Τι κάνουμε στον πόλεμο Θανάση;
Τρέχεις σαν τον Βέγγο για το αφεντικό, σφίγγεις κι άλλο το ζωνάρι. Αλλά το βασικό ερώτημα είναι τι κάνουμε στον πόλεμο, Θανάση; Όχι ενάντια στον κορονοϊό, αλλά σε αυτόν που μας κήρυξαν, ενάντια στον “εχθρό λαό”…
Η χρονομηχανή του καπιταλισμού δουλεύει, το ρολόι της ιστορίας γυρίζει ολοταχώς προς τα πίσω.
Όσοι γεννήθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση ζουν μάλλον χειρότερα από τους γονείς τους και κατά κανόνα στηρίζονται οικονομικά πάνω τους. Για τους ακόμα νεότερους, η κρίση και τα διάφορα ψευδώνυμά της (μνημόνιο, κορονοϊός) είναι η μόνη “κανονικότητα” που θυμούνται και πρόλαβαν να γνωρίσουν. Η πανδημία πιστοποιεί ότι ζούμε εν μέρει πρωτόγνωρες καταστάσεις, με ακραίες συνέπειες. Η αντιμετώπισή της από τους κρατούντες πιστοποιεί πως δεν υπάρχουν περιθώρια ανακωχής και έντιμου συμβιβασμού με την πολιτική τους.
Ο καπιταλισμός εξελίσσεται σε ένα “μνημόνιο” διαρκείας. Η μιζέρια παγιώνεται, εδραιώνεται, αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά και ζωτικό χαρακτήρα για ένα σύστημα που ψάχνει να σωθεί εις βάρος μας. Αφενός γιατί δεν έχει άλλη διέξοδο, αφετέρου γιατί θα βρίσκει πάντα μια τέτοια διέξοδο, όσο δε βρίσκει αντίσταση. Συνηθίζει χωρίς αντίπαλο, καλομαθαίνει και αδυνατεί να γυρίσει στην προηγούμενη κατάσταση, όπως ο οργανισμός που συνηθίζει τα κιλά μας και δεν μπορεί να τα αποβάλει εύκολα.
Στην τελική, αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της κρίσης. Να κάψει “λίπος”, κεφάλαια που λιμνάζουν αναξιοποίητα και δε βρίσκουν ζωτικό χώρο για μια κερδοφόρα επένδυση. Η καύση παράγει ενέργεια, δίνει σχετική ώθηση στην οικονομία, πριν από αυτό όμως πρέπει να βρούμε ποιος-ποιος (το ποιος-ποιον που λέμε) ποιος θα φαγωθεί καεί. Και ο κλήρος πέφτει στις μαρίδες, που φεύγουν πρώτες και ας μην έχουν τόσο λίπος.
Οι κρατούντες ψάχνουν να βγάλουν σαν πολιτικά παχύδερμα από τη μύγα ξίγκι. Πετάνε ό,τι θεωρούν περιττό έξοδο και αφήνουν τον κόσμο χωρίς υγεία, ΜΕΘ και νοσοκομεία. Το ταμείο παραμένει μείον, γιατί σιτίζει παράσιτα, και το χρέος ανεβαίνει διαρκώς σαν το αερόστατο που χάνει βαρίδια και αλαφραίνει. Αλλά όσες μαρίδες κι αν μαζευτούν, δεν καίνε αρκετό λίπος, και η οικονομία “λαχανιάζει” πάλι, ψάχνοντας τι άλλο μπορεί να κάψει, σε μια αέναη αναζήτηση, που καθορίζει τη βασική της αντίφαση.
Το ζητούμενο είναι ο λαός να χάφτει μύγες (με ξίγκι), να νιώσει συνένοχος, πως ευθύνεται (κι) αυτός για το κακό που μας βρήκε. Όλοι μαζί τα φάγαμε -και παχύναμε. Όλοι μαζί πρέπει να “κάνουμε θυσίες”, ξεκινώντας από τα δικά μας δικαιώματα. Το οκτάωρο πχ είναι καθιστική ζωή για χαραμοφάηδες και πρέπει να καταργηθεί -όχι μόνο στην πράξη, αλλά και de jure, με “ευέλικτα δεκάωρα” και υπερωρίες που δε θα πληρωθούν ποτέ.
Η ορολογία τους μοιάζει χοντροκομμένη αλλά είναι στοχευμένη. Η τακτική θυμίζει το αγγλοσαξονικό “fat-shaming”. Το βασικό είναι να νιώσεις ένοχος που έχεις λίπος, να τρέχεις πάνω-κάτω σαν Βέγγος, να χάσεις το λίπος για να τρέχεις ακόμα πιο γρήγορα και να πάρουν τα κέρδη τους τον ανήφορο, να μάθεις να σφίγγεις κι άλλο το ζωνάρι. Για το καλό μας…
Το λένε και το ξαναλένε, για να το εμπεδώσουμε. Είμαστε ένοχοι. Και η στοχοποίηση αυτή είναι μόνο το θεωρητικό μέρος της επίθεσης που δεχόμαστε. Έχουμε πόλεμο, μην το γελάς Θανάση. Όχι με τον κορονοϊό, αλλά εναντίον μας. Μπορεί να είναι ακήρυχτος, αλλά δε μένει στα λόγια. Είναι στα ψιλά γράμματα του κοινωνικού συμβολαίου που (δεν) υπέγραψες, ιδρυτική αρχή και απαράβατος κανόνας της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, σαν τον “Κόκκινο Κώδικα” που διέταξε ο Τζακ Νίκολσον στο Γουαντάναμο, στο νησί των Κόκκινων. Δεν είναι γραμμένος πουθενά, αλλά δεν είναι δύσκολο να τον αποκωδικοποιήσεις και να πιάσεις το νόημα.
