Τηλεκατευόδιο
Στις απώλειες, η ιστορία, όπως την ξέρουμε και την εννοούμε επιστημονικά και κοινωνικώς παραδεκτά, έρχεται μια στιγμή, για τη ακρίβεια ένας άνθρωπος, και γίνεται τόσο προσωπική, που δεν μπορείς καν να την γράψεις.
Στις απώλειες, η ιστορία, όπως την ξέρουμε και την εννοούμε επιστημονικά και κοινωνικώς παραδεκτά, έρχεται μια στιγμή, για τη ακρίβεια ένας άνθρωπος, και γίνεται τόσο προσωπική, που δεν μπορείς καν να την γράψεις. Παίρνει τη μορφή της ανάμνησης, της κοινότητας μ’ αυτόν που φεύγει για το αγύριστο ταξίδι της Απουσίας. Ο Μάκης ο Μαΐλης θα μείνει ολοζώντανο κομμάτι της Ιστορίας και του Κόμματος και του τόπου μας λοιπόν. Αναγνωρισμένο από συντρόφους, φίλους, αντίπαλους κι εχθρούς ακόμη, θα διαβάζεται, θα κουβεντιάζεται, αλλά κυρίως θα στηρίζει, θα συντροφεύει και θα διδάσκει. Κι αυτά τα τρία τελευταία του «χούγια» που μ’ έμαθε κι η μάνα μου με τρυφεράδα κι ανοιχτή καρδιά ν’ αναγνωρίζω σ’ έναν αγαπημένο άνθρωπο, είναι που κρατάω απ’ τον Μάκη. Και δε γίνεται ευκολότερο το γράψιμο. Απλώς βαθιά προσωπικό. Σαν φωτογραφία της στιγμής, ένα – δυο μέτρα μουσικής, ένας στίχος από ποίημα, που όμως το ξέρεις κι ας μην το έμαθες ποτέ ολόκληρο, πως σου σημάδεψε τη ζωή, κάνοντάς σε να στρίψεις, το μέσα τιμόνι σου, τόσο όσο χρειαζόταν, την κατάλληλη στιγμή.
Θα κρατήσω λοιπόν εκείνο το σκύψιμο μπροστά, είτε ήταν καθιστός είτε όρθιος, έτσι που να ευθυγραμμίζει το βλέμμα του με το δικό σου. Για να πει τη λακωνική του κουβέντα με μια πατρική στιβαρότητα αλλά στην ίδια ευθεία με τον άλλον, τον κοντινό, αυτόν που πρέπει να λογιστεί ως άνθρωπος δικός.
Τον θυμάμαι λοιπόν να μου λέει να προσέχω την τηλεόραση. Αυτήν που ξέρω, καλύτερα από κείνον, αλλά που τώρα – μόλις τους πρώτους μήνες της κομματικής βουλευτικής μου παρουσίας – μπορεί επειδή είμαι στο ΚΚΕ, να δοκιμάσουν κάποιοι να με κάνουν να φαίνομαι «γραφική, κάτι σαν πώς το λέτε, μαϊντανός…». Παραξενεύτηκα. Με ψάρωσε ένα βάρος που αισθάνθηκα ότι κουβαλάω χωρίς να το καταλαβαίνω. Έκανε πίσω, έκρυψε ένα μειδίαμα στο βλέμμα και συμπλήρωσε καθοριστικά: «Επειδή το ξέρεις, θα το καταλάβεις και θα το κάνεις. Θα το βρεις». Είχε δίκιο. Μου πήρε καιρό βέβαια. Δεν ήταν οδηγία, ούτε γραμμή, αλλά έγνοια και για το Κόμμα και για κάποιον απ’ έξω που ήρθε μέσα. Αραίωσα εμφανίσεις, πεπεισμένη ότι έτσι πρέπει. Κι ένα βράδυ την ώρα των ειδήσεων, δεν έχει σημασία, ούτε σε ποιο κανάλι, ούτε ποιος λέει κάποια χοντράδα για το Κόμμα, απ’ αυτές τις συνηθισμένες. Χτυπάει το τηλέφωνό μου, και σαν να τον βλέπω μπροστά μου, ακούω τη θυμωμένη του φωνή, να μου λέει «πάρτους τώρα και βγες αέρα, τώρα τώρα, το βλέπεις τι λένε;». Ναι, το βλέπω, του απαντώ, και μου ‘χει έρθει το αίμα στο κεφάλι, αλλά τι θες να πω; «Ξέρεις», μου λέει και το κλείνει. Έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από τότε. Αυτήν την εμπιστοσύνη με αυτόν τον τρόπο του Μάκη, τη συζητάω άπειρες φορές με τον εαυτό μου, και σ’ ανοιχτές και σε κλειστές οθόνες.
Αν με ρώταγε κανείς να δώσω έναν τίτλο σ’ ένα κείμενο για τον Μαΐλη, δεν έχω καμία δυσκολία. Δεν ήταν ο επαναστατημένος άνθρωπος των μυθιστορηματικών προδιαγραφών. Ήταν ο Επαναστατικός Άνθρωπος της δουλειάς και της ευθύνης, της πράξης και της έρευνας, της έμπρακτης στηρικτικής συντροφικότητας. Απ’ το είδος μιας στιβαρής και γενναιόφρονης καλοσύνης που δεν αφθονεί.
Μετά την επίθεση του χρυσαυγίτικου νταή της φακής, ακόμα έχω στ’ αυτιά μου την αγωνία του βρυχηθμού του στο τηλέφωνο «είσαι καλά;».
Δεν μπορείς, δεν μπορώ να δώσω, ούτε ξέρω και ποιος τα καταφέρνει τελικά, με λέξεις το εμπειρικό συναίσθημα ότι έχεις συναντήσει στη ζωή σου κάποιες φορές ανθρώπους «ειδικού βάρους». Είναι ταυτόχρονα τόσο προσωπικό και τόσο δημόσιο αυτό το συναίσθημα του ειδικού βάρους, που καταλήγει να ζυγίζω τα εισαγωγικά. Και καθώς οι συνθήκες του αναθεματισμένου ιού δεν μας επιτρέπουν, κι είμαστε πάρα πολλοί, να τον αποχαιρετήσουμε όπως θα θέλαμε κι όπως θα του ‘πρεπε, ας αποθέσω εδώ σα λουλούδι, κομμένο από τον προσωπικό μου κήπο, το κρυφό παρατσούκλι, που ευτυχώς πρόλαβα να του το πω, κάνοντας πλάκα σε μια απ’ τις συνάξεις στο φουαγέ στον Περισσό. Τουίτ Τηλέτυπος. Γέλασε, όταν προσπάθησα να του εξηγήσω πως σήμερα πια, τα σχόλια του Τηλέτυπου, επί χρόνια στο οπισθόφυλλο του «Ριζοσπάστη», θα έκαναν θραύση στο twitter. Κι αντί να μ’ αποπάρει με τη γνωστή του άγρια ηρεμία, πάλι με μειδίαμα στο βλέμμα είπε «τώρα που το λες …αποσιωπητικά».
Καλό ταξίδι, σύντροφε.
Και μεταξύ μας, καλό τηλεκατευόδιο.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 23-24/1/2021