Ιδεολογική Λίγδα
ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ – «Ντρέπομαι», είπε και χάχανα δεν ακούστηκαν εκείνη τη μέρα που στράβωσαν κι οι καθαρές κι βρώμικες, κι οι χτενισμένες κι οι αχτένιστες, κι οι βαμμένες κι οι άσπρες τρίχες. Μια τσίπα, ίσως περίσσευε ακόμη.
Τι είν´ αυτοί μωρέ; Δεν έχουν το θεό τους! Μας φλόμωσαν στα ψέματα και τώρα ζητάνε και τα ρέστα με στυλάκι «τά ´θελε ο κώλος σου». Σε …δημοψήφισα, σε πλασάρισα για δήθεν αγανακτισμένο, σ´ έκανα ξανά-μανά ναινέκο με τις καπάκι εκλογές, κι εσύ απλώς ρωτάς τί περισσεύει απ´ τα ψίχουλα να φας… Κάπως έτσι εκτυλισσόταν ο συριζοδιάλογος με τσι…ψηφοφόροι. Πριν ο Πολάκης εκτελέσει την ύστατη πράξη θυσιαστικής αφοσίωσης, και με μια κακοήθεια του γούστου και της αψάδας του, προσβάλει κατάμουτρα όλους τους ΑμεΑ πολίτες κι αυτά καθαυτά και τα Σφακιά, που δεν μετράνε το μουστάκι απ´ το στρώμα ιδεολογικής λίγδας.
Κι ύστερα ήρθε κι ο πρωθυπουργός, ο Αλέξης ο μικρότατος, αυτό το ξόανο μπρελόκ του πρωτοπασόκικου παζαριού με την Ιστορία, κι αμόλησε την καφρίλα του στη Βουλή. Προοδευτικότατα, ανέκραξε προς τον Κυριάκο. Βγάλτην έξω ωρέ, τη γλώσσα και τη μούρη σου, κι άμα σου κοττάει έλα να την μετρήσουμε στο ελ πάσο των καναλιώνε την τηλεθέαση, μπας και δουν χαρά και τα δικά σου σκέλια απ´ τις γκόμενες τις τηλεμετρήσεις που δε λες να σταυρώσεις… Γιατί άμα μου πειράξετε τον κάθε Πολάκη μου, κούνια που σας κούναγε με τη μομφή, που στην αλλάζω εγώ σε ψόφο εμπιστοσύνης, και στο κάνω το μαντρί λαμπίκο, και βάζω και το Κυρίτση να πλένει τα κατουρημένα του βρακιά.
Πάνε κάμποσες μέρες που (Πέμπτη 11-4 -19, απόγευμα) παραβρέθηκα στο συλαλλητήριο στο Σύνταγμα, στο πεζοδρόμιο του Άγνωστου Στρατιώτη που διοργάνωσε η Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα Αναπήρων, η Ένωση γονέων ΑμΕΑ, οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Αποκατάστασης. Είχε κρύο και ψιλόβροχο, μια ντουντούκα, πολλή ντροπή για το γεγονός ότι οι συγκεντρωμένοι δεν ξεπέρναγαν σε όγκο το πλήθος των τουριστών που κατέφθαναν για φωτογράφιση της τιμημένης φουστανέλας. Φωνάξαμε, μοιράσαμε φυλλάδια με τη φρίκη που συνεπάγεται η αναπηρία στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, πίσω απ´ τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, τις λαμπερές τελετές και τον τιτάνιο αγώνα συγγενών αλλά και αυτών των αμετανόητων κομμουνιστών, που επιμένουν να διεκδικούν τα πάντα ως αυτονόητα, από μια ανίκανη κοινωνία για λογαριασμό των ικανών να μη φυλακίζονται στις ειδικές ανάγκες τους. Μ´ έναν πόνο στη μέση να μ´ έχει τσακίσει, γέρνω να κρατηθώ δυο λεπτά από το τιμόνι του αναπηρικού αμαξιδίου του Γιάννη, πού ´χει ζωσμένο στη μέση του το λουρί του σκύλου συνοδείας του, του Τηλέμαχου. Ζητάω συγνώμη απ´ το φίλο λέγοντας πως ντρέπομαι να κρατιέμαι από κάποιον που δεν μπορεί να σηκωθεί καθόλου. Και μ´ ένα χαμόγελο πλατύ σαν τον ήλιο μου λέει, «ας πέσουμε κι εσύ κι εγώ, σημασία έχει να μη μείνει κατάχαμα το αναπηρικό το κίνημα, αυτό να σηκωθεί»!