Αντέχουμε άραγε την αλήθεια, που είναι επαναστατική, ή εθελοτυφλούμε και χώνουμε το κεφάλι στο χώμα, για να μη δούμε την επίθεση;
Ένας είναι ο εχθρός, ο κορονοϊός, έλεγε τις προάλλες στη Βουλή η Φώφη. Αλλά οι κρατούντες ποτέ δεν έπαψαν να φοβούνται τον “εχθρό λαό”. Το βασικό ερώτημα είναι τι κάναμε-κάνουμε εμείς σε αυτόν τον πόλεμο, Θανάση.
Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, είναι αγανακτισμένος. Αγανάκτησε, τους μούντζωσε οργισμένος, γκρίνιαξε, σιχτίρισε. Πίστεψε, εξαπατήθηκε, έγινε κοψοχέρης. Τους ξαναψήφισε. Πείστηκε πως δε βγαίνει τίποτα και λούφαξε στη γωνία του, θεατής. Αλλά συνεχίζει να σιχτιρίζει από τον εξώστη, σαν τους γέρους του Μάπετ-Σόου.
Ο κόσμος αντέχει δυστυχώς να μην αντέχει άλλο. Έχει μάθει να πίνει ως τον πάτο το πικρό ποτήρι της ήττας, ως την τελευταία σταγόνα, που πάντα την διαδέχεται η επόμενη, όπως στο μαρτύριο της σταγόνας. Έβγαλε στον αφρό τα φασιστικά σταγονίδια ως έκφραση της οργής του, πριν πανηγυρίσει που μπήκαν στη φυλακή, για να πάρει τη θέση τους (και τις θέσεις τους) η κυβέρνηση. Οι δικαιολογίες είναι περιττές, και από εμπειρίες είχε αρκετές (λες το με έναν Κνίτη πρώτα, να ‘ταν προφητεία για τον Τσίπρα;), μα ακόμα δεν έχει καθαρό τι θέλει και πώς θα το κάνει πράξη.
Μπορεί το σύστημα υγείας να μένει αθωράκιστο, αλλά το καπιταλιστικό σύστημα είναι άρτια θωρακισμένο, με πολλαπλές ζώνες άμυνας και βαλβίδες ασφαλείας. Κατευθύνει την οργή σε ανώδυνα κανάλια, από τα κανάλια του. Την αφήνει να ξεθυμαίνει σε οθόνες και διαδικτυακούς τοίχους, που σου επιτρέπουν να λες ελεύθερα τη γνώμη τους. Επινοεί βολικά το αντίπαλο ψεκασμένο δέος που το συμφέρει. Φροντίζει για το εύρος των δικών μας αντιδράσεων, που αφήνουν την αντίδραση ανενόχλητη.
Ο καπιταλισμός τρώει τις σάρκες του, μαζί με τις δικές μας, τα αρπακτικά ακονίζουν τα νύχια τους, η πανδημία δείχνει με τον πιο εμφατικό τρόπο πόσο νοσηρό είναι το σύστημα που βάζει το κέρδος πάνω από όλα. Κι εμείς, κύριε; Η αυτοκριτική που οφείλουμε στον εαυτό μας, δεν αφορά το λίπος που δεν κάψαμε, αλλά πολύ διαφορετικά ζητήματα: τις μάχες που δε δώσαμε, τις αντιστάσεις που δεν οργανώσαμε.
Ο κόσμος έχει ξεχάσει να αντιδρά, έχει ξεχάσει να πετυχαίνει νίκες, βασικά έχει ξεχάσει να διεκδικεί. Μοιάζει σα να φοβάται να αγωνιστεί, λες και έχει πολλά να χάσει, πέρα από τις αλυσίδες του και ό,τι αλυσοδένει το μυαλό του. Λες και αν δεν κατέβει καν στο γήπεδο, θα έχει και λιγότερες ήττες. Τετράγωνη λογική, κατά το γνωστό επιχείρημα “με περισσότερες ΜΕΘ, θα είχαμε πιο πολλούς θανάτους”. Και συνεχίζουμε να μαζεύουμε κίτρινα φύλλα και ασπρόμαυρα κηδειόχαρτα κάθε μέρα, άνευ αγώνα.
Και συνεχίζουμε να ζούμε χειρότερα από τους γονείς μας. Να αφήνουμε χειρότερες πρακτικές για τα παιδιά μας, για τις χειρότερες γενιές. Η λογική πως όσο σφίγγουν οι κώλοι (και το ζωνάρι), ο λαός θα ξεσηκωθεί ενάντια στην εξαθλίωση, χτυπάει στα βράχια της πραγματικής ζωής και τσακίζεται, αλλά αφήνει πίσω του άθικτες τις αυταπάτες.
Επιβάλλεται να μελετήσουμε προσεκτικά τον αντίπαλο, τις κινήσεις και τη στρατηγική του. Είναι καθαρό πως θα λογαριαστούμε μαζί του εδώ και τώρα, και όχι στο επέκεινα της κανονικότητας που έρχεται, μαζί με την κουτσουρεμένη ελπίδα. Αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα από αυτό, για να απαντήσουμε πειστικά στο διαχρονικό ερώτημα “τι να κάνουμε” και πρωτίστως πώς θα το πετύχουμε. Πώς θα γίνουν φως τα σκοτάδια που μας ζώνουν απειλητικά…