Σύγχρονες ενσαρκώσεις φασισμού
Η κύρια διαφορά μεταξύ του φασισμού του μεσοπολέμου και των σύγχρονων ενσαρκώσεών του είναι ότι η εκδοχή που παρατηρούμε σήμερα λειτουργεί μέσα στα δημοκρατικά συστήματα και όχι έξω από αυτά, χωρίς μεγάλες αντιστάσεις από την κυρίαρχη εξουσία, ακριβώς γιατί υποστηρίζει τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος.
Σχεδόν πριν από έναν αιώνα ο φασισμός στην Ευρώπη εγκατέλειψε τις δημοκρατικές ελευθερίες, προκειμένου να επιδιώξει στις χώρες εσωτερική καθαρότητα και εξωτερική επέκταση χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς. Παρόλο που ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, ο Φράνκο ακολούθησαν αυτούς τους εσωτερικούς και εξωτερικούς στόχους με διαφορετικούς τρόπους, όλοι τους θεώρησαν τους ίδιους ως εχθρούς και ως παρίες που δεν ήταν μόνο ιδεολογικοί, όπως οι κομμουνιστές, αλλά και εθνοτικοί όπως οι Εβραίοι, οι Ρομά και άλλες μειονότητες.
Στα τωρινά χρόνια, αν και ηγέτες και ευρωπαϊκά κόμματα συνωστίζονται κάτω από την ομπρέλα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να αποκαλύπτουν κάποια από τα χαρακτηριστικά των φασιστών στη ρητορική τους και, όταν μπορούν, στις πράξεις τους να χρησιμοποιούν φασιστικές τεχνικές για την τόνωση της βάσης τους.
Η διάβρωση των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών είναι παρόμοια, αλλά όχι ταυτόσημη, με αυτή που χρησιμοποιούσαν οι φασίστες δικτάτορες της δεκαετίας του ’20 και του ’30. Η κύρια διαφορά μεταξύ του φασισμού του μεσοπολέμου και των σύγχρονων ενσαρκώσεών του είναι ότι η εκδοχή που παρατηρούμε σήμερα λειτουργεί μέσα στα δημοκρατικά συστήματα και όχι έξω από αυτά. Οι υποστηρικτές του φασισμού του 20ού αιώνα ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα από τα πάνω. Αλλά ο φασισμός του 21ου αιώνα στοχεύει να μεταμορφώσει τα αστικά δημοκρατικά συστήματα από μέσα χωρίς μεγάλες αντιστάσεις από την κυρίαρχη εξουσία, ακριβώς γιατί υποστηρίζει τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος.
Μια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι σε αντίθεση με τον φασισμό του μεσοπολέμου, η σύγχρονη εκδοχή του δεν ασχολείται με την κοινωνική ευημερία. Μαζί με την καταστροφική εμμονή του για την εθνική υπεροχή, ο κλασικός φασισμός υποσχέθηκε να αποκαταστήσει την τάξη, να προστατέψει την ιδιωτική ιδιοκτησία να αποτρέψει τις συνέπειες στις μεγάλες μάζες από την οικονομική ύφεση, να προωθήσει την ευημερία.
Τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα, έχοντας αναδυθεί σε μια εποχή νεοφιλελευθερισμού και ανταγωνιστικού ατομικισμού, δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη να κινητοποιήσουν τις μάζες δίνοντας μεγάλες υποσχέσεις μιας εναλλακτικής κοινωνίας ή πολιτισμού που θα βελτίωνε τη ζωή τους. Αντίθετα, διοχετεύουν το θυμό και τις απογοητεύσεις των απομονωμένων ατόμων προς το διαφορετικό και ξένο, του οποίου η απομάκρυνση ή ο περιορισμός υποτίθεται ότι θα λύσει όλα τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Κι αν οι Εβραίοι ήταν ο κύριος εχθρός του κλασικού φασισμού, ο κατάλογος τώρα τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε ώστε να περιλαμβάνει μουσουλμάνους και έγχρωμους μετανάστες.
Ίχνη αυτής της αντίληψης ανιχνεύονται ακόμα και σε ομιλία για την πολιτική του στο μεταναστευτικό, τον Οκτώβριο στη Βουλή στην ώρα του πρωθυπουργού, του Κ. Μητσοτάκη, που κάνει διάκριση μεταναστευτικού και προσφυγικού και ανακοινώνει δημιουργία κλειστών προαναχωρησιακών κέντρων, ενώ συγχρόνως αρνείται πως του προκαλεί φόβο το μπόλιασμα της ελληνικής κοινωνίας με τους πρόσφυγες «αρκεί να είναι αυτοί που πληρούν τους κανόνες για να απολαμβάνουν διεθνούς προστασίας»
Η Ευρώπη έχει μια έντονα βίαιη και ρατσιστική ιστορία. Καμία γωνιά της ηπείρου δεν μπορεί να διεκδικήσει αθωότητα όταν πρόκειται για την ιστορία και την κληρονομιά του φασισμού. Κι αν με το ναζισμό έφτασε ο φασισμός στα εγκληματικά άκρα, αυτή η απόλυτη φρίκη του παρελθόντος μπορεί μερικές φορές να μας τυφλώνει στην εμφάνιση του εθνικισμού και του φασισμού με νέες μορφές. Γι’ αυτό, λόγω της ιστορίας που συνδέεται με την ορολογία του φασισμού, οι υπερασπιστές του μοιάζουν απρόθυμοι να περιγράψουν αυτές τις εξελίξεις σε μια τέτοια γλώσσα και με όρους που θυμίζουν φασισμό. Ο νέος εθνικισμός δεν ορίζεται πλέον με παραδοσιακούς ιδεολογικούς όρους, αλλά ως αντίσταση ενάντια στην «απειλή» της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης.
