Όταν πριν από δύο χρόνια τα φλάμπουρα της Δύσης αναφωνούσαν μετά το δημοψήφισμα ότι ο Τσίπρας έμαθε να κυβερνάει κι οι δανειστές έτριβαν τα χέρια τους, κάποιοι εδώ ανατρίχιαζαν από την ταχύτητα προσαρμογής του στη διαχείριση του συστήματος. Αυτά οι εντέχνως απονήρευτοι. Οι γνώστες του οπορτουνισμού που πουλάει ως γνωστόν τρέλα – άλλοθι για την ευκαμψία του, αηδίαζαν και προειδοποιούσαν, οργίζονταν και προειδοποιούσαν. Κι έτσι το εκπεμπόμενο μήνυμα πετυχαίνει όταν, όπως λένε οι επικοινωνιάδες, επιλέγει στοχευμένα ακροατήρια.
Ο πρωθυπουργός στ’ αλήθεια έκαμε ένα βήμα μπροστά. Έμαθε να πουλάει, έγινε άριστος πλασιέ του ελεγχόμενου κυβερνητισμού. Κοντολογίς πέρασε απ’ την πολιτική στο management, κατ’ αρχήν των συνιστωσών και τώρα στο marketing του label (αυτό που λέμε όνομα μάρκας όπως «Coca cola», «Heineken», «Mercedes» κ.λπ.) που είναι αυτός καθ’ αυτός ο ίδιος.
Η συνταγή τη δεκαετία του ’60 είναι αριστερά απλή! Σεξ, ντραγκς και ροκ εν ρολ! Η νομοθέτηση στο επίπεδο της ατομικής σφαίρας όπως είναι η επιλογή συντρόφου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός κάλυψαν το πρώτο. Η κάνναβη, μετρίως φαρμακευτική, και η εκμετάλλευσή της εκτός του κρατικού μονοπωλίου καλύπτει το δεύτερο. Το τρίτο που είναι και το ευκολότερο, έχει καλυφθεί προ πολλού είτε ως χαρντ ροκ τύπου Ζωής, είτε στο πιο κοσμοπολίτικο τύπου Γιάνης μ’ ένα ν, επιλογές – χαρτοπετσέτα, δηλαδή μιας κοινοβουλευτικής χρήσης, για να καταλήξουμε σε ροκ αυτοσχεδιασμούς, ένα είδος μεσογειακής τζαζ λοκάλ, τύπου Ρουβίκωνας απ’ τη μια και κομμουνισμός του είδους Κατρούγκαλος, που αναδεικνύεται σε συνδυασμό στίχων Τσακαλώτου και κρουστά Καμμένου.
Η στολή στη σχολή της εικονολατρείας είναι σέξι και προεξοφλεί fitness, αντοχή και πειθαρχημένη αρρενωπότητα. Καθησυχάζει τις μάζες που ενοχλήθηκαν απ’ τη σωβρακολογία και πατάει γερά σ’ έναν από του δύο πυλώνες των εξουσιαστικών φετίχ. Στρατός απ’ τη μια, εκκλησία απ’ την άλλη. Ο διαλογισμός, οι χιτώνες, ο Βουδισμός κ.λπ. εξουδετερώνουν τα ράσα, όπως η σαϊεντολογία του Τομ Κρουζ με τοπ-γκαν ακύρωσε τα σιτάρ και τους πορτοκαλί χιτώνες την εποχή του γενναίου ιθαγενούς ζιβάγκο.
Άλλωστε, πουκαμισάκι Μάο δε φοράνε οι cosco-τάδες. Για την ώρα αυτή η πολιτική εικονική διαλεκτική, που έχει στήσει καρτέρι στο καθημαγμένο πόπολο με χαρτιά Μαξίμου που τολμούν να σκίζουν την παράδοση, βάζοντας στη θέση του γαϊδάρου τον Τσίπρα, με το αμίμητο «πετάει – πετάει ο Τσίπρας», πιάνει ακόμα και σε παραδοσιακά δεξιά κάστρα.
Γιατί δεν είναι ότι ο Τσίπρας πέταξε με πολεμικό αεροπλάνο (ίσως είναι και η μόνη γνήσια συγκλονιστική του εμπειρία και γι’ αυτό εισπράχθηκε ως ειλικρινής, έχω πετάξει προ αμνημονεύτων και το ξέρω), αλλά το ότι η αεροπορία το βάφτισε Alexis Tsipras, δίνοντας στο θέαμα διαστάσεις καθέλκυσης δεξαμενόπλοιου, με καλεσμένους του πλοιοκτήτη τους γδαρμένους ναυτεργάτες…
Αυτά που ακούγονται ως ευρήματα τουϊτεράδικης σύγχρονης επιθεώρησης δεν είναι ούτε ελαφριά, ούτε ανώδυνα, δεν μοιάζουν καν με τη φθηνιάρικη πολιτική ανάλυση «έκανε μασάζ στους δυσαρεστημένους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ο Χ υπουργός». Είναι μέρος πολιτικής επιλογής, ούτε κατευνασμού, ούτε εφησυχασμού, αλλά εξοικείωσης με το τέρας. Δηλαδή ο Τσίπρας πέρασε από τον καθόλου πειστικό ηρωισμό της δεκαεφτάωρης διαπραγμάτευσης στο «χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις το φιλάς». Αγοράζεις αεροπλάνα, πουλάς νησιά για βάσεις και μπαίνεις στη Σούδα για να βγεις όπως τα λουκάνικα από τη μηχανή, στιβαρός ηγέτης δυτικού τύπου του πολιτισμένου ΝΑΤΟικού μας κόσμου. Όταν στήνεις καρτέρι σε ζώο είσαι καλός κυνηγός. Το καρτέρι από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν είναι ραντεβού με την ιστορία, είναι μπαμπεσιά.