Στον απόηχο των επετειακών εορτασμών

Η  ιδεολογία της εθνικοφροσύνης που ήταν  για δεκαετίες κυρίαρχη με αποτρόπαιες πρακτικές, καθώς χρεωκόπησε μετά τη δικτατορία, μεταμφιέστηκε σε ενότητα και συναίνεση που κι αυτή αμβλύνει τις πολιτικές  διαφορές, θολώνει τα όρια ανάμεσα στις τάξεις.  

Καθώς η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται πάντα με ένα διαφορετικό  τρόπο, αναδεικνύοντας καινούργιες πτυχές του παρελθόντος, με νέες απαντήσεις σε διαφορετικά ερωτήματα για τα ίδια θέματα, το κορυφαίο γεγονός και απαρχή του νεοελληνικού κράτους, η επανάσταση του 1821, δεν έπαψε με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, διακόσια χρόνια τώρα, να βρίσκεται στο πεδίο της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις πρώτες της ενέργειες με την ανάληψη της εξουσίας συμπεριέλαβε τη σύσταση επιτροπής, στις 7 Αυγούστου 2019, για το συντονισμό των επετειακών εκδηλώσεων επί τη συμπληρώσει 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, με πρόεδρό της την Γ. Αγγελοπούλου. Και μόνο η επιλογή, για δεύτερη φορά μετά τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004,  της συγκεκριμένης κυρίας του βιομήχανου Θ. Αγγελόπουλου, σκιαγραφεί το είδος της χειραγώγησης των επετειακών εκδηλώσεων, αλλά και των μοντέλων που προωθούνται για την ερμηνεία της ελληνικής επανάστασης από την κυρίαρχη εξουσία.  

Η επέτειος των 200 χρόνων έδωσε την ευκαιρία σε ιστορικούς και κάθε είδους διανοούμενους που συμπορεύονται με την κυρίαρχη εξουσία να  εστιάσουν σε γεγονότα και να τα ερμηνεύσουν με τρόπο που δικαιώνει επιλογές του σήμερα. Έτσι, ο σύγχρονος φιλελευθερισμός του ατομικισμού και της οικονομίας της αγοράς εξωραΐζεται ανακαλύπτοντας τις ρίζες του στην επανάσταση, η αναζήτηση ενός νέου  φιλελληνισμού οδηγεί στην Ενωμένη Ευρώπη και η επιβολή στη χώρα μας της πολιτικής των κυρίαρχων κέντρων της Ευρώπης και των ΗΠΑ βρίσκει την αντιστοιχία της  στην επέμβαση των «προστάτιδων» δυνάμεων που εξασφάλισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Και πάνω απ’ όλα, ο εστιασμός στις βιαιότητες της επανάστασης, στις μικρότητες των πρωταγωνιστών που είναι οι ήρωές της, αδήλως  και υποδορίως προσφέρει το υπόβαθρο για αμφισβήτηση της αναγκαιότητας της επαναστατικής δράσης ως μορφή αγώνα. Η αστική τάξη της χώρας επιθυμώντας διακαώς να συμμετέχει στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό φαίνεται να μην  έχει πια ανάγκη το αφήγημα του εθνικισμού παρά μόνο για ψηφοθηρικούς και μικροπολιτικούς  λόγους. Η  ιδεολογία της εθνικοφροσύνης που ήταν  για δεκαετίες κυρίαρχη με αποτρόπαιες πρακτικές, καθώς χρεωκόπησε μετά τη δικτατορία, μεταμφιέστηκε σε ενότητα και συναίνεση που κι αυτή αμβλύνει τις πολιτικές  διαφορές, θολώνει τα όρια ανάμεσα στις τάξεις.  

Η επέτειος λοιπόν των διακοσίων χρόνων, μέσα στη γενικότερη προσπάθεια της αστικής τάξης για  συγκρότηση, με τη βοήθεια επιστημόνων αυτοαποκαλούμενων φιλελεύθερων,  ενιαίας ιστορικής αντίληψης   για την επανάσταση που επιχειρεί να της προσδώσει μια νέα λειτουργική και αποτελεσματική κοινωνική  σημασία, η οποία  να δικαιώνει το παρόν, χρησιμοποιείται ως ευκαιρία για διάχυση αυτής της εικόνας της επανάστασης ως μια στιγμή της συνολικής πορείας προς την πρόοδο. Γιατί, στην τελική και η επανάσταση, επηρεασμένη από το κίνημα του Διαφωτισμού που την συνδέει με την Ευρώπη, βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και  την Ενωμένη Ευρώπη. 

Γι’ αυτό και στις επετειακές εκδηλώσεις, οι πολιτικοί της κυρίαρχης εξουσίας  με το λόγο τους και την παρουσία τους γίνονται φορείς μηνυμάτων, εντάσσονται σε ιδεολογίες, εκφράζουν  ή  προσπαθούν να αποκρύπτουν σκοπιμότητες. Η  πολιτική απεικονίζεται, και από τις βραδινές ειδήσεις έως τις τηλεοπτικές παρουσίες  και τις ενδυματολογικές προτιμήσεις επιδεικνύεται και σκηνοθετείται.  

