Το γεφύρι της Πλάκας και η κοροϊδία

Πρόκειται αν μη τι άλλο για ασέβεια προς την ιστορία και την παράδοση αυτού του τόπου να προβάλλεται ως «σπουδαίο επίτευγμα» η κατασκευή, το 2020, ενός πέτρινου γεφυριού – αντίγραφου, που έρχεται να «αποκαταστήσει» την εγκληματική αδιαφορία της επίσημης πολιτείας, που οδήγησε στο βίαιο θάνατο, την 1η του Φλεβάρη 2015, το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας…

Έχει σημασία πώς προβάλλεται από τα κυρίαρχα μέσα η ολοκλήρωση των εργασιών της ανακατασκευής του γεφυριού της Πλάκας. Οι λέξεις «σπουδαίο επίτευγμα» συμπληρώνουν ρεπορτάζ και αναρτήσεις που αναφέρονται στη διαδικασία που ξεκίνησε λίγες μέρες μετά την κατάρρευση του ιστορικού θρυλικού πετρογέφυρου των Τζουμέρκων και ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη-αυτοψία σήμερα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες εκδηλώσεις, πολλά «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ και τον ΜΚΔ, ως βασιλικότεροι του βασιλέως, έσπευσαν να ξεπεράσουν στον εντυπωσιασμό ακόμα και την επίσημη πολιτεία, που δια στόματος πρωθυπουργού αποκάλεσε με μετριοπάθεια το νέο γεφύρι «θαύμα πολιτιστικής κληρονομιάς». Πρόκειται αν μη τι άλλο για ασέβεια προς την ιστορία και την παράδοση αυτού του τόπου να προβάλλεται ως «σπουδαίο επίτευγμα» η κατασκευή, το 2020, ενός πέτρινου γεφυριού – αντίγραφου, που έρχεται να «αποκαταστήσει» την εγκληματική αδιαφορία της επίσημης πολιτείας, που οδήγησε στο βίαιο θάνατο, την 1η του Φλεβάρη 2015, το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας· το περίφημο κομψοτέχνημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής που σχεδίασε ο Κώστας Μπέκας και κατασκεύασε με το μπουλούκι του το 1866.

Το καινούργιο γεφύρι στην Πλάκα που επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό έργο, με συμβολική αξία, που για τη μελέτη και την κατασκευή του αξιοποιήθηκαν στο έπακρο η εκπληκτική εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, από τη θεμελίωση, τα δομικά υλικά-κονιάματα, και τα μηχανικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του, δίπλα στη γνώση και το μεράκι όλων όσων εργάστηκαν, από το σχεδιασμό του έργου, το χτίσιμο και μέχρι την οριστική αφαίρεση της σκαλωσιάς-καλουπιού. Για να γίνει κατανοητό το πόσο εξελίχτηκε η τεχνολογία στον ενάμισι αιώνα που ακολούθησε την κατασκευή του πρώτου, ιστορικού γεφυριού, φτάνει να σημειωθεί ότι στο εσωτερικό του νέου έχουν εντοιχιστεί ειδικοί αισθητήρες που θα καταγράφουν οποιαδήποτε αλλαγή στη «συμπεριφορά» του, στέλνοντας άμεσα τα σήματά τους σε καταγραφικό κέντρο πληροφοριών.

