Το γράμμα, το νησί και το παιδί…
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα…
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα… λέει το τραγούδι που δεν δυστύχησε να το πούμε ποτέ, ευτυχώς, τραγουδάκι. Κι έχει κολλήσει στο κεφάλι μου ετούτες τις μέρες που η χώρα με επιχορηγούμενα φωτάκια έχει μπει ταυτόχρονα σε δυο πόρτες – αίθουσες. Στη μια οι γιορτές, κυρίως της αγοράς και της μοναξιάς των ξεχασμένων κι απ’ τον αγέννητο θεό τους. Στην άλλη, η αίθουσα προπαρασκευής του, πάντα προσοδοφόρου για τους επιτήδειους, εμπόλεμου κλίματος με την Τουρκία, μόλις δεκατέσσερις μήνες πριν από την 200ή επέτειο του 1821, με το κρασί τ’ αθάνατό του να έχει τυπικώς εμφιαλωθεί και να βγαίνει σε δημοπρασία εντυπώσεων.
Αυθόρμητα βάζω στο επίκεντρο της κατευθυνόμενης σημασιολογίας των δηλώσεων στήριξης και των αερολογιών υποστήριξης του μηχανισμού παραγωγής εργαλείων χειραγώγησης των μαζών, ένα νησί κι ένα παιδί. Έτσι αυθαίρετα και εντελώς πραγματικά όμως, για να κρατήσω τη λογική στη θέση της και την καρδιά στην ανθρώπινή της συμβολική μορφή.
Σκέφτομαι πόσος λόγος γίνεται για την Κρήτη, λόγου χάριν. Τη μεγαλόνησο που απειλείται για τον πλούτο των φυσικών της πόρων, τη γεωστρατηγική της σημασία, τα χωρικά της ύδατα στην καρδιά της γόνιμης μεσογειακής λεκάνης κι άλλα τέτοια που περισσεύουν στη ρητορεία των ημερών. Αλλά τη σκέφτομαι αλλιώς. Δηλαδή όπως κάθε άλλο νησί έστω φτωχότερο και χωρίς τα καλούδια της. Τη βλέπω κάθε μέρα, να βασανίζεται από ανύπαρκτους οδικούς άξονες ασφαλείς κι επαρκείς. Με ηλεκτροδότηση στην κόψη του ξυραφιού. Με νερό λιγότερο απ’ τις ανάγκες της γης. Με τουρισμό πολλών ταχυτήτων, ανεξέλεγκτο και συνάμα εξαρτημένο απ’ τα κανόνια που βαράνε, όχι οι οχτροί, αλλά τα τουριστικά μονοπώλια τύπου «Κουκ» που καταλήγουν σε κουκουρούκου επενδύσεις. Τη βλέπω να συμμετέχει σε κάθε επιδρομή στη Μέση Ανατολή εξαιτίας της Σούδας – βάσης της και συνάμα να προσπαθεί να μην αγωνιά για την επιδρομή φίλων και συμμάχων στα δικά της νερένια οικόπεδα. Τη βλέπω να πνίγεται σε μια νεροποντή, να επισκευάζει σχολεία άρον – άρον, που έμειναν αφρόντιστα επί δεκαετίες, να παλεύει με το δάκο για το λάδι της με επιδοματικές ευρωμπαλωθιές κι άλλα τέτοια νησιωτικά. Κι αναρωτιέμαι αν ο εχθρός είν’ ο σεισμός, απρόβλεπτος και φονικός, με τι υποδομές θ’ αντισταθεί, όπως και κάθε άλλο νησί λιγότερο οπλισμένο και πιο αποκομμένο συγκοινωνιακά απ’ την ενδοχώρα της πατρίδας;
Ύστερα σκέφτομαι τον μικρομαγαζάτορα της γειτονιάς. Που φυτοζωεί δουλεύοντας σκυλίσια μες στις κρίσεις και μοιάζει σκοτεινός όσο κι επιβιωτικός. Και δεν τολμάω να τον ρωτήσω πώς πάνε οι δουλειές, γιατί ξέρω. Ξέρω πως πρέπει να χειρουργήσει το τετράχρονο παιδί του στο εξωτερικό. Σπάνια συμφορά τον βρήκε και δεν είναι αντιμετωπίσιμη εδώ. Και δεν εγκρίνει το ΤΕΒΕ την εγχείρηση στο εξωτερικό. Και θα το πάει το Γενάρη, όπου του είπαν ότι έχει γιατρειά, Γερμανία μεριά, με χιλιάρες ευρώ καμιά εξηνταριά… Δυο δεκάρες στην πάντα δεν φτάνουν, να ξεπουληθεί σπίτι και μαγαζί, για να σωθεί – και μπορεί – το παιδί, να μην τυφλωθεί μεσογιορτής.
Σε ποιο αγιοβασίλικο γράμμα λοιπόν να γράψω ένα, ιεραρχημένο κι άναρχο συνάμα, κατεβατό από κατάρες ανάμεικτες μ’ ευχές για τις φετινές γιορτές που είναι διαφορετικές για κάθε νησί, για κάθε παιδί, όσο το γάλα πάει με ψέματα μεγάλα περί ομοψυχίας κι άλλα τέτοια ανέσωστα κι ανέστια παράλογα… Τη συνέχεια των στίχων του τραγουδιού με το οποίο άρχισα, την αφήνω για του χρόνου τέτοιες μέρες.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 14-15/12/2019