Βασίλη… Μπλέξαμε…
Αλλά όσο και να μπλεχτήκαμε, δεν ξεχάσαμε στο τέλος τα λόγια του «αξίζει φίλε μου να ζεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει…»
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019. Ο αιώνιος έφηβος γίνεται 69 χρονών. Δεν θα μπορούσε να γιορτάσει αλλιώς τα γενέθλιά του. Μια ανεπανάληπτη συναυλία στη σκιά των βράχων με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου να συνδυάζει την παγκόσμια ημέρα μουσικής με μία άκρως ρομαντική ροκ παράσταση τρέλας.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια, μα αυτή αγάπη δεν περνάει… Χιλιάδες κόσμου έφθασαν από νωρίς στο εμβληματικό θέατρο του Βύρωνα για να ανταμώσουν και να αρμενίσουν παρέα με εκείνο το παιδί με τη μεγάλη μύτη. Ο χώρος γέμισε ασφυκτικά, η παγωμένη μπύρα έρρεε άφθονη και όλοι περίμεναν την μεγάλη είσοδο. Για μια στιγμή τα φώτα έσβησαν, επικράτησε σιγή και από τα ηχεία ακούστηκε ο ήχος από τη γνωστή κιθάρα. Όταν τα φώτα άναψαν τα βράχια τραντάχτηκαν από τα χειροκροτήματα και από τα συνθήματα των θερμόαιμων οπαδών οι οποίοι έδωσαν το δικό τους χρώμα στη βραδιά.
Η συναυλία ξεκίνησε και τα τραγούδια του Βασίλη μας ταξίδεψαν σε μία άλλη εποχή, μια εποχή που δεν υπήρχε το YouTube, μία εποχή που ξεχώριζε για τον αυθορμητισμό της και το ρομαντισμό της. Μία εποχή σημαδεμένη από τους στίχους του Θάνου, του Άλκη, του Παύλου και του Νικόλα. Ο Βασίλης παρά τα 69 του χρόνια κράτησε γερά πάνω στη σκηνή για περίπου δυόμιση ώρες, με μια εφηβική ενέργεια να τον κατακλύζει.
Το στιγμιότυπο της βραδιάς δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τη στιγμή που η γυναίκα του Ελένη Ράντου ανέβηκε στη σκηνή και του έδωσε την τούρτα με τον αριθμό 69 πάνω. Χρόνια πολλά σε σένα… χρόνια πολλά και ευτυχισμένα φώναξαν οι αλήτες, οι φευγάτοι, οι τρελοί, οι ροκάδες και γενικά όλες οι παρέες που ήταν εκεί. Βέβαια δεν ανάψανε κεράκια αλλά δεκάδες καπνογόνα τα οποία έκαναν κυριολεκτικά τη νύχτα μέρα και μετέτρεψαν το Θέατρο Βράχων σε ποδοσφαιρικό γήπεδο της λατινικής Αμερικής.
Η συναυλία έκλεισε με τα γνωστά χαιρετίσματα στην εξουσία και με το ραντεβού να δίνεται όχι σε κάποια άλλη σκηνή αλλά στους δρόμους.
Υ/Γ Βασίλη… Μπλέξαμε γιατί ξεπουληθήκανε στο Γιουσουρούμ για ένα κουστούμ… για ένα κουστούμ… Μπλέξαμε μέσα σε κλεισμένους δρόμους, με κλέφτες κι’ αστυνόμους που μας είπαν να αγαπάμε το κελί μας, και μεις δίχως ιδέες, δίχως σημαίες και δίχως καβάτζα καμιά έχουμε ακόμα το νου μας στο παιδί... Μπλέξαμε γιατί ενώ ο φόβος πάει να τα σβήσει όλα κάτι μέσα μας πολεμάει να νικήσει… είναι το πείσμα και η περηφάνεια πριν λυγίσει. Μπλέξαμε μέσα σε ένα παιχνίδι άνισο που όμως ακόμα παίζεται. Μπλέξαμε σε ένα παιχνίδι με το χρόνο χωρίς να θυμόμαστε πια πώς τον λέγανε εκείνον, Ερνέστο ή Νίκο. Αλλά όσο και να μπλεχτήκαμε, δεν ξεχάσαμε στο τέλος τα λόγια του «αξίζει φίλε μου να ζεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει…»