To Φετινό Πάσχα
Φέτος, πενήντα επτά οικογένειες δεν θα βρίσκονται στα Πασχαλινά οικογενειακά τραπέζια, δεν θα ανταλλάξουν ευχές, δεν θα αγκαλιαστούν σφιχτά, δεν θα μιλήσουν για την Ανάσταση, παρά μόνο για την Σταύρωση…
Θα ερχόσουν και φέτος με μια βαλίτσα όνειρα για τις διακοπές του Πάσχα. Η μάνα σου σε περίμενε με λαχτάρα και ανυπομονησία. Μετρούσε καρτερικά. Τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα… Το μέτρημα συνεχίστηκε για μέρες. Μέρες πολλές, μέρες βουβές. Μα εσύ δεν φάνηκες, μα εσύ δεν ήρθες. Ο χρόνος σταμάτησε σε εκείνο το βαγόνι, σε εκείνο το τρένο του θανάτου. Σε εκείνη την κοιλάδα των Τεμπών…
Αλήθεια, πώς συνεχίζει κάποιος να ζει; Να ελπίζει; Να αναπνέει; Να προχωρά; Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί. Γίνεται; Συμβαίνει;! Και έπειτα, πώς κοιτάς αυτή τη μάνα στα μάτια; Μπορείς; Αντέχεις;
Φέτος, υπάρχει μούδιασμα. Φέτος, το Πάσχα για κάποιους θα είναι αλλιώτικο. Θα είναι Πάσχα Βουβό. Φέτος, πενήντα επτά οικογένειες δεν θα βρίσκονται στα Πασχαλινά οικογενειακά τραπέζια, δεν θα ανταλλάξουν ευχές, δεν θα αγκαλιαστούν σφιχτά, δεν θα μιλήσουν για την Ανάσταση, παρά μόνο για την Σταύρωση. Φέτος, πενήντα επτά οικογένειες θα βρίσκονται με κεριά αναμμένα πάνω από τα μνήματα και αιώνια πια θα κουβαλούν τον δικό τους σταυρό, τον δικό τους Γολγοθά και εκείνον τον Επιτάφιο του Ρίτσου: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω. Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις, άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης. Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια. Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα `ναι δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας(…)
Τα λόγια πλέον έχουν στερέψει. Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να έρθει η Ανάσταση της ελπίδας με την υπόσχεση πως όλοι εμείς θα γίνουμε η φωνή των χαμένων ψυχών και δεν θα αφήσουμε αυτό το έγκλημα να ξεχαστεί και να συγκαλυφθεί. Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να καταφέρουμε να παραμείνουμε αλώβητοι μέσα αυτή τη μόνιμη συνθήκη του «Πάμε και όπου βγει», της σήψης και δυσωδίας.
Καλό Πάσχα λοιπόν, με εκείνο το Ποίημα του Μιχάλη Γκάνα «Χριστός Ανέστη» από τη συλλογή «Μαύρα Λιθάρια» (1980, 3η Έκδοση 1993):
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοίταζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.
Ο ουρανός που λίγο πριν
αστροφορούσε
σ’άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο
Δυο βήματα απ’τη βρύση ο αδερφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
–Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.
Εικόνα: Έργο του Γιώργη Βαρλάμου