Θεωρία των δύο άκρων, βία και φιλελεύθερη ηγεμονία των ιδεών
Έχουμε ακούσει συντηρητικούς και φιλελεύθερους να μιλάνε για ακροδεξιά ή φασιστική βία; Μερικές φορές. Η οποία όμως είναι πάντα απάντηση στην ακροαριστερή βία. Κι έχουμε ακούσει να μιλάνε για φασισμό; Μερικές φορές. Ο οποίος προσδιορίζεται ως μαύρος και συγκρίνεται πάντα με τον κόκκινο. Μας έχουν πει, όμως, ποτέ για φιλελεύθερη ή συντηρητική βία; Όχι βέβαια. Γιατί η κρατική και εργοδοτική βία ονομάζεται «προστασία του πολίτη» απέναντι στην «βία από όπου κι αν προέρχεται» την οποία «καταδικάζουμε από όπου κι αν βρισκόμαστε», αν και συνήθως «βρισκόμαστε» στην ακροδεξιά.
Η θεωρία των δύο άκρων (ΘΔΑ) είναι η ιδεολογική κορωνίδα της αμυντικής για το καπιταλιστικό σύστημα αντικομμουνιστικής λειτουργίας που στέκει στο σημείο τομής της συντηρητικής με την φιλελεύθερη ιδεολογία. Η βασική έννοια που χρησιμοποιεί είναι αυτή της «βίας» και της «καταδίκης της από όπου κι αν προέρχεται». Βία οι φασιστικές τρομοκρατικές ενέργειες και τα πογκρόμ, βία και η λαϊκή διαμαρτυρία και κινητοποίηση του λαού για την διεκδίκηση δικαιωμάτων ή η αντίσταση στην φασιστική βία.
Σε μια πιο ραφιναρισμένη εκδοχή της ΘΔΑ το κίνημα δεν αποδίδεται συλλήβδην ως το ένα άκρο, αλλά οι κομμουνιστικές εκδοχές του, αυτές που διεκδικούν με επαναστατικό τρόπο τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, και οι ενέργειες του αναρχικού χώρου. Αυτά συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της «ακροαριστεράς», του άλλου «άκρου», προκειμένου να αντιπαραβληθούν με αυτό της φασιστικής ακροδεξιάς. Προκειμένου να φτιαχτεί ικανοποιητικά η εξίσωση, ο προσδιορισμός «φασιστική» παραλείπεται για την ακροδεξιά ή όταν υπάρχει, υπάρχει αντίστοιχα και αναφορά στον «κόκκινο φασισμό» της άλλης πλευράς.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για συγκαλυμμένο αντικομμουνισμό, για την «προοδευτική» μορφή του αντικομμουνισμού που είναι συμπληρωματική της μορφής του παλιού ωμού μετεμφυλιακού αντικομμουνισμού περί εθνικής προδοσίας, ο οποίος ηγεμόνευε στη χώρα μας μέχρι και την μεταπολίτευση. Γι’ αυτό και η χρήση της ΘΔΑ μερικές φορές συμπληρώνεται από επίθεση ενάντια στην περίοδο της μεταπολίτευσης και την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που υποτίθεται πως την χαρακτήριζε.
Η ΘΔΑ σε ένα πρώτο επίπεδο γίνεται το προκάλυμμα για να εκφραστεί η ανάγκη περάσματος στον ωμό αντικομμουνισμό, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται το όχημα για την απόδοση ευθυνών για την διακυβέρνηση της χώρας μέχρι την εποχή των μνημονίων στην Αριστερά, η οποία «μπορεί να μην κυβερνούσε, αλλά οι ιδέες της ηγεμόνευαν», οπότε και η φασιστική βία περιθάλπεται έτσι εμμέσως πλην σαφώς ως «λογική αντίδραση μέρους του κόσμου και αγανάκτηση απέναντι στη μεταπολιτευτική περίοδο και την Αριστερά που μας έφερε ως εδώ». Έτσι και με αυτήν την διασταλτικότητα στην ερμηνεία της αριστερής ηγεμονίας των ιδεών μπορεί να μπαίνει στο στόχαστρο όχι μόνο το κίνημα ως εστία διεκδίκησης των ακροαριστερών, αλλά και η ίδια η διεκδίκηση για το όποιο κοινωνικό κράτος ως προετοιμασία βίαιης κατάλυσης του κοινωνικού status quo και ως ιδέα προερχόμενη από την «άκρα» Αριστερά. Και το ακόμα χειρότερο: να εξωραΐζεται και να κανονικοποιείται η φασιστική βία ως προϊόν αγνής αγανάκτησης και αντίδρασης, ως όμοια με την δράση του λαϊκού-εργατικού-φοιτητικού κινήματος.
