Συγγνώμη, μια δύσκολη λέξη
Στην αστική μας δημοκρατία η παραίτηση έχει γίνει σπάνια και η συγγνώμη συνηθισμένη. Καθώς απαιτείται τα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς να ανταποκρίνονται σε επικοινωνιακές τακτικές που παραπλανούν τον πληθυσμό, όλη η προσοχή της κυρίαρχης εξουσίας επικεντρώνεται στην εικόνα της προς τα έξω.
Ο πρωθυπουργός, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για τα προβλήματα που προκάλεσε η κακοκαιρία Ελπίς, ζήτησε «μία προσωπική και ειλικρινή συγγνώμη από τους συμπολίτες μας οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν επί πολλές ώρες, μένοντας εγκλωβισμένοι στην Αττική Οδό». Τη συγγνώμη του υπερασπίστηκε ως ειλικρινή και όχι προσχηματική στη συνεδρίαση της Βουλής για την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, όταν κατηγορήθηκε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρα. Ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Χ. Στυλιανίδης στη Βουλή επανέλαβε κι αυτός τα περί ειλικρινούς και διόλου προσχηματικής συγγνώμης προς τον ελληνικό λαό. Και η Αττική Οδός σε ανακοίνωσή της, μετά την κακοκαιρία, «εκφράζει κι αυτή τη λύπη της και ζητά συγγνώμη από τους οδηγούς και τις οικογένειές τους για την ταλαιπωρία».
Για την αδυναμία αντιμετώπισης της κακοκαιρίας, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου τις προηγούμενες ώρες, σε ανώτατο επίπεδο οι υπεύθυνοι, κυβέρνηση και εταιρεία διαχείρισης της Αττικής Οδού, προσπαθούν με την έκφραση της συγγνώμης τους να διαχειριστούν την οργή και το θυμό χιλιάδων ταλαιπωρημένων, διατηρώντας την ίδια κατάσταση πραγμάτων, με κάποιες αόριστες υποσχέσεις για αναζήτηση αιτιών και καλύτερη αποτελεσματικότητα στο μέλλον από τους αρμόδιους φορείς. Η μόνη παραίτηση, εκείνη του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσπάθεια για μετριασμό των αντιδράσεων και εξασθένηση των αρνητικών συσχετίσεων μεταξύ της εταιρείας και του προβλήματος.
Η τάση για πολιτική συγγνώμη μοιάζει, τα τελευταία χρόνια, στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο να είναι αρκετά διαδεδομένη και να χρησιμοποιείται ως ουσιαστική συνιστώσα της διατήρησης της κοινωνικής ισορροπίας, εφόσον έτσι εκδηλώνεται ευαισθησία συναισθηματική και ομολογείται ευθύνη ηθική για προσβλητική συμπεριφορά.
Από τα πιο ασφαλή είδη συγγνώμης είναι η συγγνώμη για ιστορικά λάθη που έκαναν χώρες εναντίον μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων. Τέτοιες εκφράσεις μετάνοιας από ηγέτες για θύματα και δράστες παλαιοτέρων χρόνων είναι μια χειρονομία συμβολική, αλλά ουσιαστικά πολλές φορές χωρίς νόημα, που περισσότερο λειτουργεί ως ένα ισχυρό εργαλείο στο διπλωματικό και επικοινωνιακό οπλοστάσιο. Γιατί είναι πολύ πιο απλό να λες συγγνώμη για πράγματα που συνέβησαν πριν από εκατοντάδες χρόνια και οι συνέπειές τους έχουν κατά πολύ αμβλυνθεί, παρά να επωμιστείς το βάρος της ευθύνης για γεγονότα στο κοντινό παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ που άρχισε να ζητά συγγνώμη για πράξεις της καθολικής εκκλησίας που εκτείνονταν σε βάθος εκατοντάδων χρόνων, από τις Σταυροφορίες και την άλωση της Πόλης μέχρι την Ιερά Εξέταση, την καταδίκη του Γαλιλαίου κλπ. Το ίδιο έκαναν και οι λευκοί άποικοι ανά τον κόσμο, που επικράτησαν εξολοθρεύοντας τους ιθαγενείς. Ήταν πιο εύκολο για τα αποικιοκρατικά κράτη μετά από εκατοντάδες χρόνια, αντί να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές και πιεστικές κοινωνικές προκλήσεις των μειονοτήτων, ν’ αποσπαστεί η προσοχή με μάταιες συγγνώμες που δεν διορθώνουν τίποτε. Όπως ο Καναδάς που το 1998 ζητά συγγνώμη από τους Ινδιάνους, η Νότια Αφρική που εκφράζει τη θλίψη για τις πολιτικές απαρτχάϊντ, η Αυστραλία των λευκών εποίκων που μετανοεί για τα δεινά που προκάλεσε στους Αβορίγινες.
