Τις πεθαμένες καλησπέρες δεν τις γούσταρε…
Υπήρχε περίπτωση να μην εκφράσει μοναδικά και ανεπανάληπτα αυτό το «δεν γουστάρω» που τόσες φορές…έχουμε και εμείς νιώσει και θέλουμε να το βροντοφωνάξουμε; Αυτό το δεν γουστάρω την αδιαφορία, την απάθεια, την ουδετερότητα, την υποκρισία…την απαξίωση αρχών και ιδανικών, τον ωχαδελφισμό, αυτόν το ζωντανό θάνατο των άχρωμων, άοσμων, αδιάφορων ανθρώπων;
Στον απόηχο της συναυλίας που οργανώθηκε από το ΚΚΕ, αφιερωμένης στον Δ. Μητροπάνο για τα 10 χρόνια από τον θάνατό του, δεν είναι και πολλά αυτά που μπορεί να προστεθούν, γιατί η τεράστια συμμετοχή του κόσμου είναι αυτή που τα είπε όλα. Γιατί μπορεί ο μέγας αυτός τραγουδιστής που η φωνή του εξέφραζε τους πόθους, τους καημούς, τα παράπονα, τα ασίγαστα πάθη, το δίκαιο, την περηφάνια, το πείσμα, τη λεβεντιά, με τον μοναδικό εκείνο τρόπο που άγγιζε την ψυχή όλων μας, μπορεί ο άνθρωπος αυτός 10 χρόνια τώρα να είναι απών, το συγκλονιστικό όμως ήταν ότι ακούγοντας ξανά τα τραγούδια του στο κατάμεστο γήπεδο του Πανιωνίου της Ν. Σμύρνης, νιώσαμε ότι ήταν εκεί δίπλα μας και σιγοτραγουδούσε μαζί μας, και έριχνε κι αυτός τις ζεμπεκιές του μαζί μας.
Προσωπικά, αυτό που θα πρόσθετα είναι τα λόγια του Μ. Πασχαλίδη για τις «πεθαμένες καλησπέρες» τραγούδι που τη μουσική και τους στίχους έγραψε ο ίδιος. Είπε λοιπόν: «Αυτό το τραγούδι το έχω πει εκατοντάδες φορές. Όμως, όσες κι αν το έχω πει αυτό το “δεν γουστάρω” του Μητροπάνου δεν κατόρθωσα ποτέ να το πω με τον τρόπο που το έλεγε εκείνος».
Και αναρωτιέμαι, ένας άνθρωπος που δεν έβγαλε ποτέ του τα όνειρα σε πλειστηριασμό, που την παρτίδα της ζωής του την έπαιξε μέχρι το τέλος με αξιοπρέπεια και περηφάνια, που με τον χάρο είχε γίνει φίλος, που το βαρύ σκοτείνιασμα εκείνου του φθινόπωρου χωρίς αγάπη λύγισε με την ερμηνεία του κάθε αντοχή μας, που ταξίδεψε μέσα στις θάλασσες των ματιών της, που ύμνησε όσο κανείς την αγάπη και το πάθος του έρωτα με μια μόνο λέξη, αυτό το «αλίμονο» σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν, υπήρχε περίπτωση αυτός ο άνθρωπος να μην εκφράσει βιωματικά το «πεθαμένες καλησπέρες δεν γουστάρω να μου πουν;»
Η ερμηνεία του Μητροπάνου πέρα από το πηγαίο του ταλέντο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το βίωμά του, με τον τρόπο ζωής και σκέψης του. Ο άνθρωπος λοιπόν που ύμνησε τόσο τη ζωή, που δεν φοβήθηκε τον θάνατο, με αυτή τη λεβεντιά να τον χαρακτηρίζει και να ανακλάται στον μοναδικό τρόπο που ερμήνευε τα τραγούδια του, υπήρχε περίπτωση να μην εκφράσει μοναδικά και ανεπανάληπτα αυτό το «δεν γουστάρω» που τόσες φορές σε πολλές στιγμές, αλλά και περιόδους της ζωής μας έχουμε και εμείς νιώσει και θέλουμε να το βροντοφωνάξουμε; Αυτό το δεν γουστάρω την αδιαφορία, την απάθεια, την ουδετερότητα, την υποκρισία, το προσωπείο, την τυπική ευγένεια, την απαξίωση αρχών και ιδανικών, τον ωχαδελφισμό, αυτόν το ζωντανό θάνατο των άχρωμων, άοσμων, αδιάφορων ανθρώπων;
Νομίζω πως μόνο αυτός που μέσα στα μάτια μας ήξερε να διαβάζει ό,τι με λόγια δεν μπορούσαμε να πούμε, μόνο αυτός ήξερε να αποδίδει με αυτή την ανεπανάληπτη φωνή όλο το βάθος, όλο το βάρος, αλλά και όλη αυτή την απελευθερωτική δύναμη που φέρει μέσα του αυτό το «δεν γουστάρω…».