Στον θολό καθρέφτη του φασισμού
Αν ο φασισμός του μεσοπολέμου με τις ναζιστικές θηριωδίες λειτουργεί εδώ και χρόνια σαν ένα είδος μακρινού καθρέφτη στον οποίο οι ευρωπαίοι καθρεφτίζονται για να αξιολογούν τη δική τους πρόοδο, η πανδημία και τα σκληρά αστυνομικά μέτρα, εδώ και στην Ευρώπη, θολώνουν αυτόν τον καθρέφτη.
Κι αν ο φασισμός του μεσοπολέμου με τις ναζιστικές θηριωδίες λειτουργεί εδώ και χρόνια σαν ένα είδος μακρινού καθρέφτη στον οποίο οι ευρωπαίοι καθρεφτίζονται για να αξιολογούν τη δική τους πρόοδο σχετικά με τις υπερβολές φρικαλεοτήτων του ναζισμού, κρατώντας τους σε επαγρύπνηση για τους κινδύνους μιας υποτροπής, η πανδημία και τα σκληρά αστυνομικά μέτρα που στο όνομά της ενεργοποιούνται, εδώ και στην Ευρώπη, θολώνουν αυτόν τον καθρέφτη. Και αν οι προβολείς είναι στραμμένοι μόνο πάνω στις κενολόγες διακηρύξεις υποστήριξης της δημοκρατίας και τις βαρύγδουπες υποσχέσεις των κυβερνώντων για σεβασμό των δικαιωμάτων, είναι για να χάνονται στις σκιές οι ενέργειες της κυρίαρχης εξουσίας για έλεγχο των πληροφοριών και της καθημερινότητας, για επιδείνωση εργασιακών σχέσεων και επιπέδου διαβίωσης, για αύξηση της αστυνομοκρατίας και του αυταρχισμού. Κι έτσι να δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτόν τον καθρέφτη κάποια ομοιότητα με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Κι όμως, ακόμα κι αν δεν έχουν ίδια μορφή οι ομοιότητες, ο πυρήνας τους μοιάζει να ταυτίζεται όλο και πιο πολύ, και το βιώνουμε μέσα από στιγμιότυπα της ζωής μας.
Αισθανόμαστε όλο και πιο ανεπιθύμητοι και ανήμποροι σε απειλητικές, έρημες και άθλιες πόλεις, με την συνεχή επιτήρηση της αστυνομίας που δημιουργεί εφιάλτες σε μια αποσυντιθέμενη κοινωνία καθώς ετοιμάζεται για νέες φρίκες. Επιτομή της αστυνομικής αναλγησίας το περιστατικό στα Κρέστενα Ηλείας, με αστυνομικούς που δεν διστάζουν να επιβάλλουν σε γέροντα, ο οποίος εκλιπαρεί, πρόστιμο, για υγειονομικούς λόγους, σχεδόν ισόποσο με τη σύνταξή του.
Εξαγγελίες, δηλώσεις, παραινέσεις κυβερνώντων που οι εκφράσεις τους, παρόλο τον καλλωπισμό τους, προσπαθούν να συγκαλύψουν τις υποκείμενες κοινωνικές καταστάσεις, για τις οποίες ευθύνεται η πολιτική ηγεσία. Η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη «Εάν υποθέσουμε ότι είχαμε 5.000 ΜΕΘ αυτό θα σήμαινε ότι θα είχαμε ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό νεκρών», με μια συλλογιστική που δοκιμάζει τη λογική σκέψη, δεν ήταν παρά μια αποτυχημένη προσπάθεια να δικαιολογήσει τον ανεπαρκή αριθμό ΜΕΘ κι επομένως και τις αντίστοιχες κυβερνητικές παραλείψεις.
