι παραβατικές συμπεριφορές, ως αυτοσκοποί, θεωρήθηκαν επαναστατικές κι απελευθερωτικές πράξεις, παρόλο που όταν δεν επηρεάζουν τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής οι συνέπειές τους είναι βραχυχρόνιες.
Άλλωστε, μπορεί στην καπιταλιστική κοινωνία να κατέχει την εξουσία η αστική τάξη που την ασκεί καταπιεστικά και εκμεταλλευτικά ενάντια στην εργατική τάξη, αλλά αυτή στην καθημερινότητα δεν ασκείται μόνο απρόσωπα και απόμακρα. Η εξουσία διαχέεται δια μέσου ατόμων που σε διάφορα επίπεδα εφαρμόζουν νόμους και κανόνες για την απρόσκοπτη λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους. Άτομα που αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης γίνονται, ή τουλάχιστον το πιστεύουν, όχημα της εξουσίας αναπτύσσοντας και ανάλογη συμπεριφορά, ακόμα κι αν ταξικά δεν ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη. Ένα τέτοιο παράδειγμα, σημείο όπου η εξουσία αρθρώνεται και αναπτύσσεται θεώρησε πως είναι η Γενική Γραμματέας Σ. Νικολάου όπως φαίνεται από τις ενέργειές της στην υπόθεση Β. Δημάκη. Ωστόσο η υποχώρησή της μπροστά στις αντιδράσεις από τον έξω κόσμο και την αποφασιστικότητα του ιδίου του κρατουμένου δείχνει και τις δυνατότητές των αγωνιστικών κινητοποιήσεων. Την ίδια στιγμή βέβαια οι προσωποποιημένες παραβάσεις ή καταχρήσεις εξουσίας λειτουργούν και σαν ασφαλιστική δικλείδα για το ίδιο το σύστημα, αφού απαξιώνοντας τα συγκεκριμένα πρόσωπα το ίδιο το σύστημα διασώζεται και μένει στο απυρόβλητο.
Αν λοιπόν στη συγκεκριμένη ταινία του 1932 η απονομή δικαιοσύνης δεν διαφοροποιείται βασικά από τη σύγχρονη είναι γιατί όλο το νομικό πλαίσιο συνεχίζει να χτίζεται πάνω στο ίδιο εκμεταλλευτικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Κι αν πριν 88 χρόνια οι κρατούμενοι έχαναν την ανθρώπινη υπόστασή τους στη φυλακή με την εξοντωτική δουλειά και τις σιδερένιες μπάλες στα πόδια ακόμα και στον ύπνο, η σύγχρονη εξουσία της αστικής τάξης δεν είναι μονοδιάστατη και μονοδρομική, δεν θέλει να φαίνεται ανάλγητη, γι’ αυτό αλλάζει τακτικές, επενδύει στα φαινόμενα και καλλιεργεί εσωτερικούς καταναγκασμούς για να γίνεται αποδεκτή. Και συνεχίζει να είναι το ίδιο επικίνδυνη. Μέχρι πότε θα την αφήνουμε;