Στη στεριά δε ζει το ψάρι…
Σίγουρα υπάρχουν σύντροφοι που θα έλεγαν “μου αρέσει στα κρυφά και ο Τζιμάκος” -για να παραφράσουμε το στίχο από το “Νεοέλληνα”. Κι όσοι τον αποστρέφονταν, δεν το έκαναν γιατί ο Πανούσης ήταν πολιτικά απέναντι, αλλά γιατί άρχισε να αναπαράγει εύκολα κλισέ και την προπαγάνδα του συστήματος.
Ο Τζίμης Πανούσης ήταν αναμφισβήτητα ταλαντούχος κι αυτό δύσκολα θα μπορούσε να μην του το αναγνωρίσει κανείς.
Ήταν από τους πρόδρομους στο είδος του stand-up comedy κι είχε κορυφαίες στιγμές σάτιρας: πχ με τον κλασικό ορισμό του κυβερνητικού ανασχηματισμού, όπου άλλαζε θέση στο συγκρότημά του τον ντράμερ με τον κιθαρίστα. Ή όταν σατίριζε τις συναυλίες και την αφιλοκερδή συμμετοχή του Νταλάρα – ο οποίος πάντως τον αποχαιρέτησε χτες με ένα σχεδόν συγκινητικό μήνυμα.
Έκανε αξιόλογες μουσικές δουλειές, κυρίως τα πρώτα χρόνια με τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Δεν είχε μουσικά “σωστή φωνή”, αλλά μπορούσε να καλύψει το μειονέκτημα με ψυχή, πχ όταν τραγουδούσε “Ο Μπελογιάννης ζει” -που χάρη σε αυτόν το έμαθαν αρκετοί που δε θα το άκουγαν ποτέ διαφορετικά.
Είχε καυστικό στίχο, που έβαζε συχνά κάποιον προβληματισμό: πότε αντιρατσιστικό, με το “είμαι Γυφτάκι στην Πανεπιστημίου”, πότε για το “έθνος [που] προσκυνά σώβρακα και φανέλες” (με τον μακάβρια προφητικό στίχο “στραβάδια απολύομαι” σε 35 χρόνια), πότε για την “Αχ Ευρώπη”, όπου εκφράζει απλοϊκά μια αντι-ΕΟΚ διάθεση, και το “Νεοέλληνα”, όπου στο τέλος του βίντεο-κλιπ παίζει αντίστροφα τις σκηνές από την παράδοση των όπλων στη Βάρκιζα, οι αντάρτες φαίνεται να τα παίρνουν πίσω κι ο Τζιμάκος μας κλείνει πονηρά το μάτι.
Έκανε πετυχημένες εκπομπές λόγου στο ραδιόφωνο, όπως για παράδειγμα το Δεκέμβρη του 08′, μιλώντας για τους μπάτσους που φυλάνε ηρωικά τα σύνορα της πατρίδας μας με τα Εξάρχεια.
Όλα αυτά -κατά κανόνα- με χιούμορ, πηγαίο ταλέντο -ακόμα κι αν μας εκνεύριζε ενίοτε με τις μπηχτές και την πολιτική θέση που έπαιρνε- και με ένα ιδιαίτερο στιλ που τον καθιέρωσε. Κι εκεί θα σταματούσε η περιγραφή, αν ο Πανούσης σταματούσε την καριέρα του τη δεκαετία του 80′ ή του 90′, μαζί με κάποιες μεταγενέστερες εκλάμψεις του.
Μόνο που δε σταμάτησε τότε. Και θα εθελοτυφλούσε όποιος δεν έβλεπε την άλλη πλευρά του νομίσματος για τον Πανούση. Τον Πανούση που έγινε κι αυτός κομμάτι του συστήματος. Βολεύτηκε κι έβγαλε αρκετά λεφτά, έβρισκε βήμα (και χρήμα) σε ιδιωτικούς σταθμούς επιχειρηματιών και σε μαγαζιά για ζωντανές εμφανίσεις με εισιτήρια και τιμές που βαρούσαν στην τσέπη. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να μην είναι κατακριτέο (στον καπιταλισμό ζούμε), αλλά είναι παράδοξο για κάποιον που κατέκρινε άλλους, με παρόμοιο σκεπτικό.