Ένα παράδειγμα είναι το μήνυμα του πρωθυπουργού για την επέτειο, που επιλέγει να μιλά για τη «σκυτάλη της προόδου», τη «βοήθεια των συμμάχων», την ενότητα ως «ιστορικό φάρο»,  ακόμα και η αποτυπωμένη στο φακό συγκίνηση της προέδρου Κ. Σακελλαροπούλου. Κι ένα άλλο παράδειγμα που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι πώς η πρόεδρος της επιτροπής Γ. Αγγελοπούλου με τις ενδυματολογικές της επιλογές,  εμπνευσμένες από την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά, σχηματοποίησε ιδιαίτερα επιτυχημένα αυτήν την εικόνα που προσφέρεται εκ των άνω. 

 Στο διάστημα των διακοσίων παρά κάτι χρόνων ελεύθερου βίου, η άρχουσα τάξη κατασκευάζει ένα μυθικό παρελθόν, αντλώντας υλικό και από την αρχαία κληρονομιά και αξιοποιώντας τον λαϊκό πολιτισμό, προκειμένου να προσαρμόσει την παράδοση στους σκοπούς της, για να ενσταλάξει τις εθνικές αρετές που διαμορφώνουν μια αντίστοιχη εθνική ταυτότητα. Προσεταιρίζεται τον πολιτισμό των λαϊκών μαζών, ακόμα κι αν δεν τις εκτιμά ιδιαίτερα,  για να προκαλέσει τη συναισθηματική τους απόκριση.   

Η κυρίαρχη τάξη λοιπόν παίρνει τη δημιουργημένη από το  λαό πρώτη ύλη και τη μετασχηματίζει είτε σε μουσειακό έκθεμα είτε σε υβριδικό προϊόν, αποξενωμένη από τις πρωτογενείς ιδεολογικές παραστάσεις με βάση τις οποίες έχουν βιώσει  οι λαϊκοί δημιουργοί τις συνθήκες ύπαρξής τους. Κι αυτός ο κατασκευασμένος πια λαϊκός πολιτισμός προσφέρεται εκ των άνω πίσω στα λαϊκά στρώματα και τους επιβάλλεται. Κι έτσι παραφθείρονται οι πρωτογενείς λαϊκές παραστάσεις και ανασυντίθενται κατευθυνόμενες προς τις προοπτικές της κυρίαρχης τάξης. Της οποίας η προσήλωση στους οικονομικούς δείκτες με την επικράτηση της αγοράς προωθεί τη διαδικασία εμπορευματοποίησης κάθε πτυχής της ζωής. Παραφθορά λοιπόν  από τη μια, υπαγωγή από την άλλη σε προοπτικές και σχέδια άλλων, καλλιεργείται  η ψευδαίσθηση πως έτσι εμφανίζονται στο προσκήνιο και εκείνα τα  τμήματα της κοινωνίας που μπορεί να αισθάνονται πως δεν εκπροσωπούνται,  δηλ. με ταξικούς όρους η πλειοψηφία των εργαζομένων.  Και είναι κι αυτός ένας τρόπος για να στερηθούν τα λαϊκά στρώματα τις αυτόχθονες πηγές έμπνευσής τους, οι οποίες εκφυλίζονται για να ενσωματωθούν στην κυρίαρχη ιδεολογία. Η σατιρική λοιπόν διάθεση  με την οποία αντιμετωπίστηκε από πολύ κόσμο η Γ. Αγγελοπούλου με τις ενδυματολογικές της προτιμήσεις μοιάζει να απορρίπτει την εικόνα που κάποιοι έξω από αυτόν του δίνουν για να δει τον εαυτό του. 

Καθώς οι επετειακοί εορτασμοί συνέπεσαν  με την έξαρση της πανδημίας, με την κυβέρνηση να ενδιαφέρεται μόνο για την επικοινωνιακή διαχείριση της  αντιμετώπισης της, τα δείπνα, οι παρελάσεις και οι ενδυματολογικές προτιμήσεις μοιάζει να μην αφορούν  μια κοινωνία αποκλεισμένη και εξαθλιωμένη. Για την οποία η μόνη μέριμνα των κυβερνώντων ήταν να τη βοηθήσει να λησμονήσει τον εαυτό της με λόγο και εικόνα,  με την πρόθεση να εντυπωσιαστεί εύκολα, για να μοιάσει με το παραφθαρμένο είδωλο που της πρόσφεραν. 

Ο επετειακός εορτασμός  σ’ ένα παράλληλο σύμπαν μ’ αυτό που οι  ασθενείς αναμένουν μια θέση στις ΜΕΘ, οι γιατροί εξουθενωμένοι από τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς προσπαθούν ν’ ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες, που οι αστυνομικοί κάνουν κατάχρηση εξουσίας,  δεν ήταν παρά μια ευτελής και κακέκτυπη αναπαραγωγή παρελθοντικών εορτασμών, η οποία  υποκρινόταν σεμνότητα και αυθεντικότητα, που δεν διαφοροποιούνταν και πολύ από την «πολεμική αρετή των Ελλήνων» 

Παρόλ’ αυτά   όμως  και εξαιτίας όλων αυτών, η επανάσταση του 1821, μαζί με την εθνική αντίσταση,  παραμένει πάντα ένα επίκαιρο παρελθόν στις στιγμές που οι κοινωνικές συγκρούσεις βρίσκουν την οξύτερη έκφρασή τους, γιατί η αναφορά σ’ αυτή έρχεται να οπλίσει και να δώσει το ιδεολογικό πρότυπο και το ιστορικό υπόβαθρο του πολιτικού αγώνα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: