Τα Κίτρινα Γιλέκα και οι αμφισημίες της κοινωνικής δράσης
Χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε τη σημασία του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, το κοινωνικο-οργανωτικό βάθος που μπορεί να δώσει αυτό το κίνημα είναι προσδιορισμένο, πόσο μάλλον όταν η Γαλλική εργατική τάξη που θα μπορούσε να οργανώσει τη κοινωνική συμμαχία με τα μεσοαστικά και τα λαϊκά στρώματα είναι πολιτικά ακέφαλη.
Είναι περισσότερο από προφανές πως οι ταξικές πολιτικές Μακρόν, όπως ο «πράσινος φόρος» στα καύσιμα που επιβαρύνει αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα και όχι την αυτοκινητοβιομηχανία που παράγει τις ρυπογόνες τεχνολογίες, λειτούργησαν καταλυτικά σε μια συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια (κατάργηση φόρου αλληλεγγύης, απαλλαγή φόρου μεγάλης ιδιοκτησίας, ανεργία κ.λπ.).
Ωστόσο, με αφορμή το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων τίθενται γενικότερα ζητήματα που αφορούν στις μορφές της κοινωνικής δράσης αλλά και στο κοινωνικό υποκείμενο. Ένα πρώτο ζήτημα είναι που συγκροτείται το κοινωνικό υποκείμενο, επειδή αυτό προσδιορίζει επίσης και το τι μπορεί να κάνει. Αυτονόητο είναι πάλι πως οι κύριες αντιθέσεις σε μια κοινωνία, δηλαδή αυτές που αρθρώνονται στην παραγωγή και απόσπαση κοινωνικού πλούτου, θα δίνουν και τα κύρια κοινωνικά υποκείμενα (κοινωνικές τάξεις). Ωστόσο η πραγματικότητα βιώνεται και εξωτερικεύεται διαφορετικά στις πολλές της αντιθέσεις (κοινωνικές, γεωγραφικές, αγροτικές, αστικές κ.λπ.). Ακριβώς γι’ αυτό μεγάλες ομάδες ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά (θέση στο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας κ.λπ.) βιώνουν την πραγματικότητα σε διαφορετικούς χρόνους (θυμικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς). Οι ταξικές θέσεις, οι ταξικές καταστάσεις διαμορφώνουν, όπως είναι φυσικό, διαφορετικές οικονομίες του θυμικού αλλά και τις ομόλογες πρακτικές δράσης. Αλλιώς βιώνουν την ταξική τους κατάσταση ή, ακόμη και την κοινωνική του έκπτωση μικροαστικά ή μεσοαστικά στρώματα, απ’ ότι στρώματα της εργατικής τάξης. Αυτές οι καταστάσεις τείνουν κατά κάποιο τρόπο να γίνουν τυπικές για ολόκληρη την εργατική τάξη (αποειδίκευση, ανεργία, υποαπασχόληση, επισφαλής εργασία κ.ά.).
Άλλος είναι ο κοινωνικός χρόνος της κεφαλαιακής συσσώρευσης (γραμμικός) με ότι συνεπάγεται για τις συνθήκες ζωής και δράσης των εργατών και άλλος ο κοινωνικός χρόνος της απλής εμπορευματικής παραγωγής με τις αναβολές, τις ασυγχρονίες και την αποσπασματικότητά της, με ότι πάλι συνεπάγεται για τις συνθήκες ζωής και τη δράση των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων. Στη πρώτη υπάρχει μια δομή, η μισθωτή εργασία που ομογενοποιεί χρόνους, αιτήματα, δράσεις, και στη δεύτερη περίπτωση ένα σύνολο (δια)ταξικών καταστάσεων, ένα ανομοιογενές μόρφωμα με πρόσκαιρη ενότητα, που ιστορικά έχει κινηθεί και προς αντιδραστικές τροχιές («ιστορικός φασισμός», «ακροδεξιός λαϊκισμός» κ.ο.κ.). Αυτά όσον αφορά στο κοινωνικό υποκείμενο, τις μορφές δράσης και τη δυναμική τους.
