Τα καλύτερά μας χρόνια
Τα καλύτερά μας χρόνια είναι αυτά που… Ο καθένας έχει την απάντησή του και η νέα τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ τη δική της…
Η τηλεόραση φαίνεται να έχει χάσει την κυρίαρχη θέση που είχε κάποτε στη ζωή των κατοίκων αυτής της χώρας. Κάτι η απαξίωση στην οποία οδήγησαν την κρατική τηλεόραση όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, που την βλέπουν και την αντιμετωπίζουν σαν τσιφλίκι τους, κάτι ο ευτελισμός των εννοιών ενημέρωση και ψυχαγωγία, από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών – «ελεύθερων» καναλιών, και η επέλαση της τεχνολογικής εξέλιξης που έδεσε τη ζωή των περισσότερων με διάφορες συσκευές με οθόνη, εξανάγκασαν την πάλαι ποτέ «μικρή οθόνη» να οπισθοχωρήσει στις προτιμήσεις του κοινού, κρατώντας όμως ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό πιστών φίλων.
Μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της τηλεόρασης στην Ελλάδα έχουν συνδεθεί με την παραγωγή και προβολή σειρών μυθοπλασίας που ξεχώρισαν για την ποιότητά τους. Τα κρατικά κανάλια πρωτοπόρησαν και σε αυτό τον τομέα, δημιουργώντας κυρίως στο παρελθόν ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων σειρών, με ισχνά τότε μέσα και περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες που απέχουν παρασάγγας από τα σημερινά.
Δεν είναι όμως τα μεγάλα κονδύλια και η υλικοτεχνική υποδομή που μπορούν από μόνα τους να φέρουν σε πέρας μια αξιόλογη παραγωγή. Χρειάζεται μια καλή ιδέα και να διαθέτουν φαντασία, μεράκι, γνώση αλλά και αγάπη για το αντικείμενο αυτοί που θα κληθούν να τη σχεδιάσουν και να την εκτελέσουν. Και ταλέντο, επαγγελματισμός (με την καλή έννοια, δεν υπάρχει χώρος για την άλλη εδώ) και συνέπεια απ’ όσους εργαζόμενους (ηθοποιοί, τεχνικοί κλπ) θ’ αναλάβουν να την φέρουν σε πέρας. Διάφορα πολυφορεμένα τύπου «περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω», που ακούγονται, ισχύουν ή όχι αφήνουν αδιάφορο τον θεατή που δεν καταπίνει αμάσητο κάθε τι που του σερβίρουν.
Θα πει κάποιος ότι αυτά λίγο ενδιαφέρουν τον τηλεθεατή που αδημονεί να καταναλώσει το τηλεοπτικό προϊόν, όντας εκπαιδευμένος για χρόνια να καταναλώνει χωρίς να «το ψάχνει». Και ίσως πει επίσης ότι «έχουμε την τηλεόραση που μας αξίζει» ή ότι η τηλεόραση προβάλλει «αυτό που ζητάει ο τηλεθεατής». Πρόκειται για κάλπικα κλισέ που δημιουργήθηκαν από αυτούς που θα ήθελαν και τους συμφέρει να είναι έτσι· αυτούς πχ που όσο κι αν θέλουν να πείσουν για το αντίθετο, τους βολεύει η τηλεόραση να παραμένει κρατική και να μη γίνει ποτέ δημόσια· αυτούς που πάνω στα τηλεοπτικά σκουπίδια επενδύουν εκτός από την οικονομική ευημερία τους και μέρος της κυρίαρχης κοινωνικοπολιτικής τους μακροημέρευσης.
Και μιας και αναφερθήκαμε στα υποπροϊόντα, που κατακλύζουν σχεδόν όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δεν μπορούμε να μην πούμε ότι κάθε φορά που κάτι αξίζει πραγματικά θα έρθει η ώρα που θα ξεχωρίσει, ακόμα κι αν το κανάλι στο οποίο προβάλλεται δεν απολαμβάνει τα ποσοστά τηλεθέασης που θα μπορούσε να του αναλογούν κάτω από άλλες, διαφορετικές συνθήκες.
