Θέλω Θεία Κοινωνία και σε φτύνω κοινωνία…
Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός πιστοποιεί διεθνώς την παρακμή του, με την ιδεολογική του στροφή στον ανορθολογισμό και τη μεταφυσική, το κύριο φιλοσοφικό όπλο που συμβάλλει στη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, την παρουσιάζει ως καρπό της ανθρώπινης φύσης, μια και για πάντα δοσμένη, με άλλα λόγια -κάτι σαν- θέλημα θεού.
Ο τίτλος παραφράζει ένα στίχο από το σουξέ του Γαρδέλη “Εγώ δε θέλω μεροκάματο”, στο σημείο που λέει: θέλω βία κι αγωνία και σε φτύνω κοινωνία…
Όπου στη θέση της κοινωνίας (με κάπα μικρό) θα μπορούσε να είναι η επιστήμη και γενικώς κάθε τι ανθρώπινο. Ο θεός να τους φυλάει από την επιστήμη, την ανθρώπινη γνώση και το μήλο της Εύας, που τους κάθεται στον λαιμό, σαν το μήλο του Αδάμ. Και βασικά, ο θεός -κάποιος τέλος πάντων- να μας φυλάει από επιστήμονες σαν τη Γιαμαρέλου που φτύνουν την επιστήμη, βάζοντας την κοινωνία σε κίνδυνο για χάρη του Θεού και της Κοινωνίας του με το μεγάλο κάπα, που δεν αφήνει το μικρό να μεγαλώσει, όπως στο κείμενο που είχαμε στο Ανθολόγιο του Δημοτικού.
Το ερώτημα μπαίνει επιτακτικά και επανέρχεται με διάφορες αφορμές, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές. Από την αλύγιστη αποφασιστικότητα της Εκκλησίας να μην πάρει από μόνη της κανένα περιοριστικό-προληπτικό μέτρο που δε θα της επιβαλλόταν από την κυβέρνηση. Μέχρι τον ντόρο για το… “βλάσφημο τραγούδι” του Δάντη (και αν υπάρχει θεός, είναι άθεος) που πρέπει να καεί στην Κόλαση -αλλά όχι του Δάντη-, εκτός κι αν βγάλει για να εξιλεωθεί ένα δίσκο με ύμνους, σαν τις νεαρές παπαραπάδες, (που και αυτές λένε όμως πως η ουσία είναι η προσωπική επαφή με το Μεσσία κι όχι με τη θρησκεία). Και επίσης, τα ψεκασμένα συλλαλητήρια για το 5G, τους διάσημους που δήλωναν δημόσια πως θα κοινωνήσουν, χωρίς φόβο και πάθος (χωρίς λογική και μέτρα προστασίας) ή το ομαδικό, οργανωμένο πέσιμο στην Μποφίλιου, γιατί τόλμησε να πει πως δεν τη συγκινεί το παραμύθι της θρησκείας.
Και το ερώτημα αυτό είναι απλό: Πώς αντιμετωπίζουμε αυτή την κατάσταση;
Πάνω σε αυτό διαμορφώνονται χοντρικά δύο γενικές τάσεις. Η πρώτη είναι το αυθόρμητο τρολάρισμα απέναντι στους “χριστιανοταλιμπάν”, που φέρνουν στην εποχή μας τον σκοταδισμό και τον πνευματικό “μεσαίωνα” (σε εισαγωγικά, γιατί είναι μάλλον παρεξηγημένη ιστορική περίοδος). Η ειρωνεία γίνεται ένας τρόπος άμυνας ενάντια σε σουρεαλιστικές καταστάσεις, από τον ξεβράκωτο στα συλλαλητήρια για την Μακεδονία, που η συνείδησή του ήταν πίσω και από τους αβράκωτους του Παρισιού, ως τις “Τρελές Αγελάδες”, που διαδήλωναν ενάντια στην επιστήμη τις προάλλες -και όχι, δεν ήταν σχήμα των ΕΑΑΚ στην Κτηνιατρική. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού και η σάτιρα όπλο εναντίον όσων φτιάχνουν κεφάλι με αυτό.