Όμως εκτός από τη σύγχρονη ανεπτυγμένη επιστήμη και τεχνολογία, οι μελετητές και κατασκευαστές του νέου γεφυριού είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν και πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο που χτίστηκε το πρωτότυπο. Πώς; Συλλέγοντας στοιχεία από τα κομμάτια του γκρεμισμένου γεφυριού, που σκέπαζαν τα νερά του Άραχθου μέχρι ειδικοί γερανοί να τα ανασύρουν, καθώς κάποια ζύγιζαν ακόμα και 400 τόνους. Ο κ. Γιώργος Σμύρης, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, εκπρόσωπος της Περιφέρειας Ηπείρου στην επιστημονική επιτροπή που ανέλαβε την «αποκατάσταση», όπως την αποκαλούν, του γεφυριού της Πλάκας και επικεφαλής των πρόδρομων εργασιών στο γεφύρι, είναι αποκαλυπτικός: «Έπρεπε να βρούμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας έδειχναν τον τρόπο κατασκευής. Μέσα στο πεσμένο γεφύρι ανακαλύψαμε πράγματα που ήταν έκπληξη και ταυτόχρονα δώρα, αφού δεν τα γνωρίζαμε καν. Βρήκαμε ξυλοδεσίες που δεν γνωρίζαμε ότι γίνονταν, μελετήσαμε τη γεωμετρία που εφαρμοζόταν τον 19ο αιώνα. Ήταν δώρο το ότι μπορούσαμε να δούμε ένα γεφύρι από μέσα!».

Για ποιο σπουδαίο επίτευγμα, λοιπόν, γίνεται λόγος; Αν η αξιοποίηση όλων των παραπάνω δεδομένων αποτελεί σπουδαίο επίτευγμα, τότε τι πρέπει να πούμε για το γεφύρι που σχεδίασε και έχτισε ο Κώστας Μπέκας, χωρίς τη συνδρομή επιτροπών κορυφαίων επιστημόνων, υπερσύγχρονων μηχανικών μέσων και δομικών υλικών που αγγίζουν την τελειότητα ως προς τις προδιαγραφές και τις αντοχές τους;  Ή μήπως λέγοντας σπουδαίο επίτευγμα εννοούν το γεγονός μια σύγχρονη πολιτεία ν’ αφήνει πρώτα τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της να καταστρέφονται και στη συνέχεια να τα «αποκαθιστά»; Θα τρίζουν τα κόκκαλα του πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα, του ανθρώπου που με τον σχεδιασμό και την κατασκευή του θρυλικού γεφυριού της Πλάκας επιτέλεσε ένα, πέρα από κάθε αμφιβολία, σπουδαίο επίτευγμα…

Φωτογραφία του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας που σχεδίασε ο πρωτομάστορας – λαϊκός αρχιτέκτονας Κώστας Μπέκας και έχτισε με το μπουλούκι του το 1866 – Κατέρρευσε την 1η του Φλεβάρη 2015…

Η κατασκευή του περίφημου γεφυριού της Πλάκας ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβρη του 1866. Τότε, μέρες που ξεκίναγαν τα πρώιμα πρωτοβρόχια, ο Τζουμερκιώτης πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας και το μπουλούκι των κιοπρουλήδων του (τεχνίτες ειδικευμένοι στο χτίσιμο γεφυριών – «κιοπρού» στα τούρκικα σημαίνει γέφυρα), παρέδιδαν στους κατοίκους της Πλάκας και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και στις μελλοντικές γενιές, το πιο εντυπωσιακό, πιο μεγάλο και πιο όμορφο μονότοξο γεφύρι που χτίστηκε ποτέ στην Ήπειρο κι ένα από τα πιο ξεχωριστά ολόκληρης της Ευρώπης. Το μήκος του έφτανε τα 61 μέτρα, το άνοιγμα του τόξου του τα 40,20 μέτρα και το ύψος του, ακριβώς στο κέντρο, άγγιζε τα 21 μέτρα, ενώ το πλάτος, στο ψηλότερο σημείο του τόξου, άνοιγε στα 3,20 μέτρα. Το γεφύρι είχε χτιστεί και καταρρεύσει δυο φορές, το 1860 και το 1863, πριν αναλάβει την κατασκευή ο λαϊκός αρχιτέκτονας Κώστας Μπέκας, ο οποίος είχε αποκλειστεί μέχρι τότε από την επιτροπή που διαχειριζόταν το έργο, λόγω του τολμηρού σχεδιασμού του γεφυριού που επιπλέον ανέβαζε και το κόστος κατασκευής.