Ηθικές αξίες, αντιλήψεις και σκέψεις για την πολιτική, την ιστορία και την καθημερινή ζωή αναδιατυπώνονται σε νέα γλώσσα και χωρίς να γίνεται αντιληπτό, με μικρές δόσεις κάθε φορά, επιχειρείται η χειραγώγηση και η μετάλλαξη του τρόπου σκέψης και κριτικής. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδης εμφανίζεται να συνεισφέρει στην τήρηση των υγειονομικών μέτρων «εμείς έξω στους δρόμους και οι πολίτες στα σπίτια τους» με το αιτιολογικό «ο άμεσος στόχος είναι να δώσουμε δέκα μέρες στο Σύστημα Υγείας για να ανασάνει». Και συνεχώς το ζήτημα υγείας μετατρέπεται σε ζήτημα καταστολής, και η εμπλοκή της αστυνομίας στην καθημερινότητά μας γίνεται ο κανόνας, με όλους εμάς τους υπόλοιπους να προγραμματιζόμαστε για αποδοχή μιας νέας τύπου αυταρχικής αστικής δημοκρατίας υπό την ομπρέλα μιας πανταχού παρούσας αστυνομίας.
Και δεν είναι τόσο η δημιουργία νέων λέξεων, όσο ότι οι προϋπάρχουσες έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή. Και είναι η σημασία τους και ο τρόπος χρήσης τους που παρέχει μια νέα αναπαράσταση της νοοτροπίας και συμπεριφοράς μας, που δικαιώνει επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας. Οι καταγγελίες για συνωστισμό, όπως με παιδιά που έπαιζαν σε χωριό στη Λακωνία, γίνονται ειδοποιήσεις της αστυνομίας που δικαιολογούνται με το φόβο του κορωνοϊού και την υπευθυνότητα στην τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «πανηγυρίζουμε» γιατί η Ελλάδα είναι «12 φορές καλύτερα από το Βέλγιο» στον αριθμό των θανάτων, δίνοντας στην λέξη νέα διάσταση.
Και μ’ αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα και τα επιχειρήματα στο δημόσιο λόγο διαμορφώνουν τη στάση μας, διαβρώνουν τις πεποιθήσεις μας, εσωτερικεύουν την κυρίαρχη άποψη. Μήνες τώρα οι δημαγωγοί και κινδυνολόγοι της κυρίαρχης εξουσίας εστίαζαν σε αρνητές μασκών και συνωμοσιολόγους, μέχρι και ο πρωθυπουργός σε μήνυμά του αναφέρθηκε σε ψεκασμένους. Γιατί χρειάζονται εχθρούς διαχειρίσιμους για να τους δικαιώνουν, αφού αυθαίρετα συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα σ’ αυτούς και κάθε αντίρρηση ή κριτική στον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας, για να απαξιωθούν και να εκλείψουν, ώστε η κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα να αναδειχτεί μοναδική και κυρίαρχη.
Και είναι αυτή η συνεχής ενοχοποίηση, από την πολιτική ηγεσία, ενός ολόκληρου λαού που προσπαθεί να τον παραλύσει και να τον κάνει να παραπαίει ανάμεσα στην κατατονική απάθεια και τη βίαιη επιθετικότητα, σε μια εναλλαγή ανάμεσα στην αυτολύπηση και την ενοχή. Γι’ αυτό και ο υπουργός υγείας Β. Κικίλιας, μιλώντας για το νοσοκομείο της Δράμας, που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει πια τους ασθενείς λόγω πληρότητας των κλινών του, είπε πως δεν έχει αυτό πρόβλημα, αλλά η πόλη γιατί δεν τήρησε τα υγειονομικά πρωτόκολλα. Απαλλάσσοντας έτσι από κάθε ευθύνη την κυβέρνηση που αδιαφόρησε για την ενίσχυση των νοσοκομείων και χρεώνοντας αποκλειστικά στους κατοίκους την ευθύνη της εξάπλωσης της πανδημίας.
Ο κίνδυνος στην αστική μας δημοκρατία τα δημοκρατικά δικαιώματα να μην επιβιώσουν από την τεράστια ανισότητα, την κυνική εκμετάλλευσή τους και τη γενική απώλεια πίστης σε αυτά είναι ορατός. Και δεν τα διασώζει βέβαια η κυρίαρχη ρητορική που υποκριτικά τα υποστηρίζει, όπως γίνεται με όλα τα μέτρα που ψηφίζονται στη βουλή και διαφημίζονται από την πολιτική ηγεσία πως ενισχύουν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή ανέργους. Έτσι στο τελευταίο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στο άρθρο 31, του ψηφισμένου πια νόμου, υποστηρίζεται πως θα αυξηθούν οι μισθοί των εργαζομένων, ενώ στην πραγματικότητα θα έχει αρνητικές συνέπειες για τη στήριξη ανέργων, την υγεία και ασφάλιση των εργαζομένων και γενικά του επιπέδου ζωής τους.