Άκουγα λοιπόν τις πολιτικές βωμολοχικές αντιπαραθέσεις στη Βουλή, πάνω στο καναβάτσο μιας κατακρεουργημένης Παιδείας, με τον Γαβρόγλου να χαρακτηρίζει σύντομο ανέκδοτο την απαίτηση του ΚΚΕ για ανάπτυξη τη κριτικής σκέψης στο σχολείο(!) με ύφος Ιγνάθιο δε Λογιόλα, που εκδίδει απόφαση καταδίκης των κομμουνιστών σε θάνατο δια της πυράς των αστεϊσμών του, καθισμένος όμως στον απόπατο της ενσωματωμένης αριστεράς… Άκουγα τον Αλέξη να ρητορεύει με ναπολεόντια αυθάδεια, υπερασπιζόμενος με λύσσα το πιστό σκυλί του, το υβρίδιο αυτό πολιτικού ποιμενικού, ευχαριστώντας τον που μ´ ένα δάγκωμα στο τουήτερ, τράβηξε την ατζέντα απ´ τα ράσα και τον Παπά του, στην κουρούπλια χρυσαυγητίλα των συριζαίικων ημερών. Και τότε θυμήθηκα… Την πεμπτουσία του ευπώλητου «σοκ της αισθητικής ύβρεως» που είχε «πετύχει» μεγαλοβδομαδιάτικα στη δεκαετία του‘90 το Νίτρο, διάδοχο περιοδικό του Κλικ.
Μεγάλη Τετάρτη. Βαριά μέρα ακόμα και για μη θρησκευάμενους, ικανούς να σέβονται τον πόνο των άλλων αν όχι την κουλτούρα και την όποια πίστη τους. Μπαίνω στο κομμωτήριο που τό ‘χε και φίλος του εκδότη. Τον βλέπω ανάστα ο κύριος, βλοσυρό, να μαζεύει απ´ τους πάγκους περιοδικά και έντυπα. Σούσουρο γύρω γύρω, με μουδιασμένες κυρίες, κυρίους και κομμώτριες. Τί έγινε ρε παιδιά; «Δες», μου λέει ο κομμωτής, τραβώντας με παράμερα. Μου δείχνει το περιοδικό με εξώφυλλο πενήντα κοντινά φωτογραφημένα πέη… Το ένα πάνω αριστερά σε μεγαλύτερη φωτογραφία. «Είναι ο δικός του π…για να φαίνεται και μεγαλύτερος…», μου λέει και τα πετάει σ´ ένα καλάθι ουρλιάζοντας «στα σκουπίδια». «Ντρέπομαι», είπε και χάχανα δεν ακούστηκαν εκείνη τη μέρα που στράβωσαν κι οι καθαρές κι βρώμικες, κι οι χτενισμένες κι οι αχτένιστες, κι οι βαμμένες κι οι άσπρες τρίχες. Μια τσίπα, ίσως περίσσευε ακόμη.
Το κομμωτήριο αυτό έκλεισε. Το περιοδικό έκλεισε. Άνοιξε βήμα η πρώτη φορά αριστερά στην αστική μας εξουσία και …βγάλτην έξω ρε την μετρήσουμε την …επικοινωνιακή μας βούρτσα να δούμε ποιος την έχει πιο μακριά.