Το γεφύρι της Πλάκας χτίστηκε μια εποχή που όπως έλεγε ο κόσμος τότε, «για να χτίσεις γιοφύρι πρέπει να πιάνει το χέρι και η καρδιά σου», με την επιστημονική γνώση να βρίσκεται στα σπάργανα, τα μηχανικά μέσα ανύπαρκτα, δομικά υλικά ό,τι παρείχε η φύση, και με τη γνώση, την τεχνική, το μεράκι, τον κόπο και, κάποιες φορές την ανθρώπινη θυσία να βαραίνουν  περισσότερο στη ζυγαριά, απ’ όσο στην εποχή μας, των μεγάλων έργων, των μεγάλων προϋπολογισμών και των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων. Το γεγονός ότι χτίστηκε σε μια περιοχή φτωχική κι απομονωμένη, μακριά από τη λάμψη του «πολιτισμένου» κόσμου, δεν μείωνε στο απειροελάχιστο το μέγεθος της αξίας του έργου. Κάποτε μια ομάδα μηχανικών της γαλλικής εταιρείας που κατασκεύαζε τον ισθμό της Κορίνθου (ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1880 και ολοκληρώθηκε το 1893), επιστρέφοντας από ένα ταξίδι τους στα Γιάννενα αντίκρισαν το γεφύρι κι έμειναν έκπληκτοι από τα χαρακτηριστικά του. Αμέσως ζήτησαν να μάθουν ποιος το έχτισε κι όταν συναντήθηκαν με τον Κώστα Μπέκα, για να τον τιμήσουν, του πρόσφεραν μια πολυτελή κορδέλα μέτρησης μήκους πέντε μέτρων με δερμάτινη θήκη, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για εκείνη την εποχή.

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας υπήρξε σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (1880-1912), αλλά και μεταξύ των περιοχών που έλεγχαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τη μια, και ο ΕΔΕΣ από την άλλη όχθη του Άραχθου. Δοκιμάστηκε αμέτρητες φορές και άντεξε, όχι μόνο απέναντι στα στοιχεία της φύσης, αλλά και στις μπάλες των κανονιών των Τούρκων το 1821-22 και το 1878, ενώ η καμάρα του πληγώθηκε βαριά από τις βόμβες των Γερμανοφασιστών καταχτητών το 1943-44, για να το επισκευάσουν στη συνέχεια οι μαστόροι της περιοχής.

Σ’ ένα μικρό κτίσμα, ακριβώς δίπλα στο γεφύρι, που λειτουργούσε ως τελωνείο, υπογράφτηκε η περίφημη συμφωνία της Πλάκας. Είχαν προηγηθεί αιματηρές μάχες μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, πριν πραγματοποιηθεί στο παλιό τελωνείο από 21 έως 29 Φλεβάρη του 1944, η Συνδιάσκεψη της Πλάκας με συμμετοχή των ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ και των Άγγλων, όπου, παρά την υπογραφή στις 29 του Φλεβάρη της ομώνυμης συμφωνίας, τορπιλίστηκε για ακόμα μια φορά από Άγγλους-ΕΔΕΣ η προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών στρατευμάτων εναντίον των ναζί καταχτητών.

Από κινητοποίηση ενάντια στην κατασκευή του φράγματος Αγίου Νικολάου που θα σκέπαζε με τα νερά του το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας

Το γεφύρι της Πλάκας άντεξε επίσης στην πολιορκία κι ενός άλλου βάρβαρου καταχτητή, του ιδιωτικού κέρδους. Τη δεκαετία του 1990 και στο όνομα της «ανάπτυξης», το έβαλαν στο μάτι πρώτα η ΔΕΗ και στη συνέχεια μεγάλη ιδιωτική κατασκευαστική εταιρία. Ο σχεδιασμός προέβλεπε την κατασκευή ενός μεγάλου υδροηλεκτρικού έργου που εκτός από την ανυπολόγιστη καταστροφή στο οικοσύστημα της περιοχής, με τα νερά του θα υπερκάλυπτε και θα εξαφάνιζε το ιστορικό γεφύρι, κόντρα στην άρνηση των κατοίκων των γύρω περιοχών και τις αρνητικές εισηγήσεις των επιστημονικών φορέων, και παρά την ανακήρυξή του από το υπουργείο Πολιτισμού σε «διατηρητέο μνημείο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας»… Το έργο πάγωσε μετά και τις αντιδράσεις και δεν προχώρησε. Το γεφύρι γλίτωσε μα δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα την εγκατάλειψη και την αδιαφορία των «αρμόδιων υπηρεσιών» και του κράτους.

