Αλέξης Αλεξανδρής: “Εγώ έπεσα για το πέναλτι, εσύ έπρεπε να το δώσεις; Εγώ κλέβω και το παιδί μου”
Αν κάποιοι πιστεύουν πως οι επαγγελματίες αθλητές αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς για τα μικρά παιδιά, υπάρχουν κι αυτοί που θέλουν να νικάνε κλέβοντας ακόμα και το παιδί τους, όπως ο Αλέξης Αλεξανδρής, που ήταν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας εποχής -που την ζούμε ακόμα.
Αν κάποιοι πιστεύουν πως οι επαγγελματίες αθλητές αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς για τα μικρά παιδιά, υπάρχουν κι αυτοί που θέλουν να νικάνε κλέβοντας ακόμα και το παιδί τους, όπως ο Αλέξης Αλεξανδρής, που ήταν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας εποχής -που την ζούμε ακόμα.
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1968 κι έκανε τα πρώτα του βήματα στον τοπικό Πέλοπα, όπου τον εντόπισαν οι ομάδες της Βέροιας. Έμεινε στην ομάδα μια πενταετία κι αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής, προτού κάνει το άλμα για την ΑΕΚ. Ήταν μέλος της μεγάλης ομάδας του Μπάγεβιτς -που θα τον συναντούσε ξανά στον Ολυμπιακό- τη χρυσή τριετία με τα ισάριθμα πρωταθλήματα -τα τελευταία της Ένωσης πριν το περσινό- και με σπουδαίο ποδόσφαιρο, που κέρδισε τη γενική αναγνώριση της φίλαθλης γνώμης.
Τελείωσε το συμβόλαιό του και πήγε στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη, που ετοιμαζόταν να χτίσει τη δική του δυναστεία. Πρόλαβε τα τελευταία πέτρινα χρόνια της ομάδας κι είχε ρόλο πρωταγωνιστή στην επταετία της απόλυτης κυριαρχίας των Πειραιωτών και την καλή τους πορεία στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, με κορυφαίο το δικό του πολύ ωραίο γκολ απέναντι στον Άγιαξ.
Ο Αλεξανδρής όμως ξεχώρισε και σε έναν άλλο τομέα, εκτός από τα γκολ που έβαζε. Ήταν ένας από τους πιο εμβληματικούς “βουτηχτές” του ελληνικού πρωταθλήματος, που έπεφτε για να ξεγελάσει (;) τους διαιτητές και να πάρει το πέναλτι. Ήταν η πρακτική εφαρμογή της λογικής της “νίκης με κάθε τρόπο”, που συμβάδιζε κατά μία έννοια και με το γενικό κλίμα της εποχής.
Πολλά χρόνια αργότερα, θα δώσει μάλιστα μια συνέντευξη, όπου εμφανίζεται κυνικός κι αμετανόητος.
Εντάξει, εγώ μπορεί να έπεσα. Εσύ σαν διαιτητής έπρεπε να το δώσεις; Εγώ παίζω για να κερδίσω. Είμαι ανταγωνιστικός ακόμα κι απέναντι στο παιδί μου. Αν θες να είσαι πρωταθλητής δεν υπάρχουν fair play και μ@λ@κίες. Θέλω να κερδίσω. Πώς θα κερδίσω; Με τον οποιοδήποτε τρόπο. Κλέβω ακόμα και το παιδί μου! Φέρνω έξι-πέντε στα ζάρια και του λέω πως έφερα εξάρες.
Αν εσύ πιστεύεις πως θέλω να σε κλέψω, μην μου κάνεις το χατίρι. Εγώ έπεσα για το πέναλτι. Εσύ πρέπει να το δώσεις για να φανείς καλός στα μάτια κάποιου άλλου; Όχι, μην το δώσεις.
Το πρόβαλε δηλαδή ως “φιλοσοφία ζωής”, πολύ μακριά από ό,τι έχουμε συνηθίσει να λέμε “ποδοσφαιρικές αξίες”. Τουλάχιστον αυτός είναι ειλικρινής…
Με τους ερυθρόλευκους πήρε επτά σερί πρωταθλήματα, φτάνοντας συνολικά τα δέκα στην καριέρα του, μαζί με Κύπελλα και τίτλους του πρώτου σκόρερ. Συνέχισε την καριέρα του στην ΑΕΛ και την Καλλιθέα, για να κρεμάσει τα παπούτσια του στην Κύπρο, από όπου ξεκίνησαν οι μάλλον αποτυχημένες απόπειρές του για προπονητική καριέρα -ανάμεσά τους και στους νέους του Ολυμπιακού.
Ήταν για μια δεκαετία μέλος της Εθνικής Ομάδας, πήγε στο Μουντιάλ του 1994 (που κατέληξε σε φιάσκο) κι είχε 10 γκολ σε 42 εμφανίσεις. Είναι καταδικασμένος όμως να τον θυμούνται όλοι για το τετ-α-τετ με το Σμάιχελ και τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία με τη Δανία, που μπορούσε να στείλει την Εθνική ομάδα στην τελική φάση του Μουντιάλ του 1998.
Σήμερα διάφοροι παίκτες τίμησαν και τιμούν άτυπα κι εν αγνοία τους ίσως την ημέρα του Αλέξου Αλεξανδρή, με “ωραίες, χαρούμενες πτώσεις”. Γιατί το παν στο ποδόσφαιρο δεν είναι οι νίκες, οι διακρίσεις και το θέαμα, αλλά να αφήσεις το χνάρι σου και να δημιουργήσεις ποδοσφαιρική σχολή, όπως ο Αλέκος και οι “αξίες” του…