Καταδικάζεται η ύπαρξη στρατοπέδων εξόντωσης και καταβάλλονται προσπάθειες να μην συγχέονται με τα στρατόπεδα κράτησης των μεταναστών. Και είναι εμφανές πως υποστηρίζεται ο ρατσισμός και η εχθρότητα προς πρόσφυγες και μετανάστες αλλά και οι διεθνείς συμφωνίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην είδηση λοιπόν για χρησιμοποίηση από την κυβέρνηση, που δηλώνει πως μεριμνά για τη φύλαξη των συνόρων, πλωτών φραγμάτων για να περιοριστούν οι προσφυγικές ροές, οι διπλωμάτες των Βρυξελλών δεν ξεχνούν να αναφερθούν στα ηθικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εγείρονται, κρατώντας τα προσχήματα μιας ανθρωπιστικής Ευρώπης που όμως έχει στήσει φράκτες, ενώ πολλές αντιδράσεις περιορίζονται σε προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητά τους και όχι την απανθρωπιά του μέτρου.
Εν ολίγοις, ο κίνδυνος αυτής της γλωσσικής μετατόπισης είναι ότι συμβάλλει στην υπόγεια αποδοχή αυτών των νέων φασιστικών δυνάμεων από ένα σημαντικό κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου.
Και τελικά, ο κυρίαρχος λόγος θεωρεί ικανοποιητικό το γεγονός ότι η σύγχρονη ακροδεξιά έχει προσαρμοσθεί και έχουν γίνει δεκτά η δημοκρατία και τα δικαιώματα των μειονοτήτων στα λόγια, γι’ αυτό και επιδιώκεται κάθε φασιστικό μόρφωμα να μη χαρακτηρίζεται με το όνομά του αλλά να ονομάζεται ακροδεξιά.
Οι πολιτικές μνήμης της κυρίαρχης εξουσίας, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο σήμερα θεωρείται ο φασισμός του εικοστού αιώνα, μια εξαίρεση, αποκομμένος από τον καπιταλισμό και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, ευνοούν την ανταπόκριση που μπορεί να έχει ο φασιστικός λόγος της νέας άκρας δεξιάς, η οποία έτσι μπορεί να απορρίπτει κάθε έννοια ευθύνης της για το φασισμό του μεσοπολέμου. Ισχυρίζεται, φανερά τουλάχιστον, τη διαφοροποίησή της από το φασισμό του 20ου αι. και απορρίπτει τη συνέχεια της απ’ αυτόν. Γι’ αυτό και στη δίκη της Χρυσής Αυγής ο αρχηγός της Ν. Μιχαλολιάκος στη διάρκεια της απολογίας του δεν δίστασε να δηλώσει εθνικιστής και όχι ναζιστής, αρνούμενος κάθε σχέση με τη ναζιστική ιδεολογία του ίδιου και της ΧΑ.
Η νέα ακροδεξιά αντλεί τα επιχειρήματά της για τη λευκή καπιταλιστική υπεροχή από μια αντιστροφή της πραγματικότητας στο λόγο της. Η ιδέα της θυματοποίησης της λευκής πλειοψηφίας συναντά τον κλασικό φασιστικό λόγο όταν ισχυρίζεται πως μια ιδεολογική… ελίτ, περιλαμβάνοντας σ’ αυτή κυρίως κομμουνιστές, θέτει συστηματικά σε μειονεκτική θέση τους λευκούς πληθυσμούς προς όφελος των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Επομένως, με αποκλεισμούς και διώξεις των μειονοτήτων και μεταναστών γίνεται η υπεράσπιση της… ευάλωτης θέσης του λευκού καπιταλιστή ευρωπαίου.
Όπως ο φασισμός και η σύγχρονη αναζωπυρωμένη άκρα Δεξιά είναι παράλογη, στενόμυαλη, βίαιη και ρατσιστική. Κι αν μοιάζει να υπάρχουν διαφορές μεταξύ του φασισμού του παρελθόντος και του τι βλέπουμε σήμερα, η γενική ιστορική τροχιά θα παραμείνει αναπόφευκτα η ίδια. Δηλαδή, όπως ο φασισμός των αρχών του 20ου αιώνα εξελίχτηκε εκτός ελέγχου και κατέληξε σε γενοκτονία, σήμερα η ιδεολογία που συνυπογράφουν η Λέγκα του Βορρά, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, η δική μας Χρυσή Αυγή ή Ελληνική Λύση κλπ έχει τη δυνατότητα να γίνει ακόμα πιο βίαιη αν παραμείνει ανεξέλεγκτη.
Κι αν μεμονωμένα περιστατικά αντίστασης στο κύμα φασισμού είναι αξιοσημείωτα και πρέπει να επαινεθούν, οι μεμονωμένες πράξεις θάρρους δεν θα σταματήσουν το νέο φασιστικό κύμα που απειλεί να σαρώνει την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Χρειάζεται συλλογική δράση και οργάνωση. Και είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα που προσδίδοντας στις δράσεις και ενέργειες οργανωμένο χαρακτήρα και ταξικό προσανατολισμό πολεμά το φασισμό, γι’ αυτό και τα φασιστικά κόμματα κύριο χαρακτηριστικό έχουν, πέρα από το ρατσισμό, και τον επιθετικό αντικομμουνισμό.