Η εκκρεμότητα ως προς την κατασκευή του φράγματος λειτούργησε ως άλλοθι για το  κράτος και τις κυβερνήσεις που, κατά τα άλλα, με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου περνάνε κατά το δοκούν και στο άψε σβήσε αντιλαϊκούς νόμους, με αποτέλεσμα το γεφύρι να εγκαταλειφτεί αβοήθητο στα στοιχεία της φύσης, που βάθαιναν χρόνο με το χρόνο τις ήδη εμφανείς πληγές του.

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις κατοίκων και φορέων, παρά τις προειδοποιήσεις επιστημόνων και ειδικών, που επεσήμαναν και αναδείκνυαν τις ζημιές που είχε υποστεί το γεφύρι και  πρότειναν λύσεις, η επίσημη πολιτεία κώφευε. Τα συγκλονιστικά λόγια του Σπύρου Μαντά, ακούραστου μελετητή εκατοντάδων πετρογέφυρων σε Ελλάδα, Βαλκάνια και αλλού, με σημαντικό εκδοτικό και κινηματογραφικό έργο, το 2004, περιέγραφαν «προφητικά» την προδιαγεγραμμένη μοίρα του γεφυριού της Πλάκας: «Δυστυχώς, με την αδιαφορία να περισσεύει και με το οποιοδήποτε κέρδος να θεοποιείται, δεν υπάρχει ελπίδα για το γεφύρι της Πλάκας. Άλλωστε, εγκαταλειμμένο τόσα χρόνια, αν δεν πνιγεί, σίγουρα θα καταρρεύσει»…

Πριν την κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας: Παραπάνω από εμφανείς οι πληγές στο νεροφαγωμένο βάθρο του

Έτσι, το ξημέρωμα της 1ης του Φλεβάρη 2015, το ιστορικό πετρογέφυρο έπαψε ν’ αντέχει. Λύγισε μπροστά στη μανία των ορμητικών νερών του φουσκωμένου Άραχθου, γκρεμοτσακίστηκε κι έγινε κομμάτια, κι έμειναν ακρωτηριασμένα τα άκρα του να χάσκουν προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσουν το κενό που άφηνε πίσω του το, βυθισμένο στα νερά, σμπαραλιασμένο κουφάρι του τόξου.

Και τότε, όλοι αυτοί που για χρόνια είχαν γυρισμένη την πλάτη στις εκκλήσεις για προσοχή και βοήθεια, όλοι αυτοί που έκλειναν τ’ αυτιά τους στις φωνές αγωνίας για την επερχόμενη καταστροφή του γεφυριού, κουνήθηκαν κι εμφανίστηκαν σαν τεθλιμμένοι συγγενείς σε εξόδιο ακολουθία: Υπουργείο Πολιτισμού, Περιφέρεια, βουλευτές, δήμαρχοι, χορηγοί επιχειρηματίες. Όλοι αυτοί που αρνούνταν να διαθέσουν – ή να πιέσουν σθεναρά για να διατεθούν – μερικές χιλιάδες ευρώ, που θα επούλωναν τις πληγές του ιστορικού γεφυριού, έτσι ώστε να σταθεί ξανά με σιγουριά στα πόδια του, εμφανίστηκαν να ξορκίζουν το κακό και να δίνουν όρκους ότι σύντομα το γεφύρι θα στεκόταν ξανά στα πόδια του, κάνοντας λόγο για στοίχημα που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί.