Το καταληκτικό και των δύο αυτών επιπέδων είναι να γίνεται μια τεράστια ιδεολογική και πρακτική επίθεση στην Αριστερά, την οποία και θέλει να θέσει στο περιθώριο της πολιτικής αντίληψης ως μετέρχουσα βίαιες μεθόδους. Ακριβώς και επειδή η ΘΔΑ ορίζει τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος ως βίαια άκρα, προϋποθέτει ένα πολιτικό κέντρο στο οποίο να στέκεται αυτός που την εξακοντίζει για να ορίσει τον εαυτό του ως αδιαμφισβήτητο δημοκράτη του διαλόγου, ο οποίος και ποτέ δεν μετέρχεται βίαιες μεθόδους ή τουλάχιστον βίαιες μεθόδους που να μην έχουν την κρατική νομιμοποίηση, άρα που να μην αναγνωρίζονται ως βίαιες. Η ΘΔΑ, δηλαδή, στο βάθος απονομιμοποιεί την αντίσταση στην κρατική καταστολή δημιουργώντας ένα ιδεολογικό πλέγμα εν δυνάμει ποινικοποίησής της, ενώ παράλληλα οριοθετεί το πεδίο των πολιτικών δυνάμεων που θεωρούνται εντός δημοκρατικού τόξου και νομιμότητας παίζοντας με τα όρια συμπερίληψης αυτού ανάλογα με την εκάστοτε περίοδο και την ανάγκη διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας. Έτσι, πιθανή κατίσχυση της ΘΔΑ σημαίνει ιδεολογικά πως η κομμουνιστική Αριστερά βρίσκεται αυτομάτως στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας. Ενώ, η συγκεκριμένη τοποθέτησή της σε σχέση με αυτά τα όρια θα είναι στην διακριτική ευχέρεια των αστικών αναγκών της εκάστοτε συγκυρίας, σαν να πρόκειται να δοθεί κάποια χάρη ή προσωρινό συγχωροχάρτι.
Γι’ αυτό και ο λόγος για την βία γίνεται πάντα αρκούντως αόριστα, ώστε πάντα να αποδίδεται σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, οι οποίοι εξ ορισμού συγκρίνονται στον πολιτικό διάλογο του «κέντρου» με ενέργειες και μεθόδους φασιστικών-ναζιστικών μορφωμάτων. Έχουμε ακούσει συντηρητικούς και φιλελεύθερους να μιλάνε για ακροδεξιά ή φασιστική βία; Μερικές φορές. Η οποία όμως είναι πάντα απάντηση στην ακροαριστερή βία. Κι έχουμε ακούσει να μιλάνε για φασισμό; Μερικές φορές. Ο οποίος προσδιορίζεται ως μαύρος και συγκρίνεται πάντα με τον κόκκινο. Μας έχουν πει, όμως, ποτέ για φιλελεύθερη ή συντηρητική βία; Όχι βέβαια. Γιατί η κρατική και εργοδοτική βία ονομάζεται «προστασία του πολίτη» απέναντι στην «βία από όπου κι αν προέρχεται» την οποία «καταδικάζουμε από όπου κι αν βρισκόμαστε», αν και συνήθως «βρισκόμαστε» στην ακροδεξιά.
Οι φιλελεύθεροι-συντηρητικοί θιασώτες της ΘΔΑ δεν θέλουν να εξακριβώνουμε ποτέ από πού προέρχεται η βία. Κι ούτε και να ξέρουμε τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε βία. Η βία για την ΘΔΑ και τον φιλελευθερισμό πρέπει πάντα να είναι κατακερματισμένο και ανοιχτό κενό σημαίνον έτοιμο για πολιτική χρήση νομιμοποιητική της καταστολής. Η οποία ήρθε και ξανάρχεται. Γι’ αυτό και η θεσμική διάχυση της ΘΔΑ είναι ο πιο αξιόπιστος ενδείκτης της έλευσής της.