Ωστόσο οι κύριες ενστάσεις αναφορικά με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων αφορούν περισσότερο στον ιμπρεσιονιστικό τρόπο παρουσίασής του, όπου όλα σβήνουν μέσα στη διαμαρτυρία, μέσα στο «πλήθος». Σημασία έχει ότι κινείται ανεξάρτητα προς τα πού; Εφόσον μάλιστα η ταξική θέση αποσυνδεθεί από τη ταξική συνείδηση, όπως παραπάνω το θέσαμε, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως το κοινωνικό υποκείμενο, η ίδια η πάλη των τάξεων υπάρχουν μόνο στις πρακτικές διαμαρτυρίας, στις κινηματικές δράσεις. Εδώ όμως πρόκειται για μια εξωϊστορική αντίληψη για τη κοινωνική δράση που χαρακτήριζε πάντοτε τη πολιτική δράση μικροαστικών οργανώσεων (επαναστατικός συνδικαλισμός, αναρχοσυνδικαλισμός κ.λπ.), πόσο μάλλον όταν ο διαχωρισμός των ταξικών θέσεων από τη κοινωνική συνείδηση αφήνει το ζήτημα στο τυχαίο και το συμπτωματικό, εδώ ας πούμε, στα Κίτρινα Γιλέκα. Η περίοδος των «αγανακτισμένων» και των «πλατειών» δεν είναι τόσο μακριά και καλό είναι να μη ξεχνούμε. Ας έχουμε υπόψη πως τότε, στην περίοδο της «άμεσης δημοκρατίας» και του «ασύντακτου πλήθους» νομιμοποιήθηκε, στη χώρα μας, πολιτικά το νεoναζιστικό μόρφωμα.
Σε αυτό το συγκείμενο, μια δεύτερη ανάγνωση της λίστας των αιτημάτων των Κίτρινων Γιλέκων δείχνει πως κάποια από αυτά δεν είναι τόσο μακριά από το προγραμματικό λόγο του Εθνικού Μετώπου και της Λεπέν. Η «προστασία της βιομηχανίας», ο «έλεγχος» του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η προστασία των «μικρομεσαίων εμπόρων» αλλά και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών (Γάλλος με πιστοποιητικό κ.λπ.), καθώς και ο έλεγχος της μετανάστευσης κ.λπ. χωρίς να γίνεται λόγος για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Γαλλίας, ακόμη και τώρα, που όμως συνιστά μια από τις κύριες αιτίες της μετανάστευσης προς τη Γαλλία, είναι μέρος της ακροδεξιάς ατζέντας. Με αφορμή μάλιστα τα Κίτρινα Γιλέκα δεν λείπουν και οι επιλεκτικές αναφορές στον Λένιν και στη θέση του πως η πραγματικότητα δεν υπάρχει όπως την έχουμε στο μυαλό μας (σε κατηγορίες) αλλά αυτή είναι ανάκατη, «χύμα» όπως εμφανίζεται σήμερα στη Γαλλία. Συνεπώς οφείλουμε να την αποδεχτούμε αφήνοντας κατά μέρος τη θεωρία και τα εργαλεία ανάλυσης. Βεβαίως και είναι έτσι, καθώς ο Λένιν αναφέρεται στη δυνατότητα σύμπηξης κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης με άλλα κοινωνικά στρώματα. Διαφεύγει όμως πως ο Λένιν ασκεί αυτή τη κριτική, κυρίως σε εκείνους που αρνούνταν μια κοινωνική συμμαχία της εργατικής με τα αγροτικά στρώματα κ.ά., ξεκινώντας από το αυτονόητο που δεν είναι άλλο από την πολιτική οργάνωση, την αυτοτελή μάλιστα, της εργατικής τάξης.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ιμπρεσιονιστικής αντίληψης για την κοινωνική δράση, είναι, πως δεν είναι η ανάδραση του κοινωνικού γίγνεσθαι με τη κοινωνική συνείδησης με όλες τις διαμεσολαβήσεις του (ιστορικές, πολιτισμικές, ψυχολογικές κ.λπ.) που ορίζει δυνατότητες και περιορισμούς ανάληψης δράσης, αλλά τα βιώματα, η «επιθυμία» (radical desire), η «ζωτική ορμή» (élan vital) όπως συμβαίνει στο βιταλισμό, στις «φιλοσοφίες ζωής», στον κοινωνικό δαρβινισμό αλλά και στον πρώιμο φασισμό (Μουσολίνι, Έβολα, αδελφοί Στράσερ κ.ά.). Η «ζωή» ως διαρκής ροή, ως διαρκής κίνηση (ακτιβισμός) αντιδιαστέλλεται, στις μεταδομιστικές προσεγγίσεις (G. Deleuze, F. Guattari κ.ά.), στην ύλη, στη «νεκρή εργασία», στο πραγμοποιημένο σώμα, στο σώμα του εργάτη. Ως εκ τούτου οι εργάτες και η εργατική τάξη έχουν ενσωματωθεί, πόσο μάλλον όταν η σισύφεια οργάνωση της εργατικής τάξης (συνδικαλιστική και πολιτική) αντιβαίνει, εξαιτίας του «πεζού» της χαρακτήρα την ποιητικότητα της εξέγερσης, της «εξόδου».