Το στοίχημά τους μπορεί να το κέρδισαν. Αυτό που όμως έχασε για μια ακόμα φορά η επίσημη πολιτεία και οι εκπρόσωποι-λειτουργοί της, ήταν η ευκαιρία ν’ αποδείξουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτιστική κληρονομιά των φτωχών και υποβαθμισμένων Τζουμέρκων και ότι διαθέτουν φιλότιμο και αξιοπρέπεια. Ματαίως περίμεναν οι ρομαντικοί… Βλέπεις, ένα πετρογέφυρο δεν είναι γέφυρα να της βάλεις τσουχτερά διόδια, δεν είναι μουσείο ή αρχαιολογικός χώρος να του βάλεις πανάκριβο εισιτήριο, δεν είναι καν ιδιόκτητο κτίσμα να το χαρατσώνεις… προσωρινά επί εφτά συνεχόμενα χρόνια… Με λίγα λόγια δεν υπήρχε περίπτωση να αποφέρει έσοδα για να κάνει συμφέρουσα μια τέτοια «επένδυση»… Η πολιτεία που πίσω από την καραμέλα της έλλειψης κονδυλίων, παρά το μάτωμα του λαού από το ρήμαγμα των μισθών και των συντάξεών και την άγρια συνεχόμενη φορολογία, προσπαθεί να καλύψει το πραγματικό της πρόσωπο, πότε αποκρύπτοντας ή παραχαράσσοντας την ιστορία του τόπου και πότε «υπηρετώντας» την ιστορία και τον πολιτισμό με έργα βιτρίνας και εντυπωσιασμού και την πολιτιστική κληρονομιά με τη λογική κόστους – οφέλους. Η ίδια πολιτεία που κλείνει τ’ αυτιά της στους φορείς των καλλιτεχνών και των επιστημόνων, ανοίγοντας ταυτόχρονα διάπλατα δρόμους στις ιδιωτικές εταιρείες, τους επιχειρηματικούς ομίλους, τα διάφορα «φιλάνθρωπα» ιδρύματα και χορηγούς κλπ.

Ας μας συγχωρήσει, λοιπόν, τη διαφωνία η σεβαστή κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη (διδάκτωρ αρχιτέκτονας, γενική διευθύντρια Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του υπουργείου Πολιτισμού, με κομβικό ρόλο στον συντονισμό όλων των φορέων που ενεπλάκησαν στην κατασκευή του νέου γεφυριού της Πλάκας) με όσα δήλωσε: «Το υπουργείο Πολιτισμού μίλησε για αποκατάσταση του γεφυριού και όχι για ανακατασκευή. Το γεφύρι είναι το ίδιο. Με τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια τεχνική στην κατασκευή».

Όχι, το γεφύρι στην Πλάκα που επισκέφτηκε σήμερα ο πρωθυπουργός δεν είναι το ίδιο. Ας μη προκαλούν την κοινή λογική οι ειδικοί και οι αρμόδιοι και ας μην πληγώνουν περισσότερο όσους πόνεσαν αληθινά για τον βίαιο, μα όχι αναπόφευχτο, θάνατο του ιστορικού πετρογέφυρου της Πλάκας. Ας μη προσπαθούν να κοροϊδέψουν αυτούς που περπάτησαν με δέος στη ράχη του. Και ας μη υποτιμούν όσους αρνούνται να αποδεχτούν και να συμβιβαστούν με την «κανονικότητα» των κοινωνικών ανισοτήτων και του απάνθρωπου κυνηγιού του κέρδους, που θέλει περιοχές υποβαθμισμένες και ανθρώπους υποταγμένους, αποκομμένους από την αληθινή παράδοση, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου τους και της πατρίδας τους.

Η αλήθεια είναι δύσκολο ν’ αποκρυφτεί. Το νέο γεφύρι στην Πλάκα, πράγματι στέκει όμορφο και εντυπωσιακό, «στεφανώνοντας» μετά από πέντε χρόνια ξανά τα νερά του Άραχθου. Θα είναι όμως πάντα ένα άψυχο αντίγραφο, που θα συμβολίζει ανά τους αιώνες την αντίληψη της σημερινής κυρίαρχης τάξης για την πολιτιστική κληρονομιά του λαού μας, που την προσφέρει θυσία στο βωμό του κέρδους και των εντυπώσεων.

 

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: ethnos.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: