Τα κυνηγόσκυλα της Μιανμάρ
Ουδεμία σχέση έχουν με πρόσωπα και γεγονότα της χώρας μας, στην οποία, άλλωστε, ουδέν, ουδαμώς και ουδέποτε παρόμοιον τι δεν συνέβη με όσα αστυνομικά εγκλήματα διαπράττονται στην μακρινή χώρα της Μιανμάρ…
«Γιατί γαυγίζεις όταν προσπαθείς να μας πιάσεις;» ρώτησε κάποτε ο λαγός το κυνηγόσκυλο. «Θα μας πρόφταινες πιο γρήγορα αν δε φώναζες. Κι ύστερα με το να μας κυνηγάς, ο κερδισμένος τελικά είναι μόνο ο κυνηγός. Με το γαύγισμά σου εκείνος καταλαβαίνει πού βρισκόμαστε κι έρχεται με το τουφέκι του, μας σκοτώνει κι εσένα δεν σου δίνει τίποτα».
«Μα δεν το κάνω γι’ αυτό», είπε ο σκύλος. «Όταν σας μυριστώ, με πιάνει η μανία να σας τσακώσω· κι αμέσως αρχίζω να γαυγίζω με χαρά και να σας κυνηγώ, χωρίς να ξέρω κι εγώ γιατί».
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τα κυνηγόσκυλα της κρατικής καταστολής στη μακρινή χώρα της Μιανμάρ. Βλέπουν διαδηλωτή ή διαδηλώτρια και τρελαίνονται. Τρέχουν να τους πιάσουν γαβγίζοντας με μανία διάφορες χυδαίες βρισιές και βωμολοχίες, κι ούτε κι αυτοί ξέρουν γιατί τους πιάνει αυτή η λύσσα· κι όταν τελικά καταφέρνουν να συλλάβουν κάποιον διαδηλωτή ή διαδηλώτρια, δεν ξέρουν γιατί σηκώνουν το κλομπ για να τους σπάσουν με μανία το κεφάλι.
Ίσως αυτές οι εγκληματικές ενέργειες οφείλονται στην αλλοτριωμένη φύση τους, αφού στα πλαίσια των μηχανισμών καταστολής κατέληξαν να γαβγίζουν σαν τα κυνηγόσκυλα και να χαίρονται για τα εγκλήματά τους. Οι περισσότεροι, μάλιστα, ρίχνουν το φταίξιμο στα θύματά τους, γιατί αν αυτά είχαν μυαλό, δεν θα έτρεχαν στις διαδηλώσεις· κι έτσι τα κυνηγόσκυλα της Μιανμάρ δεν θα ήταν υποχρεωμένα να τους σπάσουν το κεφάλι. Λένε, μάλιστα, πως δεν χαίρονται μ’ αυτό που κάνουν μα (τι να κάνουν;) αυτή είναι η δουλειά τους. Κανείς, όμως, από τους εχέφρονες πολίτες της μακρινής εκείνης χώρας δεν τους πιστεύει, γιατί, αν δεν χαίρονταν, θα αρκούνταν στη «νόμιμη» σύλληψη των διαδηλωτών, χωρίς χυδαίες βρισιές και τραυματισμούς μέχρι αναπηρίας και θανάτου. Μάλλον το κακό βρίσκεται στην αλλοτριωμένη απ’ το επάγγελμα φύση τους, που τους κάνει να χαίρονται γι’ αυτό που κάνουν. Η χαρά τού να σπάνε το κεφάλι του άλλου (σχεδόν πάντα «νομίμως» και ατιμώρητα), να τον αφήνουν πολλές φορές από τα χτυπήματα ανάπηρο (συνήθως απαλλασσόμενοι λόγω αμφιβολιών) ή ακόμα και να τον σκοτώνουν αλά Κορκονέα κι ας καταδικαστούν (πάντοτε μετά ελαφρυντικών) είναι η βασική ανταμοιβή τους. Η άλλη, ο μισθός με τα επιδόματα, έρχεται δεύτερη. Πόσοι εργαζόμενοι μπορούν να πουν ότι κάνουν αυτό που τους αρέσει και πληρώνονται γι’ αυτό; Και, πόσοι άλλοι διαπράττουν εγκλήματα νομίμως, μετά αμοιβών, προαγωγών και επαίνων;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα ανωτέρω ουδεμία σχέση έχουν με πρόσωπα και γεγονότα της χώρας μας, στην οποία, άλλωστε, ουδέν, ουδαμώς και ουδέποτε παρόμοιον τι δεν συνέβη με όσα αστυνομικά εγκλήματα διαπράττονται στην μακρινή χώρα της Μιανμάρ.
* Η φωτογραφία του τίτλου προέρχεται από το shootinguk.co.uk.