Ζόμπι επί Κολωνώ
Και τώρα τι κάνουμε;
Και τώρα τι κάνουμε; Και τώρα τι κάνουμε; Ρωτάω τον εαυτό μου, τους συντρόφους, τους εχθρούς, τους ανεκτικούς, τους οργισμένους, τους γνήσιους, τους δήθεν, τους αριστερούς, τους δεξιούς, όποιον βρω μπροστά μου. Κι η ερώτηση βουίζει στο κεφάλι μου σαν ξόρκι, σαν προσευχή, σαν κατάρα, πείτε το όπως θέλετε, φτάνει να αναρωτιέστε κι εσείς. Και τώρα τι κάνουμε για το δωδεκάχρονο παιδί που μαρτύρησε στα χέρια των σαπισμένων κοινωνικών ζόμπι. Η ερώτηση ισχύει γι’ αυτό το παιδί και τα αδέρφια του, και για τα παιδιά των θυτών, θύματα κι αυτά της ίδιας πλευράς του σκότους, για το κάθε παιδί. Ασθματικό ερώτημα. Πνιγηρό. Κι αν μείνουμε στην πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα που κυβερνάει η ηδονή του κέρδους, η εξουσία της εκμετάλλευσης και η αναδιδόμενη δυσωδία του συστήματος, τότε στην ερώτηση, μόλις βάλεις τη λέξη παιδί δίπλα από τη βία, ξεφυτρώνουν σαν άνθη του κακού, χωρίς καμιά μποντλερική γοητεία, όλα τα βδελυρά αποτυπώματά της. Στο κορμί, στο μυαλό και στην ψυχή, εν δυνάμει δυστυχώς όλων των παιδιών.
Το παιδί που πεινάει βιάζεται υπαρξιακά. Το ίδιο και το παιδί που δουλεύει πληρωμένο ή απλήρωτο στα έξι και στα εφτά. Το ίδιο και το κακοποιημένο παιδί. Κι αυτό που έχει γίνει άγουρο αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Κι αυτό που αγοράζεται κι αυτό που πουλιέται. Κι αυτό που θέλει να πάει σχολείο και δεν μπορεί, κι αυτό που έμαθε να σιχαίνεται το σχολείο χωρίς να ξέρει γιατί. Και τώρα τι κάνουμε για το παιδί που διαστρέφεται, εκπαιδευμένο από την κούνια, να προβάλλει την εικόνα του στο διαδίκτυο και να νομίζει ότι έτσι τα παιδία παίζει στον εικοστό πρώτο αιώνα. Αλλά και για το παιδί επένδυση, που είτε έχει είτε δεν έχει γονείς, δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει τον νταβατζή από τον μάνατζερ, τον φιλάνθρωπο, τον ευεργέτη και τον χορηγό.
Τα παιδιά απ’ τον καιρό της Μήδειας, του αυτοκράτορα που φοβάται τη διαδοχή, τα σφαγμένα νωρίς, τα ένοπλα στην Ασία και την Αφρική, τα μπολιασμένα με δηλητηριώδη καρτούν στα οποία διαθέτουν υπερδυνάμεις και σ’ άλλα που φοράνε τιάρες, στέμματα, ή κραδαίνουν πότε χρυσοποίκιλτα σπαθιά και πότε λέιζερ που λάμπουν στο σκοτάδι, δεν είναι, δεν ήταν ποτέ, Ηρακλείδες, ημίθεοι που πνίγουν τα φίδια στην κούνια τους.
Τα παιδιά μέχρι πριν από δύο, δυόμισι αιώνες ήταν ιδιοκτησία και περιουσία της γονεϊκής ή και όποιας άλλης εξουσίας ενηλίκων. Χρειάστηκαν χιλιετίες πολιτισμικής εξέλιξης, και ανώτερης μη αποκτηνωμένης πολιτικής σκέψης, για να φτάσουμε σήμερα να τα θεωρούμε ανήλικα και προστατεύσιμα. Οπότε το πρώτο που κάνουμε, θαρρώ, είναι να αποσυνδέσουμε το παιδί ως άνθρωπο από την εκμετάλλευση του ανθρώπου. Αρα θέλουμε σχολείο για όλα τα παιδιά, ικανό να ολοκληρώσει την προσωπικότητα, την υγεία, την ικανότητα ενός εκάστου απ’ αυτά. Και ειδικά σχολεία για τα ειδικά παιδιά, και γι’ αυτά που έχουν και γι’ αυτά που δεν έχουν οικογένεια. Με τρία γεύματα την ημέρα, και για γονείς άνεργους και για γονείς εργαζόμενους, με ίση πρόσβαση στη χαρά, στη δημιουργική απασχόληση, στον αθλητισμό, στην τέχνη, στην οργανωμένη γειτονιά, στην ολόπλευρη επιστημονική και εξατομικευμένη αντιμετώπιση κάθε αρρώστιας, δυσκολίας, ατυχίας, προβλήματος. Χρειαζόμαστε δομές για τα απροστάτευτα, τα κακοποιημένα, τα καρυδότσουφλα της κοινωνικής λασποθάλασσας, χωρίς να τολμάει κανείς να ψελλίσει έστω ότι η προστασία των ανήλικων παιδιών κ ο σ τ ί ζ ε ι. Η απώλεια για μια υγιή κοινωνία έστω κι ενός παιδιού, είτε φυσική, είτε ψυχική, επειδή υπολογίζεται σε χρήμα, μετατρέπει αυτή την κοινωνία σε οιονεί βιαστή, το κράτος σε νταβατζή και την ενοχή σε υποκρισία. Ο πρησμενοπόδαρος στον Κολωνό αυτοτυφλώθηκε. Κι εμείς τι μάθαμε; Κυρίως να αλλάζουμε την ερώτηση για να μη μας βλέπουν, εμάς και τις πομπές μας. Κι έτσι το «τώρα τι κάνουμε» μετατράπηκε σε «ε και τι θες να κάνουμε; Αυτά συμβαίνουν». Κι οι δωδεκάχρονες θα αθροίζονται, όσο το έγκλημα γίνεται συμβάν έξω από μας. Αν δεν ξαναπιάσουμε το ερώτημα από την αρχή, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε Κολωνό, δήθεν θα μας εκπλήσσει ένα …ζόμπι.