Προτού συνεχίσουμε, να γίνει καθαρό ότι ο γράφων δεν είναι ο πιο κατάλληλος για να αναφερθεί διεξοδικά στην κατάσταση που επικρατεί στα τηλεοπτικά πράγματα. Ένας απλός τηλεθεατής είναι, με όλο και πιο μικρή συμμετοχή στην διαδικασία που συντελείται μεταξύ της τηλεοπτικής οθόνης και του καναπέ. Ένας συλλέκτης ερεθισμάτων που τις περισσότερες φορές τον αφήνουν αδιάφορο, κι αυτός είναι ο λόγος που η διαδικασία που μόλις προαναφέρθηκε διαρκεί όλο και λιγότερο χρόνο καθημερινά.
Ποια είναι τα καλύτερα χρόνια για τον καθένα, το αφήνουμε στην υποκειμενική κρίση για ν’ απαντηθεί. Για όλο και περισσότερο κόσμο σήμερα τα καλύτερα χρόνια είναι αυτά που πέρασαν, το παρελθόν και κυρίως τα χρόνια της πρώτης νιότης, της παιδικής ηλικίας. Πάνω σε αυτό το «αξίωμα» πατά η νέα τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ με τίτλο: «Τα καλύτερά μας χρόνια».
Η υπόθεση της σειράς αρχίζει να εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και πιο συγκεκριμένα στα 1969, σε μια Ελλάδα την οποία οι δημοκρατικές ελευθερίες «πακτώθηκαν» με «γύψο» από την αμερικανοκίνητη δικτατορία των συνταγματαρχών. Σε μια Ελλάδα όπου ο κόσμος δεν έπαψε να περιμένει και να ελπίζει στις καλύτερες μέρες – κάποιοι αγωνίζονται κιόλας για να τις φέρουν. Ταυτόχρονα σε μια Ελλάδα όπου η τηλεόραση εισβάλλει με θεαματικό τρόπο και ανατρέπει τη ζωή της ελληνικής οικογένειας, που παλεύει να σταθεί στα πόδια της και να ζήσει σύμφωνα με τις ανέσεις και τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής, και καταφέρνει με στερήσεις (…δόσεις-γραμμάτια) να την αποκτήσει. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση αποκτά δεσπόζουσα θέση στο στρωμένο με μωσαϊκό σαλόνι του διαμερίσματος, γίνεται η νέα εστία της οικογένειας αλλά και ο βωμός πάνω στον οποίο θα «θυσιαστούν» καταναλωτικά θέλω και όνειρα που οι εικόνες που ξεπήδησαν από το γυαλί έθρεψαν και θέριεψαν.
«Θα μας αποτρελάνει αυτό το χαζοκούτι, σε λίγο δε θα ξέρουμε τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο…», ακούγεται να λέει προφητικά η υπέροχη γιαγιά Ερμιόνη (Υβόννη Μαλτέζου), πριν σκεπάσει την ασπρόμαυρη Uranya με το πρώτο της πλεχτό σεμεδάκι…
Ο 8χρονος Άγγελος ή «σπόρος» όπως οι μεγαλύτεροι τον αποκαλούν, είναι ο βασικός πρωταγωνιστής και παράλληλα ο αφηγητής των «ταξιδιών» της οικογένειας, τη ζωή και τις περιπέτειες της οποίας παρουσιάζει η σειρά. Μιας οικογένειας που μετανάστευσε από την επαρχιακή πόλη στην πρωτεύουσα προς αναζήτηση καλύτερης ζωής και αποχτά την πρώτη της τηλεόραση τη μέρα των όγδοων γενεθλίων του μικρού Άγγελου.