Η δεύτερη τάση είναι πολύ πιο σοβαρή, για δύο κυρίως λόγους. Αφενός γιατί καταλαβαίνει πως το ζήτημα δεν είναι να ειρωνευτούμε τους πιστούς, γιατί έτσι τους βάζεις απέναντι ως εχθρούς και χτίζεις αδιαπέραστο τείχος με όσους νιώθουν να προσβάλλεται το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Κι αφετέρου γιατί ξέρει να διαβάζει σωστά τον Μαρξ και την περίφημη φράση του για τη θρησκεία, που οι περισσότεροι την μαθαίνουν σαν τσιτάτο, έξω από τα συμφραζόμενά της. Το όπιο δεν είναι απλά ναρκωτικό, αλλά παυσίπονο που προσφέρει παρηγοριά, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου για τους πιστούς που χρειάζονται πρωτίστως ελπίδα για να επιζήσουν. Στην τελική, ακόμα και αν μιλούσαμε για ναρκωτικό -με τη συμβατική έννοια-, από πότε τα βάζουμε με τους χρήστες και όχι με τους εμπόρους; Και τι άλλο είναι οι θρησκείες εξάλλου, παρά ένα εμπόριο ελπίδας σε μια κατά βάση απελπισμένη πελατεία;
Ένας πιθανός αντίλογος που θα έφερνε η πρώτη τάση είναι πως το βασικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η προσβολή της νοημοσύνης μας, της κοινής λογικής, του κεκτημένου του Ορθού Λόγου εν γένει, και όχι η προσβολή κάποιου θρησκευτικού συναισθήματος. Ο διάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί με διάφορα επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, αλλά δεν είναι σκόπιμο να τον ξεδιπλώσουμε εδώ. Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε είναι η έννοια του Ορθού Λόγου, που είναι κατάκτηση του Διαφωτισμού και του ανερχόμενου καπιταλισμού. Κατά συνέπεια, η επικράτησή του έναντι του Θείου Λόγου, σε επίσημο-πολιτειακό επίπεδο, αντιστοιχεί ιστορικά σε εκείνη την εποχή και θα ήταν -με άλλα λόγια- ένα κατεξοχήν αστικοδημοκρατικό καθήκον, δηλαδή ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, που έγινε σε μεγάλο βαθμό πράξη σε εκείνες τις χώρες όπου έλαβαν χώρα οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Παρόλα αυτά, είναι στην καλύτερη περίπτωση αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως ο σημερινός καπιταλισμός, στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, δηλαδή ως καπιταλισμός που σαπίζει, είναι ικανός ή πρόθυμος να επιλύσει αυτό το ζήτημα στις χώρες που δεν το έχει ήδη κάνει, όπως στην Ελλάδα. Η πείρα των “προοδευτικών διακυβερνήσεων” (του ΠΑΣΟΚ ή ακόμα και του “αριστερού” ΣΥΡΙΖΑ) κι η τύχη που είχαν οι υπουργοί που αντιτέθηκαν στα συμφέροντα της Εκκλησίας και οι μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες (βασικά του Τρίτση) αποτελεί τεκμήριο για το χαμηλό ταβάνι αυτών των κυβερνήσεων και την (αν)ικανότητά τους να φέρουν σε πέρας όχι την επανάσταση ούτε κάποιους “μεταβατικούς στόχους” που υποτίθεται πως την προετοιμάζουν, αλλά ακόμα και “απλά” αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τα θεμέλια του συστήματος. Ή μήπως τα θέτουν;
Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός πιστοποιεί διεθνώς την παρακμή του, με την ιδεολογική του στροφή στον ανορθολογισμό και τη μεταφυσική, το κύριο φιλοσοφικό του όπλο, που συμβάλλει στη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, την παρουσιάζει ως καρπό της ανθρώπινης φύσης, μια για πάντα δοσμένη, με άλλα λόγια -κάτι σαν- θέλημα θεού. Κι είναι πιο πιθανό να επανέλθει με άλλες μορφές το πρόβλημα αυτό σε χώρες που το έχουν θεωρητικά λυμένο, παρά να το λύσει μια αστική κυβέρνηση σε χώρες που εκκρεμεί ακόμα -όπως η Ελλάδα. Είναι πιο πιθανό οι αστικές δημοκρατίες να αρχίζουν να μοιάζουν με θεοκρατικά καθεστώτα, όπως συμβαίνει στη μητρόπολη του καπιταλισμού -τις ΗΠΑ-, παρά να συμβεί το αντίστροφο. Γιατί η θρησκεία είναι από τους βασικούς πυλώνες του συστήματος και οι αστοί δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να στραφούν εναντίον της.
