Κάθε χρόνο, στις 6 του Δεκέμβρη, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος πάει στη γιορτή του φίλου του τού Νίκου στα Εξάρχεια
Ο Αλέξης δεν θα μάθει ποτέ ότι σωριάστηκε στα χέρια του Νίκου, ότι κάποιος άλλος τηλεφώνησε στη μάνα του, ότι δεν θα ξανακούσει το βουητό αυτού του κόσμου, ούτε ποιοι δρόμοι είναι όμορφοι για να τους περπατήσει.
Κάθε χρόνο, στις 6 του Δεκέμβρη, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ντύνεται όμορφα και πάει στη γιορτή του φίλου του τού Νίκου που μένει στα Εξάρχεια.
Είναι δεκαπέντε χρονών, ένα ωραίο αγόρι που μόλις έχει αρχίσει να έχει αρχίσει να νιώθει το βουητό του κόσμου, τους ήχους, τις κραυγές, τις μελωδίες, τις φωνές του.
Το σώμα του, εδώ και καιρό, κρύβει ένα μελίσσι που τον ταράζει, και τον γλυκαίνει, κάτι δουλεύει μέσα του που δεν το προσκάλεσε, και τον απομακρύνει ερήμην του από την ανεμελιά της παιδικής του ηλικίας. Ο Αλέξης ψηλαφεί τη ζωή, ρωτάει, ζητάει απαντήσεις, δοκιμάζει δρόμους, ψάχνει να χωρέσει, δεν ξέρει πού, δεν ξέρει πώς, σκαλίζει ακόμα την πραγματικότητα να βρει πόση από αυτή είναι αληθινή.
Μα όμως, σήμερα είναι 6 του Δεκέμβρη και φοράει την αγαπημένη του ριγέ μπλούζα. Πέρασε ωραία στη γιορτή, κάθεται σε ένα παγκάκι με τον άλλο Νίκο, τον κολλητό του, γελάνε, κάνουν πλάκες. σε λίγο θα τηλεφωνήσει στη μητέρα του να περάσει να τον πάρει, πίνουν μπίρες, αστειεύονται, θυμώνουν, σιωπούν, γελάνε, γελάνε, τα μαγαζιά στα Εξάρχεια είναι γεμάτα κόσμο, είναι ζωή τριγύρω.
Το περιπολικό που σταματάει μπροστά τους είναι κόκκινο. Περίεργο. Υπάρχουν κόκκινα περιπολικά;
Ο θυμός που ξεχύνεται από τα παιδιά, κι αυτός κόκκινος είναι, κόκκινος σαν αίμα, απορροφάει το περιπολικό, το εξαφανίζει, ο θυμός τους ξεθυμαίνει, το φως του δρόμου αποκτά τώρα μια διαύγεια σχεδόν τρομαχτική.
Ο άντρας με τη στολή και το όπλο που θα έρθει μετά από πέντε λεπτά, είναι λουσμένος στο φως. Ξέρει το μεγαλείο του από πάντα, όμως σήμερα, όλα είναι αλλιώτικα. Νιώθει ότι ήρθε η ώρα. Θα δείξει σε όλους ποιος είναι: ένας Θεός, ένας υπέρλαμπρος Θεός, που τιμωρεί, αποδίδει δικαιοσύνη, φυλάει τον κόσμο απ’ το κακό, Θεός είναι, παντοδύναμος, σηκώνει το όπλο, σημαδεύει την ριγέ μπλούζα, πυροβολεί, τι καλός που είναι στο σημάδι, ευτυχώς ο Αλέξης δεν θα προλάβει να δει την τρύπα στην αγαπημένη του μπλούζα, θα φύγει από τη γιορτή σαν πεφταστέρι, γρήγορα, σε μιαν ανάσα που όπως θα χάνεται, θα αφήνει πίσω της μια ευωδιαστή μυρωδιά από μέλι.
Ο Αλέξης δεν θα μάθει ποτέ ότι σωριάστηκε στα χέρια του Νίκου, ότι κάποιος άλλος τηλεφώνησε στη μάνα του, ότι δεν θα ξανακούσει το βουητό αυτού του κόσμου, ούτε ποιοι δρόμοι είναι όμορφοι για να τους περπατήσει.
Μόνο θα πετάξει ανάλαφρος για κάποιον κόσμο που κατοικούν τα πεθαμένα παιδιά, ίσως αιώνια αθώα κι ανέμελα.
