Η μίζα της ενεργοποίησης!
ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ
Θέλει κάμποσο για να πατήσει τα εβδομήντα. Θέλει και τουλάχιστον εκατό τοις εκατό αύξηση στη σύνταξή της για να επιζήσει. Μπορεί και να θέλει να πεθάνει από ντροπή και τύψεις που αρρώστησε αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γιατί πάσχει από Αλτσχάιμερ.
Θέλει κάμποσο για να πατήσει τα εβδομήντα. Θέλει και τουλάχιστον εκατό τοις εκατό αύξηση στη σύνταξή της για να επιζήσει. Μπορεί και να θέλει να πεθάνει από ντροπή και τύψεις που αρρώστησε αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γιατί πάσχει από Αλτσχάιμερ. Γλίστρησε σ’ αυτή τη φριχτή αρρώστια μέσα σε ελάχιστα χρόνια και τώρα πια δεν αναγνωρίζει όχι το γιό της αλλά μήτε το ξημέρωμα ή την αφόδευση. Είναι όμως ζωντανή. Στην αυτοεξυπηρέτηση το κοντέρ γράφει μηδέν.
Ο καλός ο γιός, μ’ ένα κοριτσάκι τεσσάρων ετών, αποκτημένο δύσκολα και με μια δουλειά χωρίς σταθερό ωράριο και σύζυγο με σταθερό, χρειάστηκε πολλή τυραννία κι αμέτρητους φυσικούς και ψυχικούς κινδύνους, για ν’ αποφασίσει να ψάξει «χώρο» ικανό να γιατροπορέψει, να στέρξει τη μάνα του. Και να μην είναι και στου διαόλου τη μάνα, για να μπορεί να την βλέπει. Και το κάνει πολύ συχνότερα απ’ ότι δείχνουν οι ταινίες. Και πολύ πιο συνειδητά και χωρίς τη γκλαμουριά, που εξασφαλίζουν στον καιρό μας πομπώδεις ευθανασίες και επικοινωνιακά επωφελείς αυτοχειρίες.
Πόσο να τσοντάρει το παλικάρι στο πεντακοσάρικο της μάνας-αγνώστου χρονικής διάρκειας παραμονής σε κλινική, όχι μονάχα σε χρήμα, που βγαίνει με το σταγονόμετρο και διυλίζεται από τα pos και τα γιατί στη σαρκοβόρα μηχανή που αυτοαποκαλείται πατρίδα; Και το λέει κι η καρδούλα του και δε θόλωσε κι η κρίση του, όταν η μάνα του μεταφέρθηκε στο Ασκληπιείο, με κάταγμα από πέσιμο, ένα γαμημένο θερινό σαββατόβραδο, με δυο νοσοκόμες βάρδια για δυο ορόφους ασθενών. Και του ζήτησαν να πάει να φορέσει στολή νοσηλευτή, να βοηθήσει το απελπισμένο ελάχιστο προσωπικό, να μπορέσουν να βάλουν τη μάνα του στο ακτινοδιαγνωστικό, να δούνε τι έπαθε. Διπλοβάρδια, πολλαπλοβάρδια. Γιός, εργαζόμενος, πατέρας, νοσηλευτής, ένας απ’ τις εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, απ’ αυτούς τους «άτυχους», που επιμένουν να θεωρούν ότι δεν πετάς τον άρρωστό σου στην τύχη του, κάπου δηλαδή σ’ εκείνη την τρύπα του Καιάδα ανάμεσα στην ανάπτυξη που έρχεται καταπάνω μας και τον αλγόριθμο που δοσολογεί την επιβίωση ως άκριτον θαύμα των αγορών…
Το «επίδομα ετέρου συνοδού», ο πιο βαρύγδουπος όρος που έχει θεσπισθεί με νόμο για την ελεημοσύνη στο αυτονόητο του γολγοθά των γέρων και των γερών, κάπου στο μισό της σύνταξης, απαιτεί αίτηση και πιστοποίηση αναπηρίας σε ποσοστό άνω του 80%. Πάει το παλικάρι στο ΙΚΑ της γειτονιάς του. Συμπληρώνει την αίτηση. Του λένε πως σε ένα μ’ ενάμιση μήνα, επιτροπή ειδικών θα επισκεφθεί την κατάκοιτη πλέον με αλτσχάιμερ μάνα του στο κλινικοΐδρυμα που ανασαίνει. Συνοδεύει δε το αίτημα με όλα τα… έγγραφα-απόδειξη ότι το σπασμένο παιχνίδι της ζωής του, μια γυναίκα-μάνα, που έχει ακόμη την όψη του ανθρώπου κι ανακουφίζεται από το χάδι του παιδιού που δεν ξέρει ότι έχει, και την περιποίηση της νοσοκόμας που δεν κατανοεί ότι χρειάζεται, αυτό το ολοζώντανο χαλασμένο μάικροτσιπ μιας σχέσης, με σβησμένη μνήμη, αξίζει «βοηθήματος». Πληροί τας προϋποθέσεις…
Το έγγραφο αίτημα ενεργοποιείται μόνον αν καταβληθεί το παράβολο των 46,14 ευρώ! Μετρητά. Επί τόπου. Για να μετράς το χρόνο χωρίς να έχεις πάθει ο ίδιος ακαριαία αλτσχάιμερ, πολιτικοοικονομική άνοια, οτιδήποτε θαρρώ σε αποκόπτει απ’ τον πολιτισμό του νου και σου επιτρέπει να τα κάνεις ευλόγως λαμπόγυαλα. Το ποσό κατεβλήθη. Όπως τα περατατζήδικα στο Χάρο. Λύτρα στη λογική πληρώθηκαν και τώρα τρέχει το ρολόι του… κοινωνικού κράτους. Σταματάω εδώ. Γιατί αν κατεβάσω 46,14 καντήλια η μάνα γκουγκλ δε θα με αναγνωρίζει για παιδί της…