Στη δική μας οθόνη αναβιώνει η εποχή του σπορτέξ και του μουστακιού, της φούστας μίνι και της άσπρης αντρικής τιραντένιας φανέλας, του λικέρ, του φορητού πικάπ, του «Ρομάντζο» και της χωματένιας αλάνας. Η εποχή όπου οι άνθρωποι έλεγαν ο ένας στον άλλο καλημέρα και καλησπέρα, οι γείτονες γίνονταν μια παρέα στις αυλές και τα πεζοδρόμια, ο έρωτας συνάρπαζε και (προ)καλούσε κρυμμένος πίσω απ’ το μυστήριο· μια εποχή όπου η ζωή έσφυζε μπροστά στα παιδικά – και όχι μόνο – μάτια γεμάτη χρώματα και χυμούς, την ώρα που ο άνθρωπος πατούσε με το ένα πόδι στο φεγγάρι («Μ’ ένα πύραυλο Γκαγκάριν φτάσαμε ως το φεγγάρι…» – στίχος από το τραγούδι των τίτλων) ενώ το άλλο βούλιαζε στο βούρκο (επέμβαση των Αμερικανών και πόλεμος στο Βιετνάμ).
Από τα πρώτα επεισόδια η σειρά κερδίζει τον τηλεθεατή με «τα οικογενειακά τραπέζια, στα οποία ήταν έγκλημα να αργήσεις, τα παιχνίδια στις αλάνες, τον πετροπόλεμο, τις γκαζές, τα «Σεραφίνο» από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Τη σεξουαλική επανάσταση με την 19χρονη Ελπίδα, την αδελφή του Άγγελου, να είναι η πρώτη που αποτολμά να βάλει μπικίνι. Τον 17χρονο αδερφό τους Αντώνη, που μπήκε στη Νομική και φέρνει κάθε βράδυ στο σπίτι τα νέα για τους «κόκκινους, τους χωροφύλακες, τους χαφιέδες».
Οι συντελεστές της σειράς υπόσχονται για τη συνέχεια να περιπλανηθούμε «από τη δικτατορία στη Μεταπολίτευση, και μετά στη δεκαετία του ’80. Μέσα από τα μάτια του οκτάχρονου παιδιού, που και εκείνο βέβαια θα μεγαλώνει από εβδομάδα σε εβδομάδα, θα βλέπουμε, με χιούμορ και νοσταλγία, τις ζωές τριών γενεών Ελλήνων». Φιλοδοξούν το «ταξίδι» του τηλεθεατή να μην αναλωθεί «στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, δηλαδή της ΕΡΤ», αλλά να «παρακολουθούμε κάθε βράδυ πώς τελικά εξελίχθηκε η ελληνική οικογένεια στην πορεία του χρόνου» και βάζουν τα δυνατά τους για να μας «ξυπνήσουν, πάνω απ’ όλα, μνήμες για το πόσο εντυπωσιακά άλλαξε η Ελλάδα και πώς διαμορφώθηκαν, τελικά, στην πορεία των ετών οι συνήθειές μας, οι σχέσεις μας, η καθημερινότητά μας, ακόμη και η γλώσσα μας».
