Στις μυλόπετρες του ιμπεριαλισμού
Εθνικισμός, ιμπεριαλισμός, φασισμός, κομμουνισμός ένα μπερδεμένο κουβάρι στα υπονοούμενα των λόγων και στα επιχειρήματα όλων των εμπλεκομένων, με τον εθνικισμό να είναι το πιο συχνό δεκανίκι των επεκτατικών πολιτικών.
Και μετά την αναγνώριση από τη Ρωσία της ανεξαρτησίας των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας και την επακολουθήσασα στρατιωτική επέμβαση, οι δυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της ΕΕ επιβάλλουν στη Ρωσία κυρώσεις στον χρηματοοικονομικό κλάδο, καθώς και στους κλάδους της ενέργειας και των μεταφορών, που συμπληρώνουν εκείνες οι οποίες της επιβλήθηκαν σταδιακά από τον Μάρτιο του 2014, σε αντίδραση για την προσάρτηση της Κριμαίας. ΝΑΤΟ και ΕΕ απομονώνουν την Ρωσία και μεθοδεύουν χρηματοδότηση και παράδοση όπλων στην Ουκρανία. Από κοντά και η δική μας κυβέρνηση σπεύδει στην αποστολή πολεμικού υλικού, αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας, με την ελπίδα συμμετοχής στη λεία. Και όλες οι κρίσεις και οι ενέργειες, ένθεν κακείθεν, βασίζονται σε επιλεκτικές ερμηνείες του σωστού και του λάθους, ενώ κανείς, από τους αξιωματούχους της ΕΕ, μέχρι τον δικό μας πρωθυπουργό, δεν παραλείπει να επικαλείται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, πως έχουν παραβιαστεί κατάφωρα από τις ενέργειες του Β. Πούτιν.
Εθνικισμός, ιμπεριαλισμός, φασισμός, κομμουνισμός ένα μπερδεμένο κουβάρι στα υπονοούμενα των λόγων και στα επιχειρήματα όλων των εμπλεκομένων, με τον εθνικισμό να είναι το πιο συχνό δεκανίκι των επεκτατικών πολιτικών.
Ενώ λοιπόν το Κεφάλαιο είναι οργανωμένο περισσότερο από ποτέ σε διεθνή κλίμακα, ο εδαφικός κατακερματισμός και η αναφορά στο έθνος επιβάλλονται και πάλι, όχι πια μόνο σε ακαδημαϊκές συζητήσεις, αλλά κυρίως και σε πολιτικές δράσεις. Κι αυτό, γιατί το κεφάλαιο πρέπει πάντα να επιτυγχάνει τη σιωπηρή αποδοχή και, κατά προτίμηση, την ενεργό υποστήριξη της εργατικής τάξης στη διαδικασία της δικής του εκμετάλλευσης. Διαφορετικά, το σύστημα απειλείται δυνητικά είτε από κοινωνικές αναταράξεις, αν οι εργαζόμενοι λειτουργούν μόνο ως εξατομικευμένοι καταναλωτές και μεταφέρουν την ανταγωνιστικότητα της αγοράς σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής, είτε από κοινωνική σύγκρουση, εάν οι εργαζόμενοι αρχίζουν να ανακαλύπτουν ή να ξαναβρίσκουν την ταξική τους συνείδηση και να κινητοποιούνται για τα συλλογικά τους συμφέροντα. Γιατί ούτε η καταστολή από μόνη της δεν παράγει τον βαθμό καλοπροαίρετης αποδοχής που απαιτεί το σύστημα για την απρόσκοπτη λειτουργία του. Επομένως, σε αυτές τις συνθήκες, επιστρατεύεται πάλι ο εθνικισμός. Ο εθνικισμός χρησιμοποιείται ως μέσο εξασφάλισης της συσπείρωσης και πίστης, έστω και μερικής, της εργατικής τάξης προς το καπιταλιστικό κράτος και αποτροπής της διαμόρφωσης επαναστατικής ταξικής συνείδησης. Κι έτσι η άρχουσα τάξη μπορεί διαιρέσεις στην κοινωνία να περιγράφει όλο και περισσότερο ως εθνικές, προσπαθώντας να αποκρύβονται οι καταπιέσεις που τις κάνουν σημαντικές και οφείλονται στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Και μένει ο κίνδυνος για τους λαούς οι εθνικές κατηγοριοποιήσεις να μπορούν να αναπαραχθούν παντού με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα που έχουμε δει στα Βαλκάνια και τώρα στην Ουκρανία.
