Το ταξικό κίνημα, η συλλογική δράση, η κινηματική (διαταξική) δράση
Και να που αυτές τις μέρες στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας δεν διαδηλώνει η «ριζοσπαστική» αριστερά, ή, ο «χώρος» κατά της τροπολογίας για την κήρυξη απεργίας (50%+1) αλλά το ταξικό κίνημα.
Συνήθως τμήματα της «ριζοσπαστικής» αριστεράς, σοσιαλφιλελεύθεροι, αναρχοφιλελεύθεροι (αντιεξουσιαστές, αναρχικοί κ.ά.), δίνουν έμφαση εξαιτίας της κοινωνικής τους βάσης στην εξουσία, στην πολιτική σφαίρα (πολιτικός βολονταρισμός). Αυτό είναι και αναμενόμενο, καθώς αυτός ο πολιτικός χώρος αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που ενεργοποιούνται, ως πολίτες, κυρίως στη σφαίρα της εξουσίας και του κράτους.
Εντούτοις οι πολίτες συνιστούν ένα διαταξικό μόρφωμα ενώ τα ζητήματα που μπορούν να θέσουν -είναι και εξαιτίας της ταξικής τους ανομοιογένειας (αστοί εργάτες, μικροαστοί κ.ά.)- περιορισμένα. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα κοινωνικά μορφώματα (καταναλωτές κ.ά.). Αντίθετα, η σφαίρα παραγωγής, εκεί που παράγεται και γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης ο κοινωνικός πλούτος, «δίνει» με βάση την αντίθεση κεφαλαίου/εργασίας συμπαγή και ομοιογενή ταξικά υποκείμενα (αστοί/εργάτες). Το γεγονός αυτό διευρύνει, εκ των πραγμάτων, τις δυνατότητες αλλά και την εμβέλεια της δράσης τους. Στις παρυφές αυτής της αντίθεσης (που διαπερνά την πολιτική και ιδεολογική σφαίρα) αρθρώνονται δευτερεύουσες αντιθέσεις (αναπαραγωγή/κατανομή κ.λπ.).
Αυτή η σχέση είναι που προσδίδει στην κοινωνική δράση, ταξικό χαρακτήρα. Αυτή δεν απορρέει από τα άτομα (επιθυμίες, απογοητεύσεις κ.λπ.), όπως συμβαίνει με την δράση των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων (άθροισμα ατομικών δράσεων), παράγοντας που ευνοεί την ατομική δράση-, αλλά από τη δομή (μισθωτή εργασία). Είναι η συνθήκη εκμίσθωσης της εργασίας που ως «δομούσα δομή» ενοποιεί μια πληθυσμιακή ομάδα διαμορφώνοντας τους όρους (λειτουργικούς και πολιτικούς) ώστε η εργασία να βρίσκει το ταξικό της ισοδύναμο (τάξη υποκείμενο). Εκ των πραγμάτων οι ιδιότητες της δομής (κοινωνικοποιημένη εργασία), ας πούμε του «συλλογικού εργάτη» (οργανωτικό βάθος, κοινωνική τεχνογνωσία, διαχείριση πόρων και ρίσκων κ.λπ.) θα εξωτερικεύονται στη δράση της εργατικής τάξης, προσδίδοντας σε αυτή (τη δράση) συλλογικό και καθολικό χαρακτήρα.
Επομένως οι δυνατότητες δράσης δεν ορίζονται έξω από το χρόνο και το χώρο αλλά σε συνάρτηση με το κοινωνικό γίγνεσθαι, η, όπως το θέτει ο Μαρξ: η ανθρωπότητα θέτει μπροστά της τα ερωτήματα που μπορεί να απαντήσει. Αντίθετα τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα υιοθετούν συχνά, και εξαιτίας του υπαρκτού κινδύνου για κοινωνική έκπτωση και προλεταριοποίηση, μια αυθόρμητη (ασύνειδη), «ηρωϊκή» αντίληψη για την κοινωνική δράση. Αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη συλλογική δράση και πολλές φορές είναι έξω από το χρόνο (εξωϊστορική), καθώς δεν κοιτάζει μπροστά, αλλά πίσω, αναζητώντας την ανασύσταση της απλής εμπορευματικής παραγωγής και της «κοινότητας» των πρωτογενών σχέσεων, τις οποίες διέρρηξε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Σε αντίθεση με τη «δράση εδώ και τώρα» ή, του «όλα ή, τίποτε» που χαρακτηρίζει ιστορικά τη δράση αυτών των στρωμάτων («μικροαστικός ριζοσπαστισμός»), η συλλογική δράση της εργατικής τάξης βρίσκεται μέσα στο χρόνο και είναι συνειδητή, καθώς είναι το αποτέλεσμα της σύγκλησης της ταξικής θέσης με την ταξική συνείδηση.