Τον αντιφατικό Πανούση που πήγε να τραγουδήσει σε ένα από τα πρώτα gay-pride αλλά μιλούσε ενάντια στο… “gay κατεστημένο” και τους “κουνιστούς”. Που τραγουδούσε “στης Βουλής τα έδρανα, αχ και εγώ να έκλανα” -που το έγραψε, κατά τραγική ειρωνεία ο μετέπειτα βουλευτής Ψαριανός- αλλά ύστερα από χρόνια είπε πως το κόμμα έχει το κίνημα καθηλωμένο στο 4% -μετρώντας το με καθαρά εκλογικούς όρους!
Τον Πανούση που ξέπλυνε ακόμα και τη Χρυσή Αυγή, όταν έλεγε πως είναι ένα είδος αριστερής Χαμάς και κάνει την κοινωνική πολιτική που θα έπρεπε κανονικά να έχει το ΚΚΕ. Τον Πανούση που έβγαλε μαζί με τον Αγγελάκα τη δική του χυδαία “Κατιούσα” -απλή συνωνυμία με τη δική μας- κερδίζοντας ακόμα και τα εύσημα του φασίστα Τζήμερου, μετά θάνατον, που τον αποχαιρέτησε ποστάροντας αυτό ακριβώς το τραγούδι.
Αυτά δεν αναιρούν όσα γράφτηκαν στην αρχή του κειμένου, αλλά δε γίνεται να τα παραβλέψει κανείς, στη λογική “ο νεκρός δεδικαίωται”. Και δεν είναι σεβασμός να κλείνουμε μάτια και αυτιά στην αλήθεια, εξιδανικεύοντας πρόσωπα και καταστάσεις (στη ζωή και στο θάνατο).
Τα λέτε αυτά, γιατί δεν τον συμπαθούσατε πολιτικά, μπορεί να σκεφτεί κανείς.
Ο Πανούσης πολιτικά ήταν ανέκαθεν αλλού, αν όχι απέναντι, ήδη από την εποχή του Χημείου. Δεν ωφελεί να το κρύβει κανείς ή να υποκρίνεται. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
Ο Πανούσης των Μουσικών Ταξιαρχιών και των πρώτων χρόνων μπορεί πχ να τραγουδούσε το “βάρα μας Μαλάμη”, αλλά είχε χιούμορ, μια ποιότητα, κι αυτό απέπνεε αν όχι σεβασμό, τουλάχιστον μια αναγνώριση για το ταλέντο του. Σίγουρα υπάρχουν σύντροφοι που θα έλεγαν “μ’ αρέσει στα κρυφά και ο Τζιμάκος” για να παραφράσουμε ένα στίχο από το “Νεο-Έλληνα”.
Ο Τζίμης Πανούσης των πολλών τελευταίων χρόνων, όμως, ήταν ο πρώτος που πουλούσε τον εαυτό του, τον τυποποιούσε και τον σέρβιρε με το κατάλληλο περιτύλιγμα, πασπαλισμένο με κάποιες δάφνες του παρελθόντος του. Δεν ενοχλούσε πια το σύστημα, αλλά αναπαρήγαγε σε μεγάλο βαθμό τα εύκολα κλισέ και την προπαγάνδα του. Και σου έδινε την εντύπωση ότι έβριζε το ΚΚΕ όχι μόνο από άποψη ή για τα βιώματά του, αλλά γιατί αυτό πουλούσε στο κοινό του -και όχι μόνο- και έτσι κέρδιζε επαίνους από πολλές μπάντες.
Ο Πανούσης ήταν πάντα αυτό που ήταν, αλλά κανείς Τζήμερος δε θα πόσταρε πχ την Μπαλάντα για το Χημείο, για να τον αποχαιρετήσει -όπως έκανε τώρα με την “Κατιούσα” του.
Σε κάθε περίπτωση, ο θάνατος του Τζίμη Πανούση ξεσήκωσε για άλλη μια φορά -που μάλλον δεν είναι η τελευταία- πολιτικές συζητήσεις. Κι αυτό σίγουρα θα ήταν κάτι που θα τον ικανοποιούσε, αν το ήξερε, έστω και σαν τελευταία επιθυμία του, που έγινε πράξη.
Καλή αντάμωση στην κόλαση -και τα γουναράδικα…
Υγ: τη φωτό την πήρα απ’ το δημοσίευμα του 902 με τη δωρική αναγγελία της είδησης. Ένα μνημείο του “λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν”, που είναι πιο εύγλωττο κι από σιωπή.