Την τηλεοπτική οικογένεια αποτελούν η Κατερίνα Παπουτσάκη (Μαίρη, η μάνα), ο Μελέτης Ηλίας (Στέλιος, ο πατέρας), η Υβόννη Μαλτέζου (γιαγιά Ερμιόνη), η Τζένη Θεωνά (Νανά, η θεία της οικογένειας), η Εριφύλη Κιτζόγλου (Ελπίδα, η πρωτότοκη κόρη), ο Δημήτρης Καπουράνης (Αντώνης, ο μεγάλος γιος) και ο Μανώλης Γκίνης (Άγγελος, ο βενιαμίν ή «σπόρος»), στον οποίο αξίζει ιδιαίτερα να σταθούμε. Πρόκειται για το αγόρι γνωστής τηλεοπτικής διαφήμισης εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Αν τον θαυμάσαμε εκεί κι έγινε ο λόγος να βλέπουμε την εν λόγω διαφήμιση, η παρουσία του στη σειρά αποτελεί αληθινή αποκάλυψη. Το καθαρό βλέμμα του συμβαδίζει με την έμφυτη τάση του παιδιού για σκανταλιές, η αμεσότητα και η άνεση με την οποία κινείται και εκφράζεται, ακόμα και όταν δεν μιλάει και η άγνοια κινδύνου μπροστά στο φακό, είναι από τους κύριους λόγους για να βλέπεις τη σειρά, χωρίς να βέβαια να είναι ο μοναδικός.
Για ν’ αναζητήσεις τη μέρα και ώρα προβολής της σειράς «Τα καλύτερά μας χρόνια» στην ΕΡΤ ή να την παρακολουθήσεις με την άνεση και την ησυχία σου, όταν εσύ θέλεις στη διαδικτυακή «συχνότητα» της ERTflix, υπάρχουν αρκετοί λόγοι. Να μερικοί:
Καλογραμμένο σενάριο με ανατρεπτικό χιούμορ, εμπνευσμένες ατάκες και ρεαλιστικοί -ζωντανοί διάλογοι, που υπογράφουν ο Νίκος Απειρανθίτης και η Κατερίνα Μπέη, σεναριογράφος της εξαιρετικής ταινίας «Ευτυχία», που αναφέρεται στη ζωή της μεγάλης λαϊκής ποιήτριας-στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε άλλον από τον Μελέτη Ηλία στο ρόλο του πατέρα. Πολύ καλή η Κατερίνα Παπουτσάκη στο ρόλο της μάνας. Το ίδιο ισχύει για την… τρελοθεία Τζένη Θεωνά αλλά και την Εριφύλη Κιτζόγλου και Δημήτρη Καπουράνη, τους δυο νεαρούς ηθοποιούς που υποδύονται τα μεγάλα παιδιά της οικογένειας. Άφθαρτα, καθαρά πρόσωπα, διαθέτουν ταλέντο και το μέλλον ανοίγεται μπροστά τους. Εκφράζουμε τον θαυμασμό και την εκτίμησή μας για την κυρία Υβόννη Μαλτέζου, εξαιρετική ηθοποιό με πολλά χιλιόμετρα στο σανίδι και στην οθόνη, μέλος μιας παλαιότερης γενιάς με μεγάλη προσφορά στην τέχνη. Ο ρόλος αυτής της γιαγιάς της πάει γάντι και με τις εμπνευσμένες ατάκες των δυο σεναριογράφων… «κεντάει»!
Πολύ καλοί και καταξιωμένοι οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές της οικογένειας, όπως ο Ερρίκος Λίτσης, στο ρόλο του υμνητή της χούντας και «βαμμένου» αντικομμουνιστή, η Νατάσα Ασίκη, ο Νίκος Ορφανός (θείος… εκ Παρισσίων της οικογένειας), ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο Γιάννης Δρακόπουλος στο ρόλο του παπα-Θόδωρα, που εξελίσσεται σε «εφιάλτη-τιμωρό» του μικρού Άγγελου και της παρέας του, η Μαρία Βοσκοπούλου κ.ά. Πολύ καλή η παρουσία των δυο παιδιών – φίλων του Άγγελου, ειδικά του διοπτροφόρου Λούη, που δυστυχώς, μας διαφεύγουν τα ονόματά τους.
Η εξαιρετική φωτογραφία (Βασίλης Κασβίκης), σαν να σ’ έπιασε ξαφνικά και ξεφυλλίζεις παλιά οικογενειακά άλμπουμ.
