Τζορτζ Φλόιντ, θα είσαι ο τελευταίος;
Τα πόδια των «αληθινά φτωχών» έμαθαν να βαδίζουν για τα καλά στους δρόμους τις τελευταίες μέρες, δείχνοντας έτοιμα όχι μόνο να μην αφήσουν ξανά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να τσαλαπατηθεί, αλλά και να μεταδώσουν προς κάθε κατεύθυνση πως δεν έχουν σκοπό να συνεχίσουν να θυσιάζονται στον βωμό των συμφερόντων της άρχουσας τάξης – λευκής και έγχρωμης.
Στους δρόμους, εκεί χτυπάει η καρδιά των εξελίξεων τις τελευταίες μέρες στην Αμερική. Εκεί γράφεται η ιστορία, χαράζονται οι προοπτικές, πραγματοποιούνται οι ζυμώσεις και μπαίνουν τα θεμέλια των κοινωνικών αλλαγών.
Ανέκαθεν, άλλωστε, στους δρόμους έβγαιναν και διαδήλωναν οι αδικημένοι, όλοι εκείνοι που ασφυκτιούν μέσα σε έναν κόσμο που καταπιέζει τις δυνατότητές τους και τους επιβάλει να σέρνονται στη ζωή χωρίς δικαιώματα, ελπίδες και επιλογές.
Από την άλλη μεριά, βρίσκονται οι προνομιούχοι, εκείνοι που κοιτούν τους φτωχοδιάβολους αφ’ υψηλού, που φοβούνται όταν τους βλέπουν να οργανώνονται, να διαδηλώνουν, να διεκδικούν έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις, με ισότητα και ελευθερία.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι, διαμετρικά αντίθετοι, δύο κόσμοι σε διαρκή σύγκρουση, σε ανειρήνευτη πάλη, όπου ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλον, ρίχνοντάς τον στο καναβάτσο. Αυτοί οι κόσμοι συγκρούονται κι αυτή τη φορά στην Αμερική, με τους μεν να υψώνουν τις γροθιές τους στους δρόμους και τους δε να καταφεύγουν σε υψίστης ασφαλείας καταφύγια, ξεφυσώντας ανακουφισμένοι κάθε φορά που η αστυνομία διαλύει τα πλήθη.
Τα πόδια των «αληθινά φτωχών»
Η αγανάκτηση απέναντι σε μία ακόμη δολοφονία Αφροαμερικανού είναι αυτή που ενώνει τις φωνές χιλιάδων ανθρώπων που διαδηλώνουν ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βία σε όλο τον κόσμο. Όπως η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, όμως, δεν είναι η πρώτη, έτσι δεν είναι και η πρώτη φορά που ο κόσμος διαδηλώνει μαζικά στους δρόμους, αφού οι αιτίες που πυροδοτούν κάθε φορά την κοινωνικό αναβρασμό είναι άρρηκτα συνυφασμένες με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Πολλοί ελπίζουν πως η δολοφονία αυτή θα καταφέρει να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές και βελτιώσεις όχι μόνο στην καθημερινότητα χιλιάδων Αφροαμερικανών, αλλά σε όλους τους ανθρώπους που βιώνουν με τον πιο σκληρό τρόπο την καταπίεση και την εκμετάλλευση ενός συστήματος που κονιορτοποιεί κάθε έννοια αλληλεγγύης και ανθρωπιάς και έχει ως προμετωπίδα του το αχαλίνωτο κυνήγι του κέρδους.
Άλλοι, πάλι, παρότι συμμερίζονται τις ίδιες αγωνίες για την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής και νιώθουν το ίδιο σφίξιμο και τον ίδιο αποτροπιασμό κάθε φορά που βλέπουν το βίντεο της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ, έχουν την άποψη πως οι μέρες θα περάσουν και η δολοφονία θα πάψει να αποτελεί ικανή συνθήκη για να συνεχίσει να πυροδοτεί διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Φέρνουν στη μνήμη τους αντίστοιχα περιστατικά, όπως τη δολοφονία του Έρικ Γκάρνερ το 2014 ή τη δολοφονία του Φιλάντο Καστίλε το 2016, γνωρίζοντας πως ο θυμός και η αγανάκτηση αποσυμπιέζονται εύκολα, ειδικά όταν είναι συγκεχυμένος ο στόχος και δεν είναι ξεκάθαρος ο εχθρός.