Όσο για την ΕΕ που επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους την αλληλεγγύη και τη στήριξη στην Ουκρανία και διαφημίζεται από τους προωθητές της πως έχει ως βασικό ρόλο να πραγματοποιήσει την υπέρβαση του εθνικού συμφέροντος προς όφελος των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της, την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Εξάλλου ενεργεί όλο και περισσότερο ως αναπληρωτής του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου ως υποστήριξη των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα, ανταγωνιστικά κεφάλαια ή γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί σ’ αυτό που ονομάζουμε αδιαφοροποίητο και ενοποιημένο δυτικό ιμπεριαλισμό.
Σ’ αυτό όμως που δεν διαφέρουν οι ιμπεριαλιστές τις τελευταίες δεκαετίες είναι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και των ποικιλώνυμων δικαιωμάτων σε κάθε επέμβαση για να νομιμοποιούν δράσεις ή να καταγγέλλουν με διαφορετικούς τύπους επιχειρημάτων. Έτσι, ιμπεριαλιστές που επεμβαίνουν σε διάφορες χώρες μπορεί να επικαλούνται το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, τη βοήθεια για απελευθέρωση, το γεγονός ότι η εν λόγω χώρα αντιπροσωπεύει απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, ότι δεν σέβεται τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τα απαγορευτικά όπλα της μαζικής καταστροφής κλπ. Επιπλέον χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά ηθικά και «προοδευτικά» επιχειρήματα που ενσωματώνονται στο Διεθνές Δίκαιο, για να πειστούν «προοδευτικά» ακροατήρια και να υπάρξει υποστήριξη. Τη μια πρέπει να απαλλαγεί ο ιρακινός λαός από έναν δικτάτορα, την άλλη να αποναζιστικοποιηθεί η Ουκρανία. Μοιάζει λοιπόν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου να χρησιμοποιούνται για να καταστήσουν δυνατή τη νομιμοποίηση πράξεων, πολύ συχνά συγκαλύπτοντας τα γεγονότα, έτσι ώστε να γίνονται αποδεκτές στρατιωτικές δράσεις ή οικονομικές κυρώσεις.
Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια ηθικοποίησης του ιμπεριαλισμού που δυσκολεύει την αμφισβήτησή του, αφού μπορεί μια στρατιωτική επέμβαση να δικαιολογείται με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων, την αποκατάσταση της ειρήνης ή της δημοκρατίας, την αποναζιστικοποίηση. Ακόμα περισσότερο, πώς μπορεί κανείς να αμφισβητήσει έργα που με το πρόσχημα των καλών προθέσεων πυροδοτούν μια σχέση ιστορικής, οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής εξάρτησης φτωχών χωρών με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Και μ΄ αυτόν τον τρόπο ευοδώνεται η χειραγώγηση των μαζών, ώστε να συναινέσουν να συμμετάσχουν και να υποστηρίξουν ακόμα και πολέμους που ανανεώνουν το εθνικό αίσθημα, λειτουργούν ως διέξοδος στην αμφισβήτηση της εθνικής εξουσίας και ενισχύουν την εξαιρετικά προσοδοφόρα στρατιωτική βιομηχανία.
Έτσι, χωρίς μπούσουλα, έχοντας εξοβελιστεί η κομμουνιστική προοπτική, σε πλήρη σύγχυση βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες των καπιταλιστικών επιλογών και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αναζητώντας τρόπο να μετριάσουμε τις συνέπειές τους.
Γι’ αυτό πολλοί τα τελευταία χρόνια βλέπουν το αντίδοτο στον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ και στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των ΗΠΑ τον ρωσικό εθνικισμό. Κι ίσως γι’ αυτό ο Β. Πούτιν, πρόεδρος μιας Ρωσίας καπιταλιστικής που καταδικάζει τους εργαζόμενους στη φτώχεια, θέλει να εκπροσωπεί και όσους νοσταλγούν την ΕΣΣΔ. Προβάλλει την εθνική ενότητα στο εσωτερικό, καθώς κατάλαβε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τον ρωσικό εθνικισμό προς όφελός του προσφέροντας στον ρωσικό λαό μια μορφή εκδίκησης για τα χρόνια της διάλυσης και την περίοδο του Γέλτσιν. Προσπαθεί να συμφιλιώσει τη Ρωσία γύρω από τη νίκη κατά του ναζισμού, αποσιωπώντας σ’ αυτήν την περίπτωση την αντίθεσή του που συνδέεται με την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Υπό τον Πούτιν όμως στη Ρωσία έχει πραγματοποιηθεί πλήρης αποσοβιετοποίηση, για να δαιμονοποιηθεί η σοβιετική ιστορία και κληρονομιά. Ο αποκομμουνισμός που προωθεί εκφράζεται σε αντικοινωνικές οικονομικές πολιτικές, προχωρώντας σε όλες τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις και τα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων που υποστηρίζονται από τη Δύση.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο Β. Πούτιν στο τηλεοπτικό του διάγγελμα, κατά το οποίο ανακοίνωσε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, φρόντισε να περιλάβει τη συκοφάντηση του Λένιν και της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία υπήρξε ποτέ η πιο ισότιμη και ειρηνική πολιτική των εθνών, με αβάσιμες κρίσεις και δημαγωγικά επιχειρήματα. Ξεχνώντας βέβαια ο επίδοξος συνεχιστής του Μεγάλου Πέτρου ότι ξεκίνησε τις επιδείξεις μεγάλης δύναμης βασιζόμενος στην οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτιστική κληρονομιά της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Αυτές οι αναφορές του Πούτιν ήταν τελικά μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη του πώς καταχράστηκε το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα τη νίκη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, με υποκριτικό τρόπο, για τη δική του επίδειξη δύναμης.