Κυβερνώντες λοιπόν και παρατρεχάμενοί τους χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να παραμορφώσουν, να χειριστούν και να καταστρέψουν το λόγο, για να κατευθύνουν, να ελέγχουν και να καταπιέζουν. Τίποτε δεν είναι ακίνδυνη ρητορική. Αυτοί που κατέχουν την εξουσία είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να καθιερώσουν εκφράσεις για να καθορίσουν την πραγματικότητα.
Βιώνοντας επομένως αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση ελάχιστα πράγματα μας φαίνονται προφανή, ζώντας σε στιγμιότυπα, χωρίς πλήρη εικόνα του πού οδηγούμαστε. Πώς να ξεχωρίσουμε την υπερβολή από την αλήθεια; Πώς να διακρίνουμε μεταξύ της κινδυνολογίας και της επαγρύπνησης;
Και κάπως έτσι χάνεται και εκείνο το ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης που τροφοδοτείται από καθημερινές συνήθειες και ενημερώνεται από μια υπεύθυνη ρητορική. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής, τονίζει πως απέναντι στον κορωνοϊό προέκρινε τη δημόσια υγεία, όταν με ανακύκλωση του ιατρικού προσωπικού γίνεται προσπάθεια να καλυφθούν τα κενά, όταν τα νοσοκομεία περιορίζονται σε νοσοκομεία μιας νόσου, όταν νοικιάζονται δομές ιδιωτικές χρυσοπληρώνοντάς τες, όταν υπάρχει έλλειψη ΜΕΘ κλπ..
Η κοινωνία παίρνει τη μορφή εργαστηρίου, όπου όλα φαίνονται δυνατά και επιτρέπονται, όσο καταστέλλεται κάθε αντίδραση, ενώ προσφέρεται η ευκαιρία να προσδιοριστούν διαφορετικές ηθικές θέσεις και ισοπεδώνεται κάθε αντίθεση μεταξύ δράστη και θύματος. Αντιστρέφεται η σημασία μιας πράξης ή χειρονομίας, όπως ο εγκλεισμός που γίνεται λυτρωτικός και η καταστολή θεραπευτική. Η επιδημία αντιμετωπίζεται με την οπτική του τι σημαίνει να βλέπεις τα ανθρώπινα όντα χωρίς να την ανθρωπιά τους, αντίθετα να τα θεωρείς απλώς αριθμούς πάνω στα οποία η επιλογή μπορεί να γίνει, και ακόμα και η επιστήμη μπορεί να παρέμβει, προς δόξαν του κέρδους.
Η άθλια οικονομική κατάσταση και οι φόβοι για την υγεία αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους σε μια έρημο ανασφάλειας και κυνισμού, με τον καθένα μας να προσπαθεί να δραπετεύσει για να σωθεί, ευάλωτοι σε δημαγωγίες που υπόσχονται λύτρωση. Και διαμορφώνεται το ευνοϊκό περιβάλλον για να σηκώσουν κεφάλι, ύπουλα και υποχθόνια, όλα τα φίδια του αυταρχισμού και της αστυνομοκρατίας.
Για να μην φτάσει λοιπόν το πρόβλημα σε τέτοια διάσταση που να μας πνίξουν θα πρέπει να καταστραφεί το αυγό που τα γεννά. Γιατί αν ο Βρούτος προσπαθούσε με το συλλογισμό του ότι ο Καίσαρας είναι το αυγό του φιδιού, να πείσει για την αναγκαιότητα της δολοφονίας του για να μην εξελιχθεί σε τύραννο, εμείς πια ξέρουμε από την ιστορική εμπειρία πως ο καπιταλισμός στα αδιέξοδά του εκκολάπτει το φασισμό. Και γι’ αυτό οι αγώνες, όχι πια για την ψευδαίσθηση του ανθρώπινου προσώπου του καπιταλισμού, αλλά για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, θα είναι δύσκολοι και μακριοί.