Ιδιαζόντως ειδεχθές
ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ: Βρίσκω ιδιαζόντως ειδεχθές το συνδυασμό της φρίκης με τα νιάτα, τόσο στο έγκλημα όσο και στον πόλεμο. Ξέρω ότι κινούμαι στην κόψη του ξυραφιού της γλώσσας που θέλει το κήδομαι να σημαίνει φροντίζω και να ‘χει την ίδια ρίζα με τον κηδεμόνα και την κηδεία. Και δεν απολογούμαι που δεν εξισσοροπώ το “ελαφρύ χώμα” με τη “βαριά καρδιά”, επειδή αφορά στη ζωή των άλλων.
Φρικάρησα. Με την αγριότητα σε τόσα νιάτα χαμένα. Η επιτομή του ιδιαζόντως ειδεχθούς εγκλήματος, που λέγαμε παλιά. Όταν η κοινωνία μαζικά σκανδαλιζόταν κι ανατρίχιαζε, όταν γινόταν κοινωνός δηλαδη των αποτρόπαιων λεπτομερειών ενός εγκλήματος. Δυο μειράκια, οπαδοί “της θρησκείας του σώματος”, όπως έγραφα πίσω στη δεκαετία του 80′, στα τότε ΝΕΑ, να πετάνε απ’ τα βράχια ζωντανό ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, δροσερό, που αντιστάθηκε σε βιασμό και παρακάλαγε να την πάνε στο νοσοκομείο…
Τρία σπίτια κλειστά, μία στο χώμα και δυο στη φυλακή, αμήχανος μέχρι κι ο κόσμος, ο εξοικειωμένος με το τέρας στο youtube.
Είναι οι στιγμές που το μεμονωμένο γίνεται γενικό. Και ουαί κι αλλίμονο αν δε γίνει, έστω και για λίγο! Γιατί θα ‘ρθουν τα ξεφτισμένα ξεσηκώματα για τα ψευτοδεκεμβριανά της κυβερνητίλας, οι πλάκες χρυσού του αλαζονικού μικροαστισμού κι ένας απόηχος από μελομακάρονα κι άχνη ζάχαρη, και θα ταπώσουν το φρικάρισμα και θα πάμε παρακάτω στην εποχή της βαλκανικής οξείας χρυσαυγουλίτιδας.
Φρικάρησα! Δε μ’ έσωσε ούτε η πολύχρονη δημοσιογραφική εμπειρία, ούτε η πολιτική ερμηνεία της αποκτήνωσης. Σε φίλους και γνωστούς, κάθε απόπειρα να εκτονώσω κάπως τον πόνο που θεωρητικά μοιάζει αναίτιος, γιατί είναι των άλλων και στις μέρες μας πωλείται σαν καραμέλα ένοχου φιλανθρωπισμού, έπεσε στον τοίχο -κλισέ ” δεν μπορώ, δεν αντέχω, άστο κλπ κλπ”.
Κι εδώ αρχίζει το μαρτύριο μιας επιβεβλημένης απ’ τα έξω αυτοκριτικής. Γιατί φρικάρησα, έπρεπε, το συζητάς ή όχι; Το πελώριο ερωτηματικό που κινεί έτσι κι αλλιώς το ανθρώπινο μυαλό και σε αναβιβάζει στο επίπεδο του έλλογου όντος, αυτό το γιατί, αυτός, αυτοί, εκεί, έτσι, και πώς, αρμόζει να τρώει μυαλό και ψυχή “την ώρα που συμβαίνουν τόσα γύρω μας, μεγάλα και σοβαρά”;
Ε, λοιπόν φρικάρησα. Κι αρχίζω να φοβάμαι και να θυμώνω με τις τάπες που μου προσφερονται αφειδώς για ν’ αποφύγω το συγκλονισμό που οι πρόθυμοι ψυχίατροι, ψυχαναλυτές της διπλανής πόρτας και παρέας μου προσφέρουν με το κλασικό χάπι που μοιράζεται δωρεάν και λέγεται “ξεκόλλα”.
Κι εκεί θυμώνω διπλά κι οργίζομαι με τον περίγυρο, με τους φίλους, με τους ανυποψίαστους, με τους ιεροκήρυκες του οριστικού τέλους της αθωότητας που έρχεται κι επιβάλλεται μόνο και μόνο για να καταργηθούν οι ερωτήσεις οποιουδήποτε σαν κι εμένα, απ’ τους λίγους μέσα στους πολλούς, που επιμένουν να μην εξοικειώνονται με το αποτρόπαιο. Αρνούμαι να σταθώ στο τυχαίο, την κακιά στιγμή και την ψεύτικη ευφορία του “ευτυχώς δεν έγινε σε μένα”. Προτιμώ να μπορώ, ακόμα και στα σχεδόν γεράματα, να μπαίνω στη θέση του άλλου με την ουτοπική προσδοκία ότι μόνον έτσι μπορεί να εμποδίσω έστω κι ανακλαστικά το επόμενο αποτρόπαιο επειδή η κοινωνική, ερωτική, πολιτική, ανθρώπινη, βρε αδερφέ, υγεία πρέπει να είναι το προσδοκόμενο επίτευγμα, κι όχι απλώς να ξεγλιστράμε απ’ την κακιά στιγμή.
Βρίσκω ιδιαζόντως ειδεχθές το συνδυασμό της φρίκης με τα νιάτα, τόσο στο έγκλημα όσο και στον πόλεμο. Ξέρω ότι κινούμαι στην κόψη του ξυραφιού της γλώσσας που θέλει το κήδομαι να σημαίνει φροντίζω και να ‘χει την ίδια ρίζα με τον κηδεμόνα και την κηδεία. Και δεν απολογούμαι που δεν εξισσοροπώ το “ελαφρύ χώμα” με τη “βαριά καρδιά”, επειδή αφορά στη ζωή των άλλων.
Λιάνα Κανέλλη