Ο κύριος λόγος για τα δεινά των εργαζομένων της Ρωσίας, της Ουκρανίας και άλλων πρώην σοβιετικών χωρών σήμερα είναι η απουσία σοσιαλισμού. Οι διαδηλώσεις που ξεκίνησαν οι εργαζόμενοι στο πετρέλαιο και την ενέργεια στο Καζακστάν πριν από λίγες εβδομάδες για να εκφράσουν τα αιτήματά τους που εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και τα άλυτα συνοριακά προβλήματα που αποκαλύφθηκαν από τον πόλεμο στο Καραμπάχ πέρυσι το αποδεικνύουν. Οι λαοί των δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προσπαθούν να ζήσουν κάτω από την απειλή της ανεργίας, της φτώχειας, της αντίδρασης, των διακρίσεων και του πολέμου. Ως αποτέλεσμα των αντιεργατικών ενεργειών, από εκείνους που έχτισαν τη σημερινή καπιταλιστική Ρωσία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έχει μετατραπεί σε μια περιοχή επισφαλή και επιρρεπή σε προκλήσεις. Βεβαίως, καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις έπαιξαν και οι επί χρόνια προκλήσεις των ΗΠΑ για την αποκατάσταση της φθίνουσας ηγεμονίας τους, την αναβίωση της δυτικής συμμαχίας με στόχο την επιβολή των δικών τους συμφερόντων. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ, που πρωταγωνιστούν στη διάλυση των χωρών, να περικυκλώσουν τη Ρωσία, επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, άνοιξαν το δρόμο για τις σημερινές συγκρούσεις. Πόσο λοιπόν αξιόπιστοι μπορούν να είναι αυτοί που κατασκεύασαν εχθρικά μεταξύ τους έθνη και κράτη-μαριονέτες από τα ερείπια της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που διέλυσαν κράτη όπως το Ιράκ, για να έχουν το δικαίωμα να μιλούν για την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και τα δικαιώματα των λαών της Ανατολικής Ευρώπης, και πολύ περισσότερο να υποκρίνονται τους προστάτες τους; Οι συγκρούσεις ή οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστών για την αποκατάσταση πολιτικής ισορροπίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποβούν επωφελείς για τους λαούς.
Σε όλες αυτές τις αντιθέσεις και συγκρούσεις αυτοί που φαίνεται να μην έχουν πια λόγο είναι οι ίδιοι οι λαοί που ματώνουν. Ο ουκρανικός λαός βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, κυριολεκτικά ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και μοιάζει να μην έχει άλλη επιλογή, πέρα από το να ευθυγραμμιστεί με μια από αυτές. Κι επειδή μεγάλο μέρος του δεν φαίνεται να διαφωνεί με την άρχουσα τάξη του που προσβλέπει προς Ευρώπη, γι’ αυτό δεν μπορεί να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός αν αυτό το κομμάτι επέλεγε ΕΕ/ΝΑΤΟ αντί της Ρωσίας.
Κι εμείς στη Δύση, επειδή η επαναστατική λύση θεωρείται ανύπαρκτη, γι’ αυτό στοιχιζόμαστε πίσω από τα στρατόπεδα της μιας από τις δυο δυνάμεις. Σαν οι λαοί να έχουμε φύγει από το προσκήνιο και να έχουμε αφεθεί έρμαια των εξελίξεων αντί να τις καθορίζουμε.
Κι έτσι, ένας πόλεμος με τοπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ της ολιγαρχίας του ΝΑΤΟ και της ρωσικής ολιγαρχίας, μοιάζει δυνατός και όλο και πιο επιθυμητός και για τους δυο, με τελικό αποτέλεσμα την αμοιβαία επωφελή εξόντωση της διεθνούς εργατικής τάξης, για να διατηρείται ανέπαφη η ιεραρχική δομή της κοινωνίας και να ανασυγκροτείται ο καπιταλισμός.