Είναι εντελώς βέβαιο ότι μόνο μια σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να λύσει τα προβλήματα που άφησε άλυτα ο καπιταλισμός, ακόμα και όσα “όφειλε” να έχει αντιμετωπίσει ο ίδιος. Κι είναι εξίσου βέβαιο, πως αυτά δεν αντιστοιχούν σε κάποιο άλλο στάδιο, σε κάποια ενδιάμεση εξουσία, μια δημοκρατική επανάσταση ή μεταβατικούς στόχους που θα κάνουν τις συνθήκες να ωριμάσουν. Μια σοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα μας θα βρει πιθανότατα μπροστά της το σκόπελο της εκκλησίας και μια σειρά ζητήματα που θα αφορούν τα άμεσα καθήκοντά της.
Μια επαναστατική εξουσία που θα προωθήσει το διαχωρισμό εκκλησίας – κράτους και κατά συνέπεια θα διακόψει τη μισθοδοσία των ιερέων από το δημόσιο ταμείο, θα αναγκαστεί να καταπιαστεί με το αγκάθι που λέγεται εκκλησιαστική περιουσία ή ακόμα και το αυτοδιοίκητο της χερσονήσου του Άθω και είναι πολύ δύσκολο να μην έρθει σε πλήρη σύγκρουση με το ανώτατο ιερατείο, ακόμα και αν είναι για να πετύχει έναν προωθητικό συμβιβασμό. Και τότε δε θα έχουμε απέναντί μας απλώς μερικούς γραφικούς, αλλά πιθανότατα μάζες πιστών στον δρόμο.
Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα, πχ από τον ισπανικό εμφύλιο, που δείχνουν ότι η εκκλησία δεν είναι ένα απλό πνευματικό στήριγμα του συστήματος, αλλά οργανικό του κομμάτι. Μπορεί να γίνει πόλος συσπείρωσης για λογαριασμό της αντίδρασης και να στρατολογήσει τις πιο οπισθοδρομικές πνευματικά μάζες για τα ταξικά συμφέροντα των κυρίαρχων και για τη διατήρηση των δικών της προνομίων. Κι ο σημερινός κλήρος στην Ελλάδα απέχει αρκετά από τη λαϊκή σύνθεσή που είχε τη δεκαετία του ’40, όταν πολλοί ιερείς μπήκαν μπροστά στον αγώνα του λαού τους και πήραν ενεργά μέρος στην εθνική αντίσταση.
Το βασικό ζητούμενο δεν είναι να προεξοφλήσουμε αυτή τη σύγκρουση, αλλά να δούμε πώς θα την δώσουμε -αν χρειαστεί- με καλύτερους όρους και πώς μπορούμε να κερδίσουμε σήμερα καλύτερες θέσεις. Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να εκφραστεί με σύγχρονους όρους το ρεύμα της μαχητικής αθεΐας, που δε θα μένει στα προληπτικά μέτρα για να μην προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα των μαζών, αλλά θα δει πώς μπορεί να το μετασχηματίσει -παρά τις δεδομένες δυσκολίες και τον αντικειμενικό περιορισμό πως η συνείδηση ακολουθεί το είναι και εμείς δρούμε σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον γενικευμένης πνευματικής αλλοτρίωσης.
Πιο απλά, το ζήτημα είναι να μπορεί η κάθε Μποφίλιου να λέει πως αυτό που την γεμίζει είναι οι ιδέες της, ένα “ανώτερο” ιδανικό και όχι μια ανώτερη δύναμη έξω από τον κόσμο, χωρίς να προκαλείται τόσος ντόρος εναντίον της. Η αλλιώς, πώς το μικρό κάπα (η κοινωνία) δε θα αφήσει το κεφαλαίο Κάπα (τη Θεία Κοινωνία και βασικά το Κεφάλαιο) να το καταπιεί, πώς θα καταφέρει να αρθρώσει τον δικό της λόγο. Κι αυτό αφορά πρωτίστως την οργανωμένη πρωτοπορία που αντιστοιχεί σε ένα άλλο κάπα-κλειδί: το Κόμμα.
Αυτά ξεφεύγουν από τα όρια ενός εισαγωγικού σημειώματος, που θέτει απλώς το πρόβλημα, όχι όμως και από τα καθήκοντα που μας βάζει η εποχή μας.