Φυσικά, όταν τα εγκλήματα ή οι παραβάσεις ενός κράτους εξακολουθούν να έχουν απήχηση, η συγγνώμη συχνά φαίνεται να είναι η πιο δύσκολη λέξη. Η μετάνοια του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους για τη γενοκτονία των Ναζί λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη πίσω από τις πολιτικές του αντιμετώπισης της ευθύνης για τη ναζιστική θηριωδία, που το διαχώρισαν από αυτά τα εγκλήματα, εντάσσοντάς το πάλι στη διεθνή κοινότητα. Από την άλλη, ο πάπας για την αδράνεια της καθολικής εκκλησίας κατά την διάρκεια της χιτλερικής θηριωδίας, ήταν πολύ προσεκτικός να αποδώσει γενικά ευθύνες, ενώ απέφευγε να αναφερθεί στη σιωπή του προκατόχου του Πάπα Πίου ΧΙΙ εκείνα τα σκληρά χρόνια.
Βέβαια, η πράξη της συγγνώμης αλλάζει όταν αναφέρεται στο παρόν και εμπλέκονται εταιρείες και πολιτικοί με τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ. Γιατί τα ΜΜΕ μπορούν ν’ ανακατασκευάσουν κάθε συγγνώμη, αναδεικνύοντας πτυχές μέσα από τις οποίες αξιολογείται η αυθεντικότητα της συγγνώμης, προβάλλοντας τα πάθη που εκφράζονται, τις στρατηγικές που εφαρμόζονται γύρω από την ίδια τη συγγνώμη. Μια πραγματικά αποτελεσματική πολιτική συγγνώμη επιδιώκεται να πετύχει σε δύο επίπεδα: ηθικό, με την παραδοχή ηθικών αδικημάτων και την έκφραση λύπης και κοινωνικό, με την επανόρθωση του θιγόμενου μέρους. Επικοινωνιακά η συγγνώμη μπορεί να αποτύχει και στις δύο περιπτώσεις και το κλειδί για το αποτέλεσμα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο απολογητής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συγγνώμες με τη χρήση παθητικής φωνής, όπου αναζητείται το υποκείμενο, όπως το αόριστο «έγιναν λάθη», που καταλήγουν σε μια παρωδία της πολιτικής συγγνώμης. Επειδή λοιπόν η έκφραση συγγνώμης μπορεί να κάνει διάτρητη μια προσεκτικά κατασκευασμένη δημόσια εικόνα ορθότητας ενός πολιτικού ή μιας εταιρείας, η διαχείρισή της φαίνεται να γίνεται πολύ προσεκτικά, για να μη χαθεί κύρος και αξιοπιστία. Στην τελική φαίνεται ότι η συγγνώμη είναι μια επιλογή που χρησιμοποιούν συχνά οι ηγέτες σε μια προσπάθεια να αφήσουν πίσω τους, με ελάχιστο κόστος, τα λάθη δράσεων και συμπεριφορών. Υπάρχουν λοιπόν πολλοί τρόποι με τους οποίους οι πολιτικοί μπορούν να αμβλύνουν τη συγγνώμη τους και να αποστασιοποιηθούν από το γεγονός που την προκάλεσε.