Ο Αλέξης κάθε χρόνο στις 6 του Δεκέμβρη ετοιμάζεται, φοράει την αγαπημένη ριγέ μπλούζα του και πηγαίνει στη γιορτή του φίλου του τού Νίκου που μένει στα Εξάρχεια.
Είναι ένα όμορφο αγόρι δεκαπέντε χρονών.
Για μία μέρα, αφήνει τον καινούργιο του κόσμο και γυρίζει πίσω, εκεί που ακούγονται φωνές ανθρώπινες να φωνάζουν το όνομά του.
Τον φωνάζουν οι μάνες που εκείνη τη νύχτα του 2008, έτρεξαν πάνω από τα κρεβάτια των παιδιών τους, τα πήραν αγκαλιά, τα κράτησαν για ώρες ακούγοντας την ανάσα τους, ενώ εύχονταν να γινόταν ένα θαύμα, να τα γυρίσουν πίσω στην κοιλιά τους, και να τα κρύψουν για πάντα εκεί.
Οι μάνες που έπαιρναν τηλέφωνα σαν τις τρελές, μέχρι να ακούσουν εκείνο το «είμαι καλά, βρε μάνα, τι σ’ έπιασε;».
Οι μάνες που δεν κοιμήθηκαν λεπτό, γιατί ενώθηκαν οι ψυχές τους με τη μάνα του Αλέξη, τον έκλαψαν μαζί της, κι ο θρήνος τους απλώθηκε πάνω από ολόκληρη την πόλη.
Τον φωνάζει πίσω η γενιά του Δεκέμβρη του ’08, που ξεσηκώθηκε, που ξέσπασε την οργή της και την απελπισία της, η γενιά των 700 ευρώ που σημαδεύτηκε από εκείνη την εξέγερση, και θύμισε ύστερα από χρόνια ότι οι μάχες κερδίζονται στους δρόμους, και όχι από τον καναπέ.
Τον φωνάζει πίσω ο Δάσκαλος του, ο Γιώργος Θαλάσσης, αλλά και τα βδελύγματα με τα κοστούμια που δολοφονούν τον Αλέξη ξανά και ξανά μέσα στα δικαστήρια. Τον φωνάζει πίσω ο φονιάς του που κυκλοφορεί ελεύθερος, οι υπερασπιστές του φονιά που τώρα είναι υπουργοί, ο Νίκος Ρωμανός που πέθανε εκείνο το βράδυ του ’08 μαζί με τον Αλέξη, ο Ζακ, ο εικοσάχρονος Νίκος Σαμπάνης, ο Ιάσονας, τα δεκάδες παιδιά-θύματα του κυκλώματος παιδεραστίας, οι χιλιάδες αστυνομικοί που προσλήφθηκαν για να μας «φυλάνε», η ατιμωρησία, η ατιμωρησία, η ατιμωρησία, η κατακρεούργηση των νόμων και των θεσμών, που πλέον γίνεται εξόφθαλμα και με περισσότερο θράσος από ποτέ, οι αδύναμοι, οι οργισμένοι, όλοι όσοι ασφυκτιούν σε μια κοινωνία που κάθε μέρα βυθίζεται όλο και περισσότερο στη λάσπη.
Κάθε χρόνο, στις 6 του Δεκέμβρη, ο Αλέξης θα επιστρέφει στην οδό Μεσολογγίου στα Εξάρχεια, γιατί η εν ψυχρώ δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού δεν βρήκε δικαίωση ποτέ.
Ο κύκλος του πένθους του δεν έχει κλείσει, και ούτε πρόκειται, όσο η Νέμεσις είναι δεμένη, φιμωμένη και πεταμένη σε κάποιο κελί.
Αυτό το πένθος θα κλείσει τον κύκλο του, μόνο όταν αυτή η κοινωνία γίνει δίκαιη.
Κι αυτό, προς το παρόν, δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα.
Κι έτσι, ένα νεκρό παιδί που δεν ζητούσε να γίνει σύμβολο, που ήθελε μόνο να ζήσει τη νιότη του που ερχόταν, θα επιστρέφει, ξανά και ξανά και ξανά, να μας κοιτάει στα μάτια και να μας ρωτάει: «Κάνατε τον κόσμο σας καλύτερο;»