Τσέπη unplugged*
Θα πει κάποιος ότι η Τέχνη δεν είναι σουβλάκια και θα ’χει δίκιο. Απευθύνεται, όμως, ή θα έπρεπε να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε αυτούς που δεν δυσκολεύονται να γεμίζουν το στομάχι τους – Oι χώροι συναυλιών και οι σκηνές μπορεί να γεμίζουν αλλά πόσους τελικά αφορούν;
Τις προάλλες γίναμε θεατές ενός ρεπορτάζ από σουβλατζίδικο της Θεσσαλονίκης. Ο μαγαζάτορας είχε ετοιμάσει 100 «μπαμπάτσικα» (έτσι τα χαρακτήρισε ο δημοσιογράφος) σάντουιτς που θα πρόσφερε δωρεάν σε όποιον θα έμπαινε την επόμενη ώρα στο μαγαζί και δεν είχε να πληρώσει. Πριν καλά-καλά προλάβουμε να σκεφτούμε ότι ο επιχειρηματίας εξασφάλισε από το κανάλι έμμεση διαφήμιση, ήρθε η αναφορά από τον δημοσιογράφο ότι το ίδιο σουβλατζίδικο, κάθε βδομάδα, την ίδια μέρα, προσφέρει έκπτωση 50% στους άνεργους, ό,τι κι αν καταναλώσουν, όσο λογαριασμό κι αν κάνουν. Και κάπου εκεί έγινε η αποφώνηση χωρίς να μάθουμε ούτε ποιο είναι αυτό το σουβλατζίδικο, ούτε το όνομα του επιχειρηματία.
Θα πει κάποιος ότι η Τέχνη δεν είναι σουβλάκια και θα ’χει δίκιο. Απευθύνεται, όμως, η Τέχνη, ή θα έπρεπε να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε αυτούς που δεν δυσκολεύονται να γεμίζουν το στομάχι τους. Γιατί είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να πηγαίνεις στο θέατρο ή σε συναυλίες αν δυσκολεύεσαι να καλύψεις άλλες βασικές ανάγκες. Ακόμα και την περίοδο των γιορτών, που η κατευθυνόμενη από εμπορικά συμφέροντα και με ημερομηνία λήξης τεχνητή λάμψη «χαράς και ευτυχίας» δεν λύνει το πρόβλημα παρά το κάνει πιο βασανιστικό. Για τους πολλούς. Για εκείνους που ένα ακόμα δικαίωμα, αυτό της ψυχαγωγίας αλλά και της διασκέδασης, έχει χαθεί ή έχει γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, πολυτέλεια.
Πολλές αξιόλογες μουσικές παραστάσεις και αφιερώματα σε μεγάλα θέατρα-χώρους συναυλιών, διαφημίζονται αυτόν τον καιρό. Κοιτάζεις όμως τις τιμές των εισιτηρίων και σε πιάνει ίλιγγος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σειρά παραστάσεων «Δυο φωνές, με μια καρδιά» (Νταλάρας – Πρωτοψάλτη) στο Θέατρο Παλλάς όπου τα εισιτήρια ξεκινούν από 25 ευρώ (λίγα στο σύνολο) και φτάνουν τα 80 ευρώ. Αλλού, όπως «Τα ζεϊμπέκικα του Στέλιου» (Κότσιρας, Μπάσης, Διονυσίου) ή «Η Ορχήστρα Μότσαρτ της Βιέννης» στο Christmas Theater, για να κλείσεις θέση σε κάποιο αξιοπρεπές σημείο πρέπει να βάλεις πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Αλλά και εκδηλώσεις σε μικρότερους χώρους δεν μένουν αλώβητες από το κύμα της ακρίβειας που σαρώνει τα πάντα όπως φαίνεται. Για παράδειγμα τα 20 ευρώ (μια τιμή) εισιτήριο για το live «Φοίβος Unplugged» στο Θέατρο Θησείον. Όχι πως δεν τα αξίζει το έργο και η πορεία του Φοίβου Δεληβοριά – το αντίθετο. Επιπλέον αναφερόμαστε σε έναν καλλιτέχνη με συγκεκριμένο στίγμα ευδιάκριτο εδώ και χρόνια, όπως και η πλευρά που ο ίδιος έχει επιλέξει στις μάχες στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ δεν είναι λίγες οι συμμετοχές του, αφιλοκερδώς, σε συναυλίες με εργατικό, κοινωνικό – κινηματικό χαρακτήρα. Όμως, χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τον αγαπημένο μας Φοίβο, αλλά με αφορμή τον ίδιο και άλλους καλλιτέχνες που έχουν αποδείξει ότι και συνειδητοποιημένοι είναι και ευαισθητοποιημένοι, θεωρούμε πως η τιμή του εισιτηρίου στις εμφανίσεις τους θα πρέπει να αφορά και τους ίδιους. Γιατί, οι χώροι συναυλιών και οι σκηνές μπορεί να γεμίζουν αλλά πόσους τελικά αφορούν;
