Αλφόνσο Φορντ – Η ανίκητη καλαθομηχανή που νικήθηκε από τη λευχαιμία
Στα μέσα της καριέρας του γνώριζε πως είχε λευχαιμία, αλλά συνέχισε να παίζει στο κορυφαίο επίπεδο, περιφρονώντας τη σοβαρή ασθένειά του και μένοντας ως το τέλος στο άθλημα και το χώρο που αγαπούσε…
Αν κάποιος θέλει να δείξει γιατί η Α1 θεωρούνταν το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης (χωρίς να είναι), ένα πολύ καλό επιχείρημα θα ήταν η παρουσία ενός παικταρά όπως ο Αλφόνσο Φορντ και μάλιστα όχι σε ομάδες πρώτης γραμμής που έκαναν πρωταθλητισμό, αλλά σε μικρά και ταπεινά κλαμπ που πάλευαν για τη σωτηρία τους, προτού κάνει κι αυτός το άλμα στην καριέρα του.
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1971 στην Πολιτεία του Μισισίπι και έδειξε το ταλέντο του από το κολέγιο. Δεινός σκόρερ που ξεπερνούσε τους 25 πόντους μέσο όρο, με χίλιους τρόπους να διεισδύει στη ρακέτα και να αφήνει την μπάλα στο καλάθι απέναντι σε πιο ψηλούς και δυνατούς αντιπάλους.
Επιλέχτηκε στο νο 32 του ντραφτ από τη Φιλαδέλφεια και έδωσε μετρημένα παιχνίδια στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ με τους Σίξερς και πιο πριν με τους Σόνικς (στη μεγάλη ομάδα με Κεμπ, Πέιτον και άλλους). Μετά από δύο χρόνια στο κατώτερο CBA, πήρε την απόφαση να κλείσει το κεφάλαιο της Αμερικής και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Πήγε στην Ουέσκα της Ισπανίας, βγήκε πρώτος σκόρερ της Λίγκας ACB, αλλά η ομάδα του υποβιβάστηκε.
Εκεί τον εντόπισε ο Κώστας Μίσσας και τον έφερε στην Ελλάδα για τον Παπάγου, που τη σεζόν 1996-97 έκανε την υπέρβαση και την καλύτερη χρονιά της ιστορίας του, παίρνοντας το εισιτήριο για την Ευρώπη και το Κόρατς, με το Φορντ να οργιάζει και να βγαίνει πρώτος σκόρερ στο πολύ ανταγωνιστικό τότε πρωτάθλημα της Α1, έχοντας πάνω από 60% ευστοχία στα δίποντα.
Στο τέλος της χρονιάς έχει αφόρητους πόνους στην πλάτη, ανακαλύπτει ότι πάσχει από λευχαιμία και μένει ένα χρόνο εκτός αγωνιστικής δράσης για να ακολουθήσει μια θεραπεία. Κράτησε όμως μυστικό το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, λέγοντας μόνο πως είχε ένα θέμα με το αίμα του.
Επέστρεψε την επόμενη σεζόν με τη φανέλα του Σπόρτινγκ και παρά τις χημειοθεραπείες και την ετήσια αποχή, ήταν σα να μην έλειψε μια μέρα, για να βγει πάλι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Συνέχισε μάλιστα για άλλα πέντε χρόνια σε κορυφαίο επίπεδο, περιφρονώντας τη νόσο, χωρίς να αναφέρει ποτέ τίποτα δημόσια.
Έκανε το βήμα παραπάνω στην καριέρα του με το Περιστέρι, όπου έζησε μια μαγική διετία. Έφτασε με τους πρίγκιπες της δυτικής όχθης μέχρι τη δεύτερη θέση της κανονικής περιόδου -κι ένα σκαλί μακριά από τους τελικούς της Α1- με την ομάδα να μπαίνει σφήνα ανάμεσα στις μεγάλες παραδοσιακές δυνάμεις του χώρου. Ενώ συστήθηκε στην Ευρώπη και την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, την Ευρωλίγκα, με αξέχαστες εμφανίσεις, όπως τους 41 πόντους απέναντι στην Ταουγκρές και τους 35 απέναντι στην Εστουντιάντες -και μάλιστα στα πλέι-οφ της διοργάνωσης.
Η τρομερή απόδοσή του τού έδωσε το εισιτήριο για τον Ολυμπιακό. Συνέχισε τις καλές εμφανίσεις του στην Ευρωλίγκα, όπου οι ερυθρόλευκοι έφτασαν έναν αγώνα (και μια γκέλα μακριά) από το Φάιναλ Φορ της Μπολόνια. Πήρε μαζί τους το Κύπελλο Ελλάδας, τερματίζοντας μια πενταετή ξηρασία χωρίς τίτλους για την ομάδα. Απέκλεισε σχεδόν μόνος του τον πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό, ενώ στους τελικούς με την ΑΕΚ ο Ολυμπιακός του Πι-ξι (Σούμποτιτς) πήρε σοβαρό προβάδισμα με 2-0. Ο Φορντ ήταν όμως εκτός αποστολής στο τέταρτο καθοριστικό ματς της σειράς και δεν απέτρεψε την ανατροπή και ολική επαναφορά της Ένωσης που βγήκε πρωταθλήτρια μετά από 32 χρόνια.
Έφυγε από την Ελλάδα, όπου είχε βγάλει ρίζες, κι έκλεισε την καριέρα του στην Ιταλία. Με τη Σιένα έφτασε στο Φάιναλ Φορ της Βαρκελώνης και μολονότι έπεσαν κάπως οι μέσοι όροι του στην επίθεση, εξακολουθεί και σήμερα να έχει την καλύτερη επίδοση σε αυτόν τον τομέα, το μέσο όρο πόντων στην ιστορία του θεσμού, με την Ευρωλίγκα να δίνει το όνομά του στο βραβείο που παίρνει κάθε χρόνο ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης.
Έπαιξε άλλον ένα χρόνο στη Σκαβολίνι κι έριξε τίτλους τέλους στην καριέρα του, μόλις στα 32 του, με την υγεία του να είναι πια φανερά κλονισμένα από το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Λίγους μήνες μετά θα έπεφταν δυστυχώς και οι τίτλοι τέλους στη σύντομη ζωή του, από την οποία έφυγε σαν σήμερα, στις 4 Σεπτέμβρη του 2004, σκορπίζοντας θλίψη στον κόσμο του μπάσκετ και όσους τον πρόλαβαν να παίζει, που κράτησαν όμως την εικόνα του ως μαχητή που έφυγε μες στο γήπεδο, παίζοντας το άθλημα που αγάπησε ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του.