Η προσέγγιση αυτή συμπληρώνεται από μια βολονταριστική θεωρία της εξουσίας με τις ελίτ από τη μια, και το «πλήθος» από την άλλη, με την εξουσία να ορίζεται ουσιοκρατικά, έξω από κοινωνικές τάξεις και ταξικά συμφέροντα. Αντίπαλος δεν είναι το κεφάλαιο, αλλά οι ελίτ, «οι πάνω», «αυτοί που δεν μας ακούν», ενώ το κοινωνικό υποκείμενο, -από τη στιγμή που η εργασία έγινε άυλη (μη μερήσιμη) και διαχύθηκε μέσα στη κοινωνία («κοινωνία εργοστάσιο»)-, συγκροτείται από τις πλέον διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες (φοιτητές, άνεργοι, πρεκαριάτοι, παραλήπτες κοινωνικής βοήθειας κ.ά.). Βεβαίως η κοινωνική βάση της παραπάνω θεώρησης έχει να κάνει με το κερματισμό του εργασιακού χώρου και την εξατομίκευση του κοινωνικού χρόνου (επισφαλής εργασία, ανεργία κ.ο.κ.). Είναι προφανές πως μπροστά στη θεατρικότητα της αυθόρμητης δράσης άλλες μορφές δράσης όπως είναι η συνδικαλιστική και η πολιτική οργάνωση θα απαξιώνονται. Έτσι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις της Γαλλικής εργατικής τάξης που όλα αυτά τα χρόνια σήκωσαν το βάρος, ως ανάχωμα στην επέλαση του κεφαλαίου, δίνοντας κοινωνικό και πολιτικό χρόνο σε μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων που σήμερα κινητοποιούνται με τα Κίτρινα Γιλέκα, χαρακτηρίζονται ως ενσωματωμένες και συστημικές.
Χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε τη σημασία του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων ως εκφραστή της συσσωρευμένης οργής και αγανάκτησης του Γαλλικού λαού, το κοινωνικο-οργανωτικό βάθος που μπορεί να δώσει αυτό το κίνημα είναι προσδιορισμένο, πόσο μάλλον όταν η Γαλλική εργατική τάξη που θα μπορούσε να οργανώσει τη κοινωνική συμμαχία με τα μεσοαστικά και τα λαϊκά στρώματα είναι πολιτικά ακέφαλη. Παρόλα αυτά η πανεργατική απεργία της 14ης Δεκεμβρίου 2018 στο Παρίσι όπου καλούν και συμμετέχουν επίσης μεγάλες συνδικαλιστικές εργατικές ενώσεις είναι καίριας σημασίας για το μετασχηματισμό του ίδιου του κινήματος Κίτρινα Γιλέκα. Όμως, από μόνο του, αυτό το κίνημα με αυτά τα χαρακτηριστικά δύσκολα θα μπορέσει να υπερβεί τα επιμέρους αιτήματα των κοινωνικών στρωμάτων που συγκυριακά εκφράζει, -όπως φάνηκε εξάλλου και από την αντιφατικότητα και την αποσπασματικότητα των αιτημάτων-, ώστε να προσδώσει καθολικότητα στη κοινωνική διαμαρτυρία.