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται μια επισήμανση: Στο ήδη ακριβό, σε σχέση με το κόστος ζωής, εισιτήριο, είναι κοροϊδία αυτό που συμβαίνει με τα εισιτήρια «ανέργων, φοιτητικά, ΑΜΕΑ, άνω των 65» (όλοι στην ίδια κατηγορία!) στα περισσότερα θέατρα και μουσικές σκηνές (όπου διατίθεται μειωμένο εισιτήριο). Όταν για παράδειγμα χρεώνεις το «κανονικό» 18 ευρώ και το μειωμένο 15, αυτό θεωρείται εκπτωσούλα για να βγει… η υποχρέωση και όχι ουσιαστική ελάφρυνση-διευκόλυνση για έναν άνεργο ή φοιτητή, ας πούμε, που δεν έχουν εισόδημα. Και αν κάποιος ισχυριστεί ότι τα θέατρα και οι μουσικές σκηνές είναι επιχειρήσεις με έσοδα-έξοδα και όχι «φιλανθρωπικά ιδρύματα», ας αναρωτηθεί, αν δεν είναι ο ίδιος ο επιχειρηματίας που το λέει, και για τον ρόλο και τη θέση της Τέχνης και σε ποιους τελικά απευθύνεται μέσα σε όλο αυτό το αλισβερίσι, και ας ψάξει για τα παραδείγματα που αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα. Σκοπίμως διαχωρίζουμε περιπτώσεις (που όμως δεν είναι λίγες) όπως αυτή ιστορικού θεάτρου στο κέντρο, που η συντριπτική πλειοψηφία των εισιτηρίων κοστίζουν από 20 έως 45 ευρώ, ενώ διατίθενται και κάποια στα «ορεινά» με 15 (για «ξεκάρφωμα»;). Εδώ το ερώτημα που προαναφέρθηκε απαντάται, νομίζουμε, πιο καθαρά…
Σε εκείνον που καλοπροαίρετα θα αναρωτηθεί αν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει 20, 25, 30 ευρώ να πληρώσει για να πάει μια φορά σε κάποια εκδήλωση, η απάντηση (καλοπροαίρετη και αυτή) είναι να προσπαθήσει να δει πέρα από το μικροπεριβάλλον του: Ναι, και δεν είναι λίγοι. Ακόμα όμως και αν το καταφέρουν, δεν θα έπρεπε να είναι το «μια φορά» το ζητούμενο.
Θλιβερή διαπίστωση, με τον καιρό ο απλός καθημερινός άνθρωπος να απομακρύνεται (όχι πάντα με τη θέλησή του) όλο και περισσότερο από εκεί που δημιουργείται, που παράγεται, που εκφράζεται η Τέχνη, καθώς έχει να αντιμετωπίσει όλο και περισσότερα ζητήματα που αφορούν κατά προτεραιότητα την επιβίωσή του. Η ζωντανή επαφή φθίνει ενώ αυξάνεται η μάζα των ανθρώπων που η -όποια- σχέση τους με τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη, τον τραγουδιστή, τον μουσικό (για να μην αναφερθούμε και σε άλλες μορφές Τέχνης που δεν προβάλλονται όσο η μουσική και το θέατρο…), περιχαρακώνεται στα πλαίσια μιας ατομικής οθόνης ή ενός ζευγαριού ακουστικών. Ο σκοπός των εμπόρων της Τέχνης είναι γνωστός (βλ. κέρδος), οι -πολύ άσχημες έως τραγικές για τους πολλούς- οικονομικές συνθήκες είναι και αυτές γνωστές, και τις βιώνει άλλωστε στον ένα ή στον άλλο βαθμό και η μεγάλη μάζα των καλλιτεχνών. Η θέση των τελευταίων όμως, η στάση των δημιουργών, των εργατών – κοινωνών της Τέχνης πρέπει κι αυτή να γίνει διακριτή και η φωνή τους να ακουστεί.
Το ζήτημα της τιμής των εισιτηρίων στον χώρο του ακροάματος – θεάματος δεν «πιάνεται» στην ολότητά του σε ένα άρθρο. Πριν, όμως, τοποθετηθεί κανείς θα πρέπει να διαχωρίσει πρώτα απ’ όλα, και ξεκάθαρα, το μικρό θέατρο ή τη μικρή μουσική σκηνή, που αγωνίζονται να επιβιώσουν χωρίς εξαρτήσεις και καλλιτεχνικές και ηθικές εκπτώσεις, από τους επιχειρηματίες και τις εταιρείες που με ή χωρίς καλλιτεχνική επίφαση επιδιώκουν σταθερά το κέρδος. Και να έχει συνειδητοποιήσει ότι στην κοινωνία που ζούμε η Τέχνη (και αυτό που πολλές φορές παρουσιάζεται ως «Τέχνη») αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα και, κατά κανόνα, πουλιέται και αγοράζεται όπως τα σουβλάκια.
*Unplugged θα πει βγαλμένο από την πρίζα, αποσυνδεδεμένο – Τσέπη unplugged: Άδεια τσέπη (μτφ.)