Η ευθύνη για να γίνουν όλα αυτά πιο ευδιάκριτα βαραίνει την πλάτη των κομμάτων που πρεσβεύουν την ανατροπή του συστήματος που προκαλεί διακρίσεις, φτώχεια και ανισότητες. Αυτά οφείλουν να αποσαφηνίσουν τις βαθύτερες αιτίες που κρύβονται πίσω από τη δολοφονία και να χαράξουν τον δρόμο προκειμένου να πάψουν οριστικά να υφίστανται «άνθρωποι – απόβλητα». Μία γερμανική παροιμία λέει πως «οι δυνατοί έχουν θέληση, οι αδύναμοι έχουν ελπίδα». Η ευθύνη των κομμουνιστικών κομμάτων και των απανταχού προοδευτικών δυνάμεων είναι να κάνουν τη θέληση και την ελπίδα να συμβαδίσουν.
Το γεγονός πως είναι αρκετοί όσοι παραμένουν σκεπτικοί απέναντι στη εξέλιξη που θα μπορούσαν να πάρουν οι διαμαρτυρίες που πραγματοποιούνται αυτή την περίοδο στην Αμερική, έχει να κάνει με το ότι στη χώρα του «καπιταλιστικού παραδείσου» δεν υπάρχει πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να οργανώσει τον κόσμο έτσι ώστε να πολιτικοποιήσει τον αγώνα του απέναντι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αν όντως έχουν δίκιο, αν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ δεν μπορέσει να προκαλέσει τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που έχει ανάγκη η Αμερική (και όχι μόνο αυτή), τότε σύντομα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα ερώτημα με το οποίο έχουμε αναμετρηθεί πολλάκις στο παρελθόν: τι άλλαξε ύστερα από ένα ακόμα στυγερό ταξικό έγκλημα;
«Τίποτα», θα ισχυριστούν πολλοί απογοητευμένοι, ενώ άλλοι θα ανασηκώσουν απλώς τους ώμους τους ψελλίζοντας πως «δεν πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε». Κάποιοι άλλοι θα συμπληρώσουν αποφασισμένοι πως «κανένας αγώνας δεν χάνεται», θα υψώσουν τις γροθιές τους και θα υποσχεθούν πως θα είναι για πάντα στους δρόμους μέχρι την τελική νίκη.
Μολονότι απελπιζόμαστε πολλές φορές, βλέποντας κινηματικές προσπάθειες να ξεφουσκώνουν, αγώνες να μην τελεσφορούν και αδικίες να μην αποκαθίστανται, πρέπει να συμφωνήσουμε σε αυτό που έγραφε ο σπουδαίος, Γιάννης Ρίτσος: «κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δεν χάνεται…»
Αυτό το «τίποτα δεν χάνεται» δεν πηγάζει από μια πασιφιστική θεώρηση του κόσμου ούτε από μια γενικότερη προσπάθεια να οπλίσουμε με δύναμη τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας. Ο ποιητής που το έγραψε είχε βιώσει εξορίες, φυλακίσεις και βασανισμούς, γνώρισε από πρώτο χέρι πως η ιστορία δεν είναι μια απλή καταγραφή γεγονότων, αλλά μια εξελικτική αλυσίδα που ο κάθε κρίκος της, το κάθε περιστατικό βίας, αυθαιρεσίας και αστυνομικής καταστολής προστίθεται στο προηγούμενο, μέχρι να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα γεγονότων, ικανά να σπάσουν το απόστημα της ταξικής βίας και να οδηγήσουν στην κοινωνική απελευθέρωση.
«Οι φτωχοί, οι αληθινοί φτωχοί, είναι εκείνοι που δεν έχουν χρόνο για να χάνουν χρόνο. Οι φτωχοί, οι αληθινοί φτωχοί, είναι εκείνοι που δεν έχουν σιωπή, δεν μπορούν να την αγοράσουν. Είναι εκείνοι που έχουν πόδια τα οποία έχουν ξεχάσει να βαδίζουν, όπως τα φτερά της κότας έχουν ξεχάσει να πετούν», είχε αναφέρει ο Ουρουγουανός συγγραφέας, Εντουάρντο Γκαλεάνο, σε συνέντευξή του το 2005.
Τα πόδια των «αληθινά φτωχών» έμαθαν να βαδίζουν για τα καλά στους δρόμους τις τελευταίες μέρες, δείχνοντας έτοιμα όχι μόνο να μην αφήσουν ξανά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να τσαλαπατηθεί, αλλά και να μεταδώσουν προς κάθε κατεύθυνση πως δεν έχουν σκοπό να συνεχίσουν να θυσιάζονται στον βωμό των συμφερόντων της άρχουσας τάξης – λευκής και έγχρωμης.