Στο παράδειγμα με τη συγγνώμη του Κ. Μητσοτάκη, μοιάζει να βραχυκυκλώνει ο ίδιος τη διαδικασία της συγγνώμης του. Ζητά συγγνώμη από τη μια, αλλά εμμέσως ισχυρίζεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη πως έχει βάλει «τον πήχη των προσδοκιών ψηλά», ότι η χιονόπτωση ήταν πρωτοφανής και δεν ήταν ακριβείς οι προβλέψεις των μετεωρολόγων. Εν ολίγοις, ζητά συγγνώμη υπό όρους, χωρίς να αναλαμβάνει καμιά ευθύνη κι έτσι καλύπτει τον εαυτό του. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του κατανάλωσαν μεγάλο μέρος της ομιλίας τους που δικαιολογούσε τη συγγνώμη τους σε αοριστίες. Για υποδομές που δεν είναι προσαρμοσμένες σε συνθήκες έντονων χιονοπτώσεων έκανε λόγο ο Κ. Μητσοτάκη, για πρόληψη και προετοιμασία που πρέπει να είναι βασικός μπούσουλας ο Χ. Στυλιανίδης. Στην πραγματικότητα αφήνουν τις μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες πτυχές των γεγονότων στο ημίφως και ζητείται συγγνώμη για ένα μικρό μέρος απ’ αυτά. Στην περίπτωση της κακοκαιρίας το μείζον θέμα είναι οι συνέπειες της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που μετατρέπονται σε πηγές κέρδους, με την πολιτική ηγεσία και τις εταιρείες να αδιαφορούν για την ποιότητα ζωής των πολιτών. Μόνο όταν η ανεπάρκεια αποκαλύπτεται σε έκτακτες καταστάσεις, ψελλίζουν συγγνώμη υπό προϋποθέσεις για επικοινωνιακούς λόγους, χωρίς ν’ αλλάζουν την πολιτική τους.
Μια ειλικρινής συγγνώμη περιλαμβάνει την αναγνώριση του λάθους ή του αδικήματος, την αποδοχή της ευθύνης, την έκφραση της λύπης και υπόσχεση ότι το αδίκημα δεν θα επαναληφθεί. Στην περίπτωση όμως του χάους που προκλήθηκε από την κακοκαιρία ούτε λάθος αναγνωρίστηκε ούτε ευθύνη ανέλαβε κανείς, αφού οι αιτίες θα έπρεπε να αναζητηθούν στις επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας, ικανοποίηση συμφερόντων κυρίαρχης τάξης και στους στόχους της εταιρείας, κερδοφορία, που και τα δυο μένουν στο απυρόβλητο.
Στην αστική μας δημοκρατία η παραίτηση έχει γίνει σπάνια και η συγγνώμη συνηθισμένη. Καθώς απαιτείται τα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς να ανταποκρίνονται σε επικοινωνιακές τακτικές που παραπλανούν τον πληθυσμό, όλη η προσοχή της κυρίαρχης εξουσίας επικεντρώνεται στην εικόνα της προς τα έξω. Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, η έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου της εξουσίας μέσα από τους θεσμούς ενισχύει την αυθαιρεσία της να ωθήσει το σύστημα στα άκρα και ελάχιστα εμποδίζονται οι κυβερνήτες να ασκούν εξουσία με λίγη ή καθόλου λογοδοσία ή αίσθημα ευθύνης. Η έλλειψη ευθύνης μεταλλάσσεται σε έλλειψη αιδούς. Γι’ αυτό και τα ψέματα είναι συνηθισμένα, οι παραιτήσεις σπάνιες και οι συγγνώμες πιο συχνές αλλά και ψεύτικες. Εν ολίγοις, φαίνεται να ξέρουν πώς μπορούν να ξεφύγουν από τη λαϊκή οργή. Και η συγγνώμη καταντά μια φθηνή χειρονομία, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να είναι κάτι παραπάνω, πέρα από μια πράξη χειραγώγησης της λαϊκής δυσαρέσκειας.