Επίσης, έχουμε ακούσει για πολλές μορφές βίας: σωματική, ψυχολογική, λεκτική, ενδοοικογενειακή, οπαδική, σχολική κ.λπ. Όλες αυτές είναι μονάχα οι ανοργάνωτες μορφές τυπικής βίας στις οποίες εκβάλλει, διαχέεται και με τις οποίες ανακλαστικά επιστρέφει η κρατικά οργανωμένη και αόρατη, για τον φιλελευθερισμό, βία, ο οποίος μην έχοντας ιστορική προοπτική των φαινομένων παραμένει στην τυπική και στατική επιφάνειά τους χωρίς να φτάνει στην ουσία τους. Εν προκειμένω στην ουσία της βίας, η οποία ιστορικά κινείται στις ταξικές κοινωνίες από την σχέση καταπίεσης-απελευθέρωσης και τους αναβαθμούς της στην οργανωμένη και ανοργάνωτη εκδοχή της.
Για τον φιλελευθερισμό, βία είναι οτιδήποτε μη εγγενές πάει κόντρα στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και του αστικού κράτους, οτιδήποτε πάει κόντρα στην οργανωμένη καταπίεση της κοινωνίας. Έτσι, οι λαϊκές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις είναι πάντα βία, ενώ ο φασισμός εφ’ όσον πάει κόντρα στις πρώτες γίνεται μέρος της νόμιμης οργανωμένης βίας και απονομιμοποιείται μόνο μέσα από την κινηματική του καταδίκη και την θεσμική έκφραση και αντανάκλαση αυτής, όπως την 7η Οκτώβρη του 2020. Επειδή φασισμός είναι η καταστολή με όρους κινήματος και παρακράτους για λογαριασμό του κράτους, το οποίο μην ξοδεύοντας δική του «βία» δεν ξοδεύει και πολιτικό κεφάλαιο με συνέπεια την λαϊκή δυσφορία, αγανάκτηση και διάθεση για αντίσταση. Γι’ αυτό και το να καταδικάζουν οι φιλελεύθεροι-συντηρητικοί την φασιστική βία δίχως να την συγκρίνουν με την αριστερή το θεωρούν αχρείαστη δημοκρατική παραχώρηση και γενναιοδωρία στην «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς» που «μας κατατρύχει από την μεταπολίτευση».
Όμως, η ιδεολογική ηγεμονία ανήκει στον φιλελευθερισμό και στις ακροδεξιότερες εκδοχές του συντηρητισμού, κάτι που εξηγείται ιστορικά ως λίγο πολύ αναμενόμενο. Η φιλελεύθερη ιδεολογία ηγεμονεύει απόλυτα και οι κεντρικές της έννοιες έχουν φυσικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίρνουν αυτονόητα την θέση του κέντρου του κόσμου, του κέντρου του πολιτικού συστήματος, του ορθολογισμού της επιστήμης, του κέντρου των ιδεών κι από αυτό το σημείο να κανοναρχούν σε κάθε μορφή διαλόγου. Το σημείο φυσικοποίησης της φιλελεύθερης ιδεολογίας είναι τέτοιο μάλιστα που οποιαδήποτε άλλη ιδέα πρέπει να συγκρίνεται πάντα με τον φιλελευθερισμό και να μιλάει με τη γλώσσα του. Να μιλάει στην γλώσσα του διαχωρισμού που συνοψίζεται στην αδιαμεσολάβητη σχέση αγοράς – ατόμου, μια σχέση που διαταράσσει η «βία από όπου κι αν προέρχεται», δηλαδή, οι λαϊκές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις.
Όμως η ουσία της βίας – εκτός αυτής της γλώσσας των δικαιωμάτων των διαχωρισμένων ατόμων – αγγίζει πολύ μεγαλύτερη ιστορική προοπτική του μετασχηματισμού της κοινωνίας: βία είναι οτιδήποτε πάει κόντρα στην ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου που αποτελεί όρο για την ολόπλευρη ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Ο καπιταλισμός είναι το κέντρο οργάνωσης αυτής της ολόπλευρα φυσικοποιημένης βίας. Ο φασισμός είναι ο φρουρός του που ελέγχει το ραντάρ και ο φιλελευθερισμός ο νομικός του σύμβουλος που βγαίνει στην τηλεόραση και μας λέει να προσέχουμε.