Των οικιών ημών εμπιπραμένων…
Το πιο εξοργιστικό είναι πως στις μέρες μας, όπου όλοι γκουγκλάρουν και μετατρέπονται σε παντογνώστες, λείπουν με ευθύνη του κράτους η γνώση και οι προδιαγραφές απλών προβλεπτικών κανόνων επιβίωσης στην επικυριαρχία του καπιταλισμού και της βαρβαρότητας που συνεπάγεται.
Πάνε πάνω από τριάντα χρόνια που ξεσπάει μια τρομερή πυρκαγιά στο Λουτράκι. Την καλύπτω δημοσιογραφικά, μένω δυο – τρεις μέρες επιτόπου, σε εποχές που το ρεπορτάζ των εφημερίδων προσέφερε την πολυτέλεια να μην ασθμαίνεις σε στείρα παράθεση δεδομένων για να βγει εντυπωσιακός διαδικτυακός τίτλος.
Αυτό που με είχε παραλυτικά εντυπωσιάσει και εσωτερικά εξοργίσει κι αποτυπώθηκε σε μια φωτογραφία και μια λεζάντα, ήταν η εξοργιστική, όπως φάνταζε στα νεανικά μου μάτια, απάθεια τουριστών, κυρίως Ελλήνων, που είχαν ασφυκτικά γεμίσει τα καφέ και τα εστιατόρια της παραλίας και χάζευαν τις πύρινες γλώσσες στο βουνό μπροστά τους. Φωτογραφίζονταν, ακόμα και τότε που δεν υπήρχαν οι σέλφι, χασκογελούσαν και διασκέδαζαν, βοηθούντος και του ανέμου, που δεν τους έπνιγε, καθώς έστελνε τη φωτιά ως το μοναστήρι του όσιου Πατάπιου.
Τότε ακόμα άντεχε η δημοσιογραφική πρακτική να παρακολουθείς μια μεγάλη είδηση και τις επόμενες μέρες για μεγάλο διάστημα που στη γλώσσα του επαγγέλματος λέγεται και «φόλοου απ», παρακολούθημα. Θυμάμαι να έχω χρησιμοποιήσει τη λέξη «υποβρύχιο» στον τίτλο και τη λεζάντα, αναφερόμενη στη βανίλια μαστίχα σε παγωμένο νερό ή βυσσινάδα, ζαχαροπλαστική πολυτέλεια της εποχής, σήμερα απολύτως ντεμοντέ, για να καταχεριάσω την έλλειψη κουλτούρας αλληλεγγύης και συναγερμού μιας κοινωνίας, που τη θεωρούσα, καθόλου αφελώς, απαραίτητη προϋπόθεση για να πάει ο κόσμος μπροστά. Οχι ότι οι συνθήκες ευνοούσαν πανικό και μαζική έξοδο, αλλά το όλο σκηνικό της επιδεικτικής οχαδερφίστικης αταραξίας, με φόντο τη λεγόμενη συνηθισμένη έκφραση ως και σήμερα «δαντική κόλαση», με είχε εξοργίσει κι έτσι έγινα κι αποδέκτης δημοσιογραφικής …αντιπολίτευσης από κάποιους που θεώρησαν ότι παρατράβηξα το σχοινί της κριτικής.
Αυτή η έλλειψη κουλτούρας υγιούς κοινωνικού συναγερμού, αυτό το κλασικό, απεχθές, «των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν» παραμένει αμετακίνητο στο ιδεολογικό φυλλοκάρδι μου, ακόμα και τώρα, μετά την τραγωδία στο Μάτι και μετά τους πανηγυρισμούς για κάθε φωτιά, για κάθε εμπρησμό που δεν κοστίζει σε ζωές, επειδή έχει παγιωθεί και εξαντλείται σε μεγαλόστομες αναλύσεις περί κλιματικής αλλαγής, αλγόριθμους καυσιολογίας και μελό υπερτονισμού των υπεράνθρωπων προσπαθειών των πραγματικά ηρωικών πυροσβεστών που καταφέρνουν τόσα πολλά με ελάχιστα ή και καθόλου μέσα.
Η εύκολη κριτική, η εύκολη αντιπολίτευση και η ακόμη ευκολότερη συμπολίτευση εδώ και δεκαετίες τρέφονται κυριολεκτικά όπως οι φλόγες από τα ξερόχορτα και τον καύσωνα, από ένα πλήθος πολιτών – ψηφοφόρων, που δεν ξεσηκώνονται, δεν απαιτούν, δεν απειλούν με σοβαρό πολιτικό κόστος τους εκάστοτε αρμόδιους και υπεύθυνους, όχι μόνο για την αντιμετώπιση, αλλά και για την πρόληψη των πυρκαγιών και των συνεπειών τους.
Και δεν μιλάω μόνο για την έλλειψη σε αεροπλάνα, οχήματα, προσωπικό, σύγχρονο ηλεκτρονικό υλικό δασοπροστασίας και πυρόσβεσης. Μιλάω για την παιδεία. Στην πιο διασταλτική της ερμηνεία. Την εμφύσηση στον πληθυσμό της αντίληψης ότι η «ζημιά» δεν είναι κάτι που σε αφορά μόνο όταν κινδυνεύεις ο ίδιος και η περιουσία σου. Είναι που λείπει με αστική πολιτική ευθύνη η επένδυση στη γνώση, και κυρίως την επίγνωση της παγίδευσης των μαζών σε ατομικές λύσεις γενικών προβλημάτων και ευκολότερα προβλέψιμων στις μέρες μας καταστροφών κάθε λογής.
Είναι που πάνω από μισό αιώνα τώρα η μαζικότητα των κινημάτων και των αντιδράσεων, η έμπρακτη αντίσταση στην κάθε λογής μαζική απειλή έχει υποχωρήσει δραστικά, έχει απαξιωθεί και συκοφαντηθεί ως αναποτελεσματική κι έχει περιβληθεί την υποκριτική μορφή μιας απέραντης σχολιογραφικής εκτόνωσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το πιο εξοργιστικό είναι πως στις μέρες μας, όπου όλοι γκουγκλάρουν και μετατρέπονται σε παντογνώστες, λείπουν με ευθύνη του κράτους η γνώση και οι προδιαγραφές απλών προβλεπτικών κανόνων επιβίωσης στην επικυριαρχία του καπιταλισμού και της βαρβαρότητας που συνεπάγεται. Ετσι μπορείς να καείς στο ίδιο σου το σπίτι επειδή τα στόρια στα παράθυρα είναι πια ηλεκτρικά, και ούτε αυτός που στα ‘βάλε, ο επαγγελματίας, ούτε εσύ που τα πλήρωσες, ο καταναλωτής, σκέφτηκες και απαίτησες εναλλακτική, άμεση και απλή, σε περίπτωση που κοπεί το ρεύμα για οποιονδήποτε λόγο…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 17/18-8/2019