Στον τέταρτο χρόνο μετά τον φόνο…
Πως χάνουμε την ουσία
Ως photo-journalist είχα μάθει το επάγγελμα με βάση την αμερικάνικη σχολή. «Take your camera, go out, get and tell your story», έλεγε η πεμπτουσία των μαθημάτων. «Πάρε την κάμερα, βγες έξω, βρες και πες την ιστορία σου». Και έτσι έμαθα να πορεύομαι. Πάντα φωτορεπόρτερ, αλλά και «λίγο» δημοσιογράφος. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η συνταγή συχνά μου έσωσε κάποια ρεπορτάζ. Μπορούσα με λίγες λέξεις και πολλές εικόνες να αποφύγω τα πολλά λόγια εκεί που δεν μου έβγαιναν. Μου επιτρεπόταν έτσι να περιγράψω με λόγια φωτογραφίες που οι ίδιες δεν μπορούσαν να μεταδώσουν το κλίμα που έζησα σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.
Μερικές φορές όμως η συνταγή δεν δουλεύει. Μου ζητήθηκε να περιγράψω για την Κατιούσα τα γεγονότα γύρω από τις πορείες και εκδηλώσεις για τα τέσσερα χρόνια από τον φόνο του Παύλου Φύσσα. Του Παύλου που πέθανε παρουσία άπραγων αστυνομικών και με την συνδρομή τάγματος εφόδου χρυσαυγιτών από τα χέρια του Ρουπακιά. Του Ρουπακιά που ως σήμερα δεν έχει δικαστεί.
Θα περίμενε κανείς μια μεγάλη αντιφασιστική πορεία. Μια πορεία που να καυτηριάζει και τον ως σήμερα απόντα «εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας». Εκδηλώσεις, που να στρέφονται ενάντια στον όλο και μεγαλύτερο εκφασισμό της ΕΕ. Δρώμενα κατά των κοινωνικών ανισοτήτων, που τις ίδιες μέρες ο κατά δικιά του δήλωση επόμενος πρωθυπουργός της χώρας, πιστός στην προσπάθεια του να αντιδράσει ακόμη και εναντίον της Γαλλικής επανάστασης, τις βλέπει ως απόρροια φυσικών νόμων. Και πράγματι υπήρξαν ως ένα βαθμό. Πολύς κόσμος κατέβηκε να διαδηλώσει τα αντιφασιστικά του αισθήματα. Πολλές ομάδες ξέχασαν τις όποιες διαφορές τους και έδωσαν δυναμικό και αγωνιστικό παρόν.
Δυστυχώς όμως υπήρξαν και παρατράγουδα.Το ΚΕΡΦΑΑ ξεκίνησε μια πορεία το περασμένο Σάββατο πριν καν οι λοιπές παρούσες αντιφασιστικές ομάδες ολοκληρώσουν το πρόγραμμα των δρώμενών τους.
Προσωπικά το εισέπραξα ως άλλο ένα καπέλωμα, σαν αυτά που κάνει και η «πρώτη φορά» στην Καισαριανή, στο μουσείο Μπελογιάννη και όπου της το επιτρέπει η κυβερνητική της θέση. Ωραία λοιπόν, ξεχνάμε τον Παύλο για χάρη της προσωπικής μας προβολής;
Σαν να μην αρκεί αυτό το γεγονός ήρθε να προστεθεί και κάτι. Από το μπλοκ του ΚΕΡΦΑΑ ακούστηκε η ιαχή «Αλλάχου άκμπαρ», όχι μια αλλά πολλές φορές.
Η συνεχόμενη αυτή επίκληση μου φάνηκε όχι μόνο άτοπη αλλά και βαθύτατα αντιδραστική καθώς και διαμετρικά αντίθετη με την στάση ζωής του Παύλου Φύσσα. Ενός καλλιτέχνη, που δεν διαχώριζε τους φίλους του με κριτήριο την ιδεολογική τους τοποθέτηση (αναρχικοί, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, πιστοί, άθεοι) ή την εθνικότητά τους αρκεί να μην υπηρετούσαν τον φασισμό.
Αλήθεια, αν στην πορεία για τον Φύσσα κατά του φασισμού θα ήταν παρόντα τα πνεύματα των νεκρών του Άουσβιτς και του Μαουτχάουζεν, οι νεκροί της άμυνας του Κομπάνε, οι Γιεζίντι ή τα εκατομμύρια λοιπά θύματα φασιστικής δράσης, θα ακολουθούσαν αυτή την πορεία;
Θα έκαιγαν, όπως κάποια μπάχαλα, στις αυλές των στενών εργατικής συνοικίας μπροστά στα μάτια των κατοίκων σκουπιδοντενεκέδες με το έτσι θέλω; Κυριολεκτικά ζήσαμε γύρω από μια συναυλία το «αλλού βαρούν τα όργανα και αλλού χορεύει η Γκόλφω» αφού τα όργανα καταστολής ήταν λίγο πιο πέρα ψεκάζοντας με αέρια και πετώντας κρότου λάμψης στους λοιπούς κατοίκους και περαστικούς. Θα πετούσαν τα θύματα του ναζισμού πέτρες ακόμη και απάνω σε οικογένειες με παιδιά; Απλά και μόνο επειδή προς εκείνη την κατεύθυνση είχαν ξεφύγει οι δημοσιογράφοι που παρεμπιπτόντως έφαγαν ξύλο για την απερισκεψία τους αλλά προ πάντων για την στάση των μέσων που εργάζονται;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα υπάρχουν, για κάθε ενδιαφερόμενο. Βρίσκονται στον Μονόλογο του Μώμου του Βάρναλη, στην εργογραφία του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στα ποιήματα των Λόρκα, Ρίτσου και Μπρεχτ.
Αυτές τις μέρες διάβασα πολλές καταδίκες (και καλώς) από πολλούς για τον ξυλοδαρμό των συναδέλφων. Δεν διάβασα όμως σχεδόν καμία καταδίκη για τα αυτογκόλ στις συγκεντρώσεις που μπήκαν από την ανικανότητά μας, να καταδικάσουμε απερίφραστα φονιάδες και φασισμό χωρίς επικλήσεις σε θεούς και δαίμονες και χωρίς άσκοπες επιθέσεις σε αμάχους.