Τα καθάρματα
Κάθε θαύμα κρατάει τρεις μέρες έλεγε η γιαγιά μου, κι έτσι η ανάπτυξη, πράσινη, ψηφιακή, εκσυγχρονιστική, κρυμμένα υπερμνημονιακή, όταν θα ρθει θα φέρει μαζί της κι ένα εξαγριωμένο πλήθος εργαζομένων, που δεν θα μπορεί να το κάνει ζάφτι ούτε ο ίδιος ο διάολος.
Νομοσχέδιο για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ο τίτλος είναι ο πιο ευφημιστικός από καταβολής Βουλής. Πώς λέμε Εύξεινο Πόντο τη Μαύρη Θάλασσα ένα πράγμα, έτσι λέμε και ρυθμισμένες τις σχέσεις δουλείας στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Κανένας απ’ αυτούς που επεξεργάστηκαν και ψήφισαν το βάρβαρο αυτό νομοσχέδιο δε θ’ άντεχε στην ιδέα ότι ο γιος του ή η κόρη του, πόσο μάλλον η νεαρή του φιλενάδα, ονειρεύεται ένα μέλλον, δώρο απ’ τη μαμά ή τον μπαμπά, που περιλαμβάνει δέκα ώρες δουλειά την ημέρα συν δύο στο πήγαινε έλα (με ΙΧ και καλό καιρό κι όχι με λεωφορείο, τρένο και προαστιακό, με βροχή και μποτιλιάρισμα). Σε ταινία μικρού μήκους να το ‘βλεπε, θα ήταν βέβαιος πως το παιδί θα χρειαστεί, αν η δουλειά έχει ορθοστασία, γρήγορα γιατρό για τα πόδια, τη μέση, την πλάτη, το φλεβίτη. Κι αν είναι καθιστική, γρήγορα γιατρό για τη σπονδυλική στήλη, την καρδιά, την παχυσαρκία, σε κάθε περίπτωση, αρκετά χάπια και άπειρα άλλοθι για το στρες ή τις λευκές γραμμούλες που αυξάνουν την απόδοση στα λυκόπουλα της Γουόλ Στρητ… Αυτά τα δύο τελευταία θα είναι τελικά η… διέξοδος του τριημέρου και του Σαββατοκύριακου. Του υποτιθέμενου, αφού …οι Χριστιανοί σέβονται την Κυριακή μόνον άμα η ψυχή περνάει από το παγκάρι.
Τα κατά Μπρεχτ καθάρματα, αυτά που θύμισε ο σύντροφος Κατσώτης από το βήμα, δηλαδή οι άνθρωποι που ξέρουν την αλήθεια και τη διαψεύδουν, θ’ αποδειχτεί τελικά ότι έχουν, όπως τα ψέματα, πολύ κοντά ποδάρια, για να τρέξουν να μας φτάσουν και να μας πατήσουν στο λαιμό, πιστεύοντας πως οι αλυσίδες στους νέους δούλους του εικοστού πρώτου αιώνα είναι αόρατες και ψηφιακές, και τα συνδικάτα και οι απεργίες κι οι συγκρούσεις είδος για το μουσείο της φρίκης τους.
Κάθε θαύμα κρατάει τρεις μέρες έλεγε η γιαγιά μου, κι έτσι η ανάπτυξη, πράσινη, ψηφιακή, εκσυγχρονιστική, κρυμμένα υπερμνημονιακή, όταν θα ρθει θα φέρει μαζί της κι ένα εξαγριωμένο πλήθος εργαζομένων, που δεν θα μπορεί να το κάνει ζάφτι ούτε ο ίδιος ο διάολος. Δεν άλλαξαν μόνο οι ταχύτητες δράσης εναντίον του λαού, αλλά κι αυτές της αντίδρασής του. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως, γιατί το «δεν είναι ζωή αυτή» ακούγεται ολοένα και συχνότερα, ακόμα κι από βολεμένους και ψιλοταχτοποιημένους νέους και μεγαλύτερους, που δεν μπορούν να καλύψουν τους φόβους τους για ένα μέλλον που δεν ελέγχουν, ούτε με shopping therapy (ψωνίζω άρα υπάρχω), ούτε με αντικαταθλιπτικά, και σε αναμονή νέων θεραπειών για τις ανεξήγητες αρρώστιες που τους έρχονται νταμπλάς.
Παρά το ειρωνικό υφάκι, το διεστραμμένα ευπρεπή λαϊκισμό, τη βαθιά περιφρόνηση για τις λαϊκές ανάγκες και την έννοια λαός αυτή καθαυτή. Παρά την έμμεση παραλλαγμένη, πασπαλισμένη με χρυσόσκονη επιγραφή του Αουσβιτς («η εργασία απελευθερώνει»), που είχε εξαπλωθεί σα βαριά οσμή θανάτου μέσα στο Κοινοβούλιο καπακωμένη από φρου φρου κι αρώματα, φαίνεται για όποιον θέλει να το δει ο πανικός των αφεντικών. Προσπάθησαν να πείσουν διά των αντιπροσώπων τους πως στον καινούριο και ψηφιακό και μεταπανδημικό κόσμο, μοιραζόμαστε επί ίσοις όροις τις ίδιες αγωνίες. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις την τιμή της μετοχής σου να πέφτει και τα κέρδη σου να εξανεμίζονται; Ντρέπεσαι να πας στο γκολφ κλαμπ. Ξέρεις τι είναι να μην έχεις παρά ένα 5ευρώ στην τσέπη, που δε φτάνει για το φαΐ των παιδιών; Ντρέπεσαι να γυρίσεις σπίτι σου μετά από το κάτεργο που πρέπει να το λες και δουλειά. Ισα κι όμοια…
Είναι πανικόβλητοι. Και παρωχημένοι. Γι’ αυτό και τα ‘μπλεξαν με τη σεξουαλική παρενόχληση. Πιστεύουν όπως το μαζί τα φάγαμε ότι και τώρα θα μας πείσουν πως μαζί τα κάναμε τα άλματα από την ελεγχόμενη φτώχεια στον ανεξέλεγκτο πλούτο.
Το πρώτο βήμα για μια οργανωμένη συντριπτική αντίσταση κι αντεπίθεση στη φρικώδη πραγματικότητα που νομίζει πως θα νομιμοποιήσει αυτό το έκτρωμα, είναι η συνειδητοποίηση ότι ήρθε για να μας προλάβει. Για να μη ματαιώσουμε το περαιτέρω μπούκωμα των φουσκωμένων τσεπών και στομαχιών τους με τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης. Φοβούνται τόσο, που νομίζουν ότι θα μας τρομάξουν, και θα λουφάξουμε, και θα υποταχτούμε, και θα συναινέσουμε στο βιασμό και των αναγκών και των ονείρων μας. Η συλλογικότητα κι η μαζική κι οργανωμένη δράση διαθέτει ένα υπερόπλο. Τη μάζα, τον όγκο και τη δύναμη της φαντασίας της να σπάει ρίζες από τα κακά φυτά κι ύστερα να σπέρνει το χωράφι. Τα καθάρματα δεν είναι αθάνατα, και δεν ξέρουν όχι απλώς να περιμένουν, αλλά και τι τους περιμένει.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 19- 20/6/2021
Το σκίτσο είναι του Βάη