Συνεπώς κοινωνικά υποκείμενα που συγκροτούνται στη σφαίρα παραγωγής δύνανται να θέσουν πάραυτα μαζί με το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής του κοινωνικού πλούτου και ζητήματα στη σφαίρα των υπερδομών (ιδεολογία, θεσμοί, δικαιώματα κ.λπ.), χωρίς η κοινωνική δράση να «εκφυλιστεί» σε αποσπασματική δράση. Η «ενότητα στη δράση» δεν έχει πάλι νόημα, καθώς ακόμη και η ίδια η δράση γίνεται αντιληπτή, ανάλογα με τις ταξικές θέσεις, διαφορετικά. Αν η δράση δεν συνδέεται με καθολικά αιτήματα (ας πούμε κατάργηση των σχέσεων εκμετάλλευσης κ.ά.) μετατρέπεται σε ένα ατέρμονο ακτιβισμό, πόσο μάλλον όταν τα στρώματα που αποτελούν κατά κύριο λόγο την κοινωνική βάση αυτών των πολιτικών μορφωμάτων αντιλαμβάνονται την κοινωνική δράση, όχι ως μέσον, αλλά ως αυτοσκοπό (ακτιβισμός). Αυτά βλέπουν πάλι στους ενικούς (κινηματικούς) τρόπους δράσης το πεδίο υποκειμενικοποίησης/συγκρότησης ταυτότητας (βλ. νέα κοινωνικά κινήματα).
Ασφαλώς και τα ζητήματα που εμφανίζονται στη σφαίρα αναπαραγωγής (έμφυλη καταπίεση, φυλετικές διακρίσεις, κοινωνικές ανισότητες κ.λπ.) αφορούν και οφείλουν να τεθούν στην κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα. Αυτό προϋποθέτει όμως την αυτοτελή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης (πολιτικό υποκείμενο) ώστε να διαμεσολαβηθούν κοινωνικά οι επιθυμίες με τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό (το πολιτικό υποκείμενο) είναι που θα προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κοινωνικού γίγνεσθαι και κοινωνικής συνείδησης, τις προτεραιότητες (ποιές, πότε και γιατί;). Αλλιώς, και εφόσον αγνοήσουμε αυτή τη σχέση, υπάρχει πραγματικά ο κίνδυνος να βρεθούμε κοντά σε ανορθολογικές αντιλήψεις για τη κοινωνία, ως η κοινωνία να ορίζεται από τις επιθυμίες (radical desire/ριζοσπαστική επιθυμία, «ηρωική βούληση», élan vital/ζωτική ορμή κ.λπ.) και ως κοινωνική δράση να ορίζεται από το βίωμα και την επιθυμία και όχι από την ανάγκη.
Η αφέλεια των θέσεων που ορίζουν, (ακολουθώντας τον Μ. Φουκώ κ.ά.), την εξουσία ως πεδίο σύγκρουσης, εκτός του ότι βγάζουν εκτός αντιπαράθεσης τη σφαίρα παραγωγής και τη σύγκρουση με το κεφάλαιο (ταξικές σχέσεις), αδυνατούν να ορίσουν υποκείμενα δράσης και υποκείμενα αντίστασης. Η θέση πως εκεί που υπάρχει εξουσία, υπάρχει και αντίσταση (χωρίς να διαβαθμίζεται η ένταση των εξουσιαστικών πρακτικών και το διακύβευμα) οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αδιέξοδο, επειδή εξισώνει τις μορφές δράσης αλλά και τις μορφές αντίστασης (αναρχικός μηδενισμός). Ως δηλαδή οι αψιμαχίες του «χώρου» με την αστυνομία να ορίζουν τις μορφές δράσης αλλά και τις μορφές αντίστασης, πράγμα που δημιουργεί συγχύσεις για το πού συγκροτούνται τα κοινωνικά υποκείμενα και ποια είναι η πρωτεύουσα σύγκρουση; Αν αυτά συγκροτούνται στη σφαίρα της εξουσίας τότε θα αγνοούνται τα κοινωνικά υποκείμενα που συγκροτούνται στη σφαίρα παραγωγής και θα απαξιώνοντα επίσης οι πρακτικές του ταξικού αγώνα (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, καραβιών από τους ναυτεργάτες κ.λπ.).
Και να που αυτές τις μέρες στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας δεν διαδηλώνει η «ριζοσπαστική» αριστερά, ή, ο «χώρος» κατά της τροπολογίας για την κήρυξη απεργίας (50%+1) αλλά το ταξικό κίνημα. Το ΠΑΜΕ λοιπόν συγκρούεται αυτές τις ημέρες με τις δυνάμεις καταστολής στο κέντρο της Αθήνας και είναι δική του νίκη (νίκη της οργανωμένης πάλης) η απόσυρση της σχετικής τροπολογίας από την Κυβέρνηση. Εξάλλου ποιός άλλος (με την έννοια της συλλογικής δράσης) θα μπορούσε να έχει αυτή την οργανική σχέση με τους εργαζόμενους ώστε ανήμερα της ψήφισης της τροπολογίας στη Βουλή να μπορεί να τους κινητοποιεί;
Εδώ χωρίζουν και οι δρόμοι. Απ’ ότι φαίνεται οι σοσιαλφιλελεύθεροι, η «ριζοσπαστική» αριστερά, ο «χώρος» επιλέγει ως πεδίο δράσης τη σφαίρα της εξουσίας και την διαταξική δράση (ακτιβισμός, κινηματική δράση κ.λπ.). Αντίθετα, το ταξικό κίνημα, δίνει προτεραιότητα στην αντιπαράθεση στους χώρους εργασίας, εκεί που παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, υποστηρίζοντας εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, μη διστάζοντας όμως να προβάλλει αντίσταση στην εξουσία και στις δυνάμεις καταστολής, όπως έγινε με την τροπολογία για την απεργία, στο Market In στα Γιάννενα, στην Ελληνική Χαλυβουργία, στις ναυτεργατικές απεργίες κ.α.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback