Τ’ απομεινάρια μιας μέρας – (ζωής)…
08-10-2017
Το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, κάπου εκεί, ανάμεσα στο τέλος της εργασίας και στο τέλος της ζωής, έχει κλέψει και συνεχίζει να κλέβει και τη μέρα μας και τ’ απομεινάρια της.
Βρήκα, πάνε χρόνια τώρα, το βιβλίο του άρτι βραβευθέντος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Καζούο Ισιγκούρο εξαιρετικό. Αλλά και την ομότιτλη ταινία απ’ τις σπάνιες που δεν προδίδουν τους χαρακτήρες αλλά και τη γραφή αυτή καθαυτή, κι όχι απλώς την πλοκή. Κι είναι κι αυτός ο συμβολισμός που αβίαστα προτρέπει σε αλλόκοτους συνειρμούς, καθώς ο συγγραφέας αυτός, της αγγλικής αποκλειστικώς γλώσσας, γεννήθηκε το ’54 στο μαρτυρικό Ναγκασάκι… Δεν πρωτοτυπώ. Στη σειρά να βάλει κανείς τις λέξεις, Ισιγκούρο – Ναγκασάκι – Τ’ απομεινάρια μιας μέρας, έρχεται φυσικά σαν την ανάσα κι «αποκαλύπτει την άβυσσο κάτω απ’ την ψευδαίσθηση ότι είμαστε συνδεδεμένοι με τον κόσμο», όπως αιτιολογεί τη σκέψη της η Επιτροπή βράβευσης της σουηδικής Ακαδημίας. Τ’ απομεινάρια μιας μέρας, όμως, που γίνονται απομεινάρια μιας ζωής, μ’ έναν τρόπο αμείλικτο, φονικά φθοροποιό, με στοίβαγμα κοπιώδους εργάσιμου Χρόνου, είναι που μου έρχονται στο νου και με πετάνε κυριολεκτικά στην άβυσσο της πραγματικότητας, χωρίς καμιά ψευδαίσθηση, όταν βλέπω συνταξιούχους στο δρόμο, με ρυτίδες στο πρόσωπο και τα πανό τους, να διεκδικούν το δικαίωμα ν’ αναπολούν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια κι όχι με αγωνία επιβίωσης.
.
Τα συνταξιοδοτικά ψίχουλα των ημερών είναι η πιο χυδαία ψευδαίσθηση σύνδεσης με τον κόσμο. Είναι αυτό καθαυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης τσακισμένων σαρκίων που καλούνται να φιλοξενηθούν στην άβυσσο της ανημπόριας του συνταξιούχου να υπολογίσει τη ζωή του χωρίς τον αλγόριθμο της κεφαλαιοποίησης του θανάτου του. Οταν τριάντα πέντε και σαράντα χρόνια δουλειάς, στο σημερινό κόσμο, στη σημερινή Ελλάδα, γίνονται μια φούχτα ευρώ, στην πλειονότητά τους κάτω από πεντακοσάρικο, και σ’ ένα ειδοποιητήριο – κομμάτι χαρτί συμπυκνώνονται τ’ απομεινάρια των κερδών του συστήματος απ’ την ίδια σου τη ζωή, τότε ανακαλύπτεις και τον κατασκευαστή και τον ιδιοκτήτη της αβύσσου. Τις ίδιες σου δηλαδή τις επιλογές. Στο μυθιστόρημα, ο πρωταγωνιστής είναι υπηρέτης πολυτελείας. Μπάτλερ. Δηλαδή, εκπαιδευμένο ανθρώπινο κατοικίδιο «ράτσας» στην εξυπηρέτηση της ταξικά ανώτερης φυλής που μπορεί και να τον διαθέτει. Την ανάγκη να βολτάρει μια μέρα στον έξω και τον εσωτερικό συναισθηματικό του κόσμο, δεν την απαιτεί, δεν την διεκδικεί, του την «προσφέρει» ένα καλό αφεντικό(!) επειδή θα λείψει ταξίδι. Δεν τον απασχολεί τον μπάτλερ Στίβενς η σύνταξη, αλλά η ζωή που δεν έζησε, τα αισθήματα που δεν εξέφρασε, η κουλτούρα που δεν απέκτησε, το κοστούμι της λιβρέας – ψευδαίσθησης ότι ζούσε ελεύθερος τελειοποιώντας τη δουλειά – ρόλο του, ετεροπροσδιοριζόμενος αυτόματα ως εκ της θέσης του, σε νεκροθάφτη του εαυτού του.
.
Αν τ’ απομεινάρια μιας εργάσιμης ζωής γίνουν αποδεκτά «ως εκ της θέσης του» από τον σημερινό συνταξιούχο, σ’ έναν κόσμο που έστω κι αργά ο ίδιος κατανοεί ότι και μπορεί και πρέπει, να του οφείλει περισσότερα από μια βόλτα στη συνειδητοποίηση των απωλειών της όλης ζωής του, τότε δεν αποκόπτεται απλώς απ’ την πραγματική ζωή, αλλά την εκχωρεί σε αφεντικά που επενδύουν χοντρά λεφτά στο συντομευμένο άθλιο θάνατό του. Γιατί το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, κάπου εκεί, ανάμεσα στο τέλος της εργασίας και στο τέλος της ζωής, έχει κλέψει και συνεχίζει να κλέβει και τη μέρα μας και τ’ απομεινάρια της.
.
Αναδημοσίευση από Ριζοσπάστη