Οι αριστοτεχνικά επιμελημένοι χώροι (σκηνογραφία: Δημήτρης Κατσίκης), τα έπιπλα και τα αντικείμενα επιλεγμένα και προσεγμένα στη λεπτομέρεια, με τρόπο που να μη μοιάζουν αλλά να είναι δεκαετία 1960.
Η ενδυματολογική επιλογή-δουλειά (Μαρία Κοντοδήμα), τα ρούχα των χαρακτήρων, ίδια μ’ αυτά που κάποτε «φορούσαν» οι γονείς μας, οι θείοι μας, εμείς οι ίδιοι κοντά στην ηλικία του Άγγελου.
Τα «τολμηρά» (με την έννοια του πόσο έχει αλλάξει ο οικιστικός ιστός, η εξαφάνιση της γειτονιάς κλπ) όμως πετυχημένα εξωτερικά γυρίσματα.
Η θαυμάσια πρωτότυπη μουσική και το ολοκαίνουργιο τραγούδι των τίτλων (όλα Γιάννης Χριστοδουλόπουλος) που ερμηνεύουν μοναδικά οι αγαπημένοι ερμηνευτές Ελπίδα και Δάκης, ινδάλματα της δεκαετίας του ’60 και παντοτινά.
Η σκηνοθεσία της πολύπειρης κινηματογραφίστρια Όλγας Μαλέα, που τα τελευταία χρόνια δημιουργεί με έμπνευση και επιτυχία και στην τηλεόραση.
Η παραγωγή, που φέρει την υπογραφή των ανθρώπων της Tanweer, συμπαραγωγού εταιρείας στην εξαιρετική «Ευτυχία» που απολαύσαμε στις κινηματογραφικές αίθουσες στο λυκόφως του 2019.
Στα πρώτα επεισόδια που παρακολουθήσαμε στο ERTflix, απολαύσαμε μια «χειροποίητη» σειρά που σέβεται τον τηλεθεατή και εκτός των όσων προαναφέραμε στέκεται απέναντί του με ειλικρίνεια και χωρίς «πίσω» σκέψεις. Κι αυτοί είναι λόγοι για να μας αφήνει αδιάφορους το γεγονός ότι στηρίζεται σε εισαγόμενο φορμά – συνηθισμένο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια.
«Τα καλύτερά μας χρόνια» μεταφέρουν το άρωμα μιας εποχής που έζησαν και θυμούνται όσοι γεννήθηκαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές του ’60 και βέβαια οι μεγαλύτεροι. Χρώματα και εικόνες μιας εποχής που χαρακτηρίστηκε της αθωότητας, περισσότερο μάλλον απ’ όσους την έζησαν και την νοσταλγούν με κάμποσα χρόνια να βαραίνουν την πλάτη τους…
Ήταν στ’ αλήθεια χρόνια της αθωότητας τα παιδικά μας χρόνια, γεμάτα ανεμελιά, ως έπρεπε, και άγνοια, όπως και χρόνια γεμάτα αγωνιστική έξαρση και ελπίδα για τους γονείς πολλών από εμάς. Συγκρίνοντάς τα με τα σημερινά δεν μπορείς να μη χαμογελάσεις μελαγχολικά, όχι γιατί σε κούρασαν τα – πολλά ή λιγότερα – χρόνια που πέρασαν, μα επειδή κάθε χρόνο που περνάει εδώ και καιρό, η ζωή των ανθρώπων χάνει τα χρώματα και τα αρώματά της και γίνεται όλο και περισσότερο διεκπεραίωση.
Τα καλύτερά μας χρόνια είναι αυτά που ζήσαμε μικροί κι ανέμελοι, αυτά που ζούμε προσπαθώντας καθημερινά για το καλύτερο δυνατό, αδιαίρετα για τη ζωή μας και τις ζωές των διπλανών μας. Και, σίγουρα, αυτά που θα έρθουν· με τη δική μας συμβολή ή όχι, η ζωή ούτε που μας ρωτά ούτε μας περιμένει…