Τα επαγγέλματα του μέλλοντος: Influencer, only fans, παρένθετες (Πώς το σύστημα καταδίκασε την επιστήμη σε ανυποληψία και την υγεία σε εμπόρευμα)
Γιατί ένα νέο παιδί να θέλει να επενδύσει σε χρόνια σπουδών όταν ξέρει ότι μετά δε θα μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς από την εργασία του; Όταν η ίδια η κυρίαρχη αντίληψη διαπαιδαγωγεί στην απαξίωση και υποβάθμιση της επιστήμης, γιατί τα παιδιά να σκέφτονται αλλιώς;
Πριν από λίγα χρόνια δεν είχα ιδέα τι σημαίνει και τι είναι influencer. Όταν αργότερα έμαθα δεν μπορούσα να αντιληφθώ γιατί υπάρχει, πού χρησιμεύει ακριβώς. Αν και πιθανότατα δε χρησιμεύει ουσιαστικά πουθενά, το παραπάνω είναι κατά βάση μια απλοϊκή σκέψη, με βάση κάποια συγκεκριμένα κριτήρια. Ένα κριτήριο ότι η κοινωνία για να παραμένει υπό συνοχή και να εξελίσσεται χρειάζεται παραγωγικές δυνάμεις ενεργές και άρα χρειάζεται αφενός εργαζόμενους σε κάθε τομέα και αφετέρου επιστημονική πρόοδο και έρευνα. Όμως αυτό το κριτήριο δεν αφορά την κοινωνία στην οποία ζούμε.
Το βασικό κριτήριο στην κοινωνία του σήμερα, πολύ μακριά από τα αφηγήματα επιστημονικής φαντασίας, είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ειδικά σε πιο περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα ακόμα και αν αυτό δε συνοδεύεται από συγκροτημένη παραγωγή, αλλά από κατανάλωση και ανακύκλωση προϊόντων. Εξάλλου σε αυτό το πλαίσιο, η συγκροτημένη με σχέδιο κοινωνική παραγωγή και η έρευνα με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας είναι όχι μόνο περιττό κόστος, αλλά και ζημιά ως προς την εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών.
Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μια έντονη απαξίωση των επιστημών στην Ελλάδα. Καταρχήν η ερευνητική διαδικασία στα πανεπιστήμια είναι κυρίως άνευ αμοιβής, άρα ή γίνεται με κόστος του υποψηφίου διδάκτορα, ή γίνεται ως παράλληλη με μια βασική εργασία δραστηριότητα, με ό,τι περιορισμούς αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και το χρονικό πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας. Όσον αφορά την βασική επιστημονική εργασία, συνεχίζει να είναι χαμηλά αμειβόμενη στον ιδιωτικό τομέα (μηχανικοί, δικηγόροι, καθηγητές, κλπ) είτε στο δημόσιο τομέα (γιατροί, δάσκαλοι, καθηγητές). Μάλιστα οι γιατροί που πολλές φορές θεωρούνται υψηλά αμειβόμενος κλάδος, έχουν βασικό μισθό μετά την ειδικότητα (δηλαδή κοντά στα τριάντα πέντε) μικρότερο πολλών σωμάτων ασφαλείας (τα οποία έχουν τη δυνατότητα εργασίας από τα είκοσι δύο).
Όταν λοιπόν μια εργασία, για την οποία χρειάζεσαι έξι χρόνια σπουδών και άλλα τόσα ειδίκευσης για να την εξασκήσεις πλήρως, αμοίβεται λιγότερο από μια κατασταλτική δραστηριότητα, και μάλιστα αυτό συνοδεύεται με φράσεις του στυλ “τι να τους κάνουμε τόσους γιατρούς μετά την πανδημία”, δεν χρειάζεται να απορούμε γιατί πλέον σε πολλά νοσοκομεία δεν βρίσκονται γιατροί. Ούτε γιατί φεύγουν χιλιάδες στο εξωτερικό. Ούτε ότι πλέον στα σχολεία η απάντηση στο “τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις” είναι influencer.
Γιατί ένα νέο παιδί να θέλει να επενδύσει σε χρόνια σπουδών όταν ξέρει ότι μετά δε θα μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς από την εργασία του; Όταν η ίδια η κυρίαρχη αντίληψη διαπαιδαγωγεί στην απαξίωση και υποβάθμιση της επιστήμης, γιατί τα παιδιά να σκέφτονται αλλιώς; Όταν η ίδια η κυρίαρχη αντίληψη υποτιμά είτε από τα κυβερνητικά έδρανα είτε από τα ΜΜΕ τους επιστήμονες και εξυμνεί την εμπορευματοποίηση των πάντων, γιατί τα παιδιά να μη βλέπουν ως πεδίο κερδοφορίας το ίδιο τους το σώμα είτε μέσω των social media είτε μέσω του only fans; Ακούγεται χυδαίο και είναι, όχι γιατί είναι χυδαία η νέα γενιά, αλλά γιατί είναι χυδαίο το σύστημα στο οποίο μεγαλώνει.
Το ίδιο χυδαίο, όσο και αν παρουσιάζεται σαν προοδευτικό, είναι και η κατεύθυνση προς την καθιέρωση του θεσμού της παρένθετης μητέρας, είτε αυτό αφορά ομοφυλόφιλα είτε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια. Είναι ξεκάθαρα μια προσπάθεια περαιτέρω εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος και μετατροπή της μητρότητας από επιλογή σε ανταλλακτικό μέσο. Πρόκειται για ενοικίαση μήτρας το οποίο είναι πολύ πιθανό να εξελιχθεί σε επάγγελμα, δεδομένων των παραπάνω. Και είναι ακόμα πιο χυδαίο την ώρα που υπάρχουν παιδιά σε ιδρύματα παρατημένα, επαναφέροντας αντιλήψεις περί ευγονικής. Και είναι επίσης επικίνδυνο ότι όλο αυτό καλύπτεται πίσω από την δίκαιη ανάγκη ανθρώπων να βρουν ένα πλαίσιο να ζουν μαζί και να κάνουν οικογένεια, είναι ακόμα μια προσπάθεια εμπορευματοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, η αλλαγή αυτή δεν αφορά ούτε το δικαίωμα στη συμβίωση, ούτε το δικαίωμα στην τεκνοθεσία (τα ιδρύματα παραμένουν γεμάτα), αλλά στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση του θεσμού της οικογένειας και του σώματος, αφού εξάλλου όσοι δεν έχουν λεφτά, είτε ομοφυλόφιλοι είτε ετεροφυλόφιλοι, θα έχουν το ίδιο δικαίωμα: Κανένα.
Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η αντισυνταγματική προσπάθεια ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων (το “μη κερδοσκοπικά” είναι ανέκδοτο σε ένα σύστημα που βγάζει από τη μύγα ξύγκι). Η παιδεία θα είναι μόνο εμπόρευμα, με μηδενικά κριτήρια ποιότητας αφού δεν απασχολεί το κράτος η ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού (ίσα ίσα το συμφέρει να έχει πτυχιούχους με αμφίβολης ποιότητας πτυχία ώστε να μπορεί να τους πληρώνει λιγότερο και να τους χειρίζεται πιο εύκολα) και η έρευνα θα είναι υποταγμένη στο κεφάλαιο. Συνοπτικά το πανεπιστήμιο θα λειτουργεί ως επιχείρηση με τη γνώση εμπόρευμα και πρώτη ύλη ταυτόχρονα για τις επιχειρήσεις.
Όταν λοιπόν κάποιος θεωρεί (ορθά) κατάντια τα παιδιά να ονειρεύονται να διαφημίζουν μαγιό ή να πουλάνε φωτογραφίες από τις πατούσες τους, τότε πρέπει να θεωρεί και κατάντια τις πολιτικές που θεωρούν πιο χρήσιμα αυτά από την επιστήμη και την έρευνα. Και όχι μόνο να τις θεωρεί κατάντια, αλλά να στραφεί εναντίον τους για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας που θα σέβεται την επιστήμη και θα τη δένει με τις